Οι παλαιότεροι θα θυμούνται την πετρελαϊκή κρίση του 1973 και εκείνη του 1980, τις δύο μεγαλύτερες ενεργειακές κρίσεις που είχε γνωρίσει ο κόσμος τα τελευταία 300 χρόνια, ως επιπτώσεις του αραβοϊσραηλινού πολέμου Γιομ Κιπούρ και της στάσης των ΗΠΑ – και αργότερα ως παρενέργεια της Ισλαμικής Επανάστασης στο Ιράν. Τότε, ο Δυτικός Κόσμος αντιμετώπισε έλλειψη πετρελαίου, με τη συνεπακόλουθη ακρίβεια, και έκτοτε η έννοια της ενεργειακής κρίσης είναι συνυφασμένη με κάθε είδους πολέμους και εξεγέρσεις στις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες της Μέσης Ανατολής.
Αντιθέτως, το νέο είδος ενεργειακής κρίσης που βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη, με τις τιμές να ανεβαίνουν και την αγορά να προβλέπει ελλείψεις, έχει τις ρίζες του αρκετά βόρεια, στην Ευρώπη και στις ενεργειακές επιλογές τόσο της Ε.Ε. όσο και μεμονωμένων κρατών-μελών της. Σχετίζεται, παράλληλα, με οικονομικές και γεωπολιτικές επιλογές του βόρειου γείτονα της Ευρώπης και κύριου προμηθευτή της, της Ρωσίας, που τελευταία περιορίζει δραστικά τις ροές φυσικού αερίου στη Γηραιά Ηπειρο.
Ολα αυτά, βέβαια, επάνω στον καμβά της πανδημίας και των αυξομειώσεων που προκαλεί στην παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια άλλοτε η επιβολή περιοριστικών μέτρων για την ανάσχεσή της και άλλοτε η άρση τους. Αναπόφευκτο συνεπακόλουθο της επανεκκίνησης των οικονομιών, η εκτόξευση της ζήτησης για ενέργεια σε παγκόσμιο επίπεδο έχει οδηγήσει σε άνοδο τις τιμές του πετρελαίου.
Παρά τη μικρή υποχώρηση των τελευταίων ημερών, οι τιμές του «μαύρου χρυσού» κυμαίνονται γύρω στα 70 δολάρια το βαρέλι και καθιστούν μακρινή ανάμνηση την πρωτοφανή υποχώρησή τους σε αρνητικό έδαφος πέρυσι, όταν εξανεμίσθηκε η παγκόσμια ζήτηση εν τω μέσω του πρώτου μεγάλου, παγκόσμιου lockdown.
Εξίσου καθοριστικός παράγοντας που οδηγεί σε άνοδο της τιμής της ενέργειας είναι και η πολιτική της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Με την απόφασή της να περιορίσει τη χρήση ρυπογόνων καυσίμων, κατά κύριο λόγο του πετρελαίου, του λιγνίτη και του λιθάνθρακα και δευτερευόντως του συγκριτικά «καθαρού» φυσικού αερίου, η Ε.Ε. έχει εξωθήσει ανοδικά το κόστος που καταβάλλουν χώρες και βιομηχανίες για την αγορά του δικαιώματος να εκπέμπουν ρύπους.
Προπαντός, έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση τη ζήτηση για φυσικό αέριο, ακριβώς επειδή πρόκειται για το λιγότερο ρυπογόνο από τα συμβατικά καύσιμα και βασικό υποκατάστατο των ιδιαίτερα ρυπογόνων για τη μεταβατική περίοδο προς την πράσινη οικονομία που διανύουμε. Καθώς η ζήτηση για φυσικό αέριο βρίσκεται έτσι κι αλλιώς στα ύψη και από τις χώρες της Ασίας, οι τιμές του καυσίμου στην Ευρώπη πλησιάζουν τις τελευταίες ημέρες τα 48 ευρώ η μεγαβατώρα.
Την ίδια στιγμή, βρίσκεται στα ύψη η ζήτηση για υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), με χώρες όπως η Βραζιλία να παραγγέλλουν πρωτοφανή όγκο LNG εξαιτίας της ξηρασίας που έχει πλήξει τις μονάδες παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η προσφορά έχει μειωθεί εξαιτίας των διακοπών στις μονάδες παραγωγής, καθώς και της ελλιπούς συντήρησή τους.
Στις ΗΠΑ, άλλωστε, η παραγωγή φυσικού αερίου που μετατρέπεται σε LNG έχει μειωθεί σε επίπεδα χαμηλότερα από εκείνα που προβλέπονταν προ πανδημίας.
Δραματική η μείωση της ροής φυσικού αερίου από τη Μόσχα
Στην Ευρώπη η παραγωγή φυσικού αερίου έχει μειωθεί δραματικά, τόσο στη Βόρεια Θάλασσα όσο και στο Γκρόνινγκεν της Ολλανδίας, που είναι και το μεγαλύτερο κοίτασμα φυσικού αερίου της Γηραιάς Ηπείρου. Η αιτία ήταν αμιγώς συγκυριακή, καθώς σημειώθηκαν στην περιοχή σειρά από μικρές σεισμικές δονήσεις, γι’ αυτό και αναμένεται η εξορυκτική δραστηριότητα να διακοπεί οριστικά το επόμενο έτος. Οι ροές ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη μειώθηκαν μετά την πυρκαγιά σε μονάδα επεξεργασίας στην πόλη Νόβι Ουρενγκόι της Σιβηρίας. Αναλυτές της αγοράς υπολογίζουν ότι συνολικά η ευρωπαϊκή παραγωγή φυσικού αερίου μειώθηκε φέτος κατά τουλάχιστον 10% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2019.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Ευρώπη είναι, πάντως, η μείωση της ροής φυσικού αερίου. Σύμφωνα με την ICIS, εταιρεία δεδομένων για θέματα ενέργειας, στα μέσα Αυγούστου οι ροές φυσικού αερίου μέσω του αγωγού Γιαμάλ, που διασχίζει τη Ρωσία, τη Λευκορωσία, την Πολωνία και τη Γερμανία, δεν υπερέβαιναν τα 20 εκατ. κυβικά μέτρα την ημέρα. Ηταν, εν ολίγοις, σαφώς μειωμένη η προσφορά σε σύγκριση με τα 49 εκατ. κ.μ. που περνούσαν από τον αγωγό μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στα τέλη Ιουλίου, αλλά προπαντός πολύ λιγότερες από τον συνήθη μέσο όρο των 81 εκατ. κ.μ. την ημέρα.
Μερίδα αναλυτών αποδίδει τη μείωση στην προτίμηση της Gazprom, του ρωσικού ενεργειακού κολοσσού για την τροφοδοσία του Nord Stream 2. Ο λόγος για τον αγωγό που σύντομα θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο απευθείας από τη Ρωσία στη Γερμανία, παρακάμπτοντας έτσι την Ουκρανία και την Πολωνία. Ορισμένοι εκτιμούν, μάλιστα, ότι πρόκειται για επιχειρηματικό και διπλωματικό ελιγμό της Ρωσίας, που δείχνει την ισχύ της ακριβώς όταν η ζήτηση για φυσικό αέριο βρίσκεται παγκοσμίως στα ύψη. Η ενεργειακή αυτή συμφωνία ανάμεσα στο Βερολίνο και στη Μόσχα έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις της Ουκρανίας και της Πολωνίας, καθώς χάνουν τις όποιες προμήθειες αντλούσαν όταν το ρωσικό φυσικό αέριο περνούσε μέσα από την επικράτειά τους.
Πρωτίστως, ο περιβόητος αγωγός έχει προκαλέσει εντάσεις στις σχέσεις του Βερολίνου με την Ουάσιγκτον, η οποία επί χρόνια επέμενε ότι αυξάνει δραματικά την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Μόσχα και κατά καιρούς έχει επιβάλει κυρώσεις σε όσες εταιρείες συμμετείχαν στην εκτέλεση των έργων του αγωγού. Δεδομένου, πάντως, ότι δεν έχουν μείνει παρά ελάχιστα χιλιόμετρα για την ολοκλήρωση του επίμαχου αγωγού, η κυβέρνηση Μπάιντεν επέλεξε προσφάτως να αποσιωπήσει τις διαφωνίες της, που εκτός από γεωπολιτικά, έχουν και επιχειρηματικά κίνητρα.
Ας μην ξεχνάμε ότι στην κορύφωση του εμπορικού πολέμου που είχε κηρύξει ο Ντόναλντ Τραμπ στους εταίρους των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης και της Ε.Ε., ο πλέον απρόβλεπτος πρόεδρος στην ιστορία της υπερδύναμης είχε διαπραγματευθεί με τον τότε πρόεδρο της Κομισιόν, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, την αύξηση των πωλήσεων αμερικανικού LNG στην Ευρώπη.
Εκτίναξη των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας με την επανεκκίνηση των οικονομιών
Σαν να μην έφθανε η μείωση της προσφοράς φυσικού αερίου από τη Ρωσία, μειώνεται ταυτόχρονα και η προσφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Μέσα στον Αύγουστο αναμένεται να φθάσει μόλις ένα φορτίο LNG στη Βρετανία, καθώς οι εταιρείες κρατούν το καύσιμο αποθηκευμένο στην Ισπανία και σκοπεύουν να εξάγουν έξι φορτία στην Ασία, ώστε να αντλήσουν περισσότερα κέρδη από τις αυξημένες, εκεί, τιμές.
Οι ασιατικές χώρες, από την Κίνα μέχρι την Ιαπωνία και την Κορέα, είναι πιο πρόθυμες να καταβάλουν υψηλότερο τίμημα για να δελεάσουν τις εταιρείες που αποθηκεύουν φυσικό αέριο σε δεξαμενόπλοια της Ισπανίας. Ετσι, στην Ευρώπη οι τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας έχουν εκτοξευθεί και σε ορισμένες χώρες έχουν αγγίξει επίπεδα-ρεκόρ, καθώς οι επιχειρήσεις αρχίζουν και πάλι να λειτουργούν και πολλοί εργαζόμενοι επιστρέφουν στα γραφεία τους.
Στη Γερμανία, οι τιμές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας έχουν σημειώσει αύξηση άνω του 60% στη διάρκεια του έτους, αναγκάζοντας τους ιδιοκτήτες εστιατορίων και καφενείων να προσφέρουν πιο ακριβά τα προϊόντα τους, μεταβιβάζοντας στην πελατεία το αυξημένο κόστος, ακόμη και για έναν καπουτσίνο. Αυξάνονται βέβαια, έτσι, και τα κέρδη των ευρωπαϊκών εταιρειών κοινής ωφελείας – μεταξύ των οποίων η RWE AG της Γερμανίας και η Engie SA της Γαλλίας.
Δεδομένης και της έλλειψης φυσικού αερίου, όλα κατατείνουν σε περαιτέρω εκτίναξη των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας και τον λογαριασμό θα πληρώσουν, βέβαια, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές. Η Ισπανία έχει ήδη αναγκαστεί να μειώσει τους φόρους στην κατανάλωση ενέργειας μετά την εκτόξευση των τιμών της σε επίπεδα-ρεκόρ, ενώ η Βρετανία θα επιτρέψει στις εταιρείες κοινής ωφελείας να αυξήσουν τα τιμολόγιά τους για δεύτερη φορά εντός του έτους. Η συγκεκριμένη κυβερνητική απόφαση αναμένεται να πλήξει περίπου 15 εκατ. πολίτες της χώρας.
Μιλώντας στο Bloomberg, ο Τιερί Μπράδερς, καθηγητής Ενεργειακών Θεμάτων στο Ινστιτούτο Πολιτικών Μελετών του Παρισιού, διερωτάτο κατά πόσον «θα ξαναδούμε “Κίτρινα Γιλέκα” στους δρόμους ή μήπως θα δούμε να επαναλαμβάνεται το δημοψήφισμα της Ελβετίας». Ο ίδιος προσθέτει πως «όταν θέτεις τόσο πολύ κόσμο σε κατάσταση ενεργειακής ένδειας, δεν μπορείς να επανεκλεγείς – και αυτό είναι ένας κώδων κινδύνου που θα αφυπνίσει τις κυβερνήσεις».
Τα διαρκώς αυξανόμενα τιμολόγια των εταιρειών κοινής ωφελείας, που συχνά αποτελούν τη μεγαλύτερη δαπάνη μετά τα έξοδα για ενοίκιο, ενδέχεται να οδηγήσουν πολλές μικρές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στο χείλος της πτώχευσης. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, ένας κλάδος που απειλείται είναι ο ξενοδοχειακός: εξαιτίας των lockdowns έχει καταγράψει ζημίες ύψους 80 δισ. στερλινών (111 δισ. δολάρια). Ανάγκασε, μάλιστα, την κυβέρνηση να παρέμβει προς διάσωσή του.
Μιλώντας στο Bloomberg, η Κέιτ Νίκος, διευθύνουσα σύμβουλος της ένωσης ξενοδόχων UKHospitality, προειδοποιεί ότι «μια σημαντική αύξηση του κόστους της ενέργειας» θα είναι καταστρεπτική για τον κλάδο. «Πολλές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις βρίσκονται ήδη στην κόψη του ξυραφιού», τονίζει και υπογραμμίζει πως «αν αυξηθούν περαιτέρω τα τιμολόγια της ενέργειας, όπως αναμένεται, τότε θα χρειαστούν περαιτέρω μέτρα στήριξης του κλάδου».
Ο πληθωρισμός στην Ευρώπη αυξάνεται, καθώς η επανεκκίνηση των οικονομιών οδηγεί σε άνοδο των τιμών των πρώτων υλών και των εμπορευμάτων.
BLOOMBERG
Αγκελα Μέρκελ
Προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της Ουκρανίας που χάνει τις προμήθειες εξαιτίας του Nord Stream 2, η καγκελάριος υποσχέθηκε πως «η Γερμανία θα επιβάλει πρόσθετες κυρώσεις στη Ρωσία αν χρησιμοποιήσει το φυσικό αέριο ως όπλο». Σύμφωνα με Ουκρανούς αναλυτές, όμως, αυτά είναι απλώς «λόγια», καθώς υπερισχύει η ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία.
Κριστίνε Μπερτζίνα
Η συνεργάτις της αμερικανικής οργάνωσης για θέματα εθνικής ασφαλείας, Συμμαχία για τη Δημοκρατία, τόνισε πως «η μείωση της ροής ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, που οδηγεί σε άνοδο των τιμών του καυσίμου και ωφελεί τη Μόσχα, είναι πρωτίστως εμπορική τακτική της Ρωσίας για να ωφεληθεί, καθώς τώρα η παγκόσμια ζήτηση βρίσκεται στα ύψη».
Βαλεντίνα Μπονέτι
Σχολιάζοντας την αναμενόμενη περαιτέρω αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, η αναλύτρια ενέργειας στην S&P Global Platts προειδοποίησε την Ευρώπη πως «θα είναι σαν τον βάτραχο μέσα στο νερό που βράζει και δεν θα παρατηρήσει το πρόβλημα, μέχρις ότου να είναι πολύ αργά. Η διαδικασία θα είναι προς όφελος της Ρωσίας».