Το δόγμα Τραμπ δοκιμάζεται σε Καράκας και Καμπούλ

Το δόγμα Τραμπ δοκιμάζεται σε Καράκας και Καμπούλ

3' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δύο χρόνια μετά την ανάληψη της προεδρίας, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει σαφή νομοθετική στρατηγική, δεν διαθέτει πολιτική ατζέντα, ούτε σχέδιο για την αποκατάσταση της φθίνουσας δημοτικότητάς του. Eχει χαράξει ένα μονοπάτι προς την επανεκλογή του τόσο δύσβατο, ώστε προσπαθεί να πείσει έναν πολιτικώς άπειρο, τον δισεκατομμυριούχο Χάουαρντ Σουλτς των Starbucks, να κατέβει ως υποψήφιος τρίτου κόμματος. Είναι πιθανό ακόμη και να κληθεί ενώπιον των δικαστηρίων. 

Ωστόσο, παρά το εσωτερικό χάος, την ανικανότητα και την πολιτική δυσπραγία, αυτή η κυβέρνηση εξακολουθεί να δρα όσον αφορά την εξωτερική πολιτική σαν να ακολουθεί μια αρκετά συνεκτική στρατηγική, που εμφανίζεται ρεαλιστική και με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. 

Το δόγμα Τραμπ δεν είναι ο απομονωτισμός που κάποιες φορές, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, υποσχέθηκε, ούτε η φιλοπόλεμη διάθεση που πολλοί από τους επικριτές του φοβήθηκαν. Είναι ένα δόγμα απεμπλοκής και ευθυγράμμισης, με το οποίο οι ΗΠΑ προσπαθούν να εγκαταλείψουν τις πιο ιδεαλιστικές ελπίδες τους και τις μη ρεαλιστικές στρατιωτικές δεσμεύσεις τους, ώστε να περιορίσουν τη λίστα των πιθανών εχθρών και να παγιώσουν σφαίρες επιρροής. Ο μακροπρόθεσμος στόχος δεν είναι να εγκαταλείψουν οι ΗΠΑ την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία, ούτε να παραιτηθούν από τις παραδοσιακές συμμαχίες τους, όπως συχνά κατηγορούν τον Τραμπ οι αντίπαλοί του. Αντιθέτως, είναι να διατηρήσουν και να σταθεροποιήσουν την αμερικανική πρωτοκαθεδρία, ταυτόχρονα δε να δώσουν περισσότερη ενέργεια στον περιορισμό της ισχύος και της επιρροής της Κίνας. 

Ας λάβουμε υπόψη δύο κινήσεις της αμερικανικής κυβέρνησης αυτήν την εβδομάδα. Η πρώτη αφορά την απόφαση του Λευκού Οίκου να υποστηρίξει τον αρχηγό της αντιπολίτευσης στη Βενεζουέλα και να οικοδομήσει ένα συνασπισμό, προκειμένου να υπονομεύσει τον Μαδούρο. Η δεύτερη αφορά την προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας με τους Ταλιμπάν, που θα μπορούσε να βάλει τέλος στη 17χρονη στρατιωτική δέσμευση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ομολογία αποτυχίας, ενώ ταυτόχρονα θα άφηνε ανοικτό τον δρόμο κατάληψης της εξουσίας από τους Ταλιμπάν – ένα υψηλό τίμημα για την επιστροφή των αμερικανικών στρατευμάτων στην πατρίδα. Από την άλλη, η προσπάθεια υπονόμευσης του αριστερού δικτάτορα της Λατινικής Αμερικής στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί το είδος της πολιτικής που θα περίμενε κανείς από έναν άνθρωπο σαν τον Μάρκο Ρούμπιο στον Λευκό Οίκο (τον γερουσιαστή που, στην πραγματικότητα, κινεί τα νήματα της πολιτικής μας στη Βενεζουέλα).

«Κακόφωνη κανονικότητα»

Οπως έγραφε ο Ούρι Φρίντμαν στο Atlantic, η πολιτική μας αυτή εξελίσσεται κατά έναν τρόπο που δεν μας έχει συνηθίσει ο πρόεδρος Τραμπ: είναι «μια μεθοδικά σχεδιασμένη διπλωματική εκστρατεία, καλά συντονισμένη με τους συμμάχους μας και με σαφές μήνυμα». Υπάρχει, άλλωστε, και μια «χείρα» Ρέιγκαν αλλά και Τζορτζ Μπους του νεότερου στην όλη υπόθεση – ο διορισμός του βετεράνου του Ψυχρού Πολέμου Ελιοτ Αμπραμς ως επιτετραμμένου για τη Βενεζουέλα. 

Για τον Φρίντμαν, αυτή η κανονικότητα είναι κακόφωνη και υποκριτική. «Εδώ έχουμε έναν πρόεδρο που διδάσκει το “Η Αμερική Πρώτα”, που σπάνια αναφέρεται στη δημοκρατία και στα ανθρώπινα δικαιώματα, που έχει διατυπώσει τον θαυμασμό του για δικτάτορες σαν τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τον Κιμ Γιονγκ Ουν, αλλά τώρα πασχίζει να επιστρέψει η δημοκρατία στη Βενεζουέλα». 

Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι οι διαφορετικές προσεγγίσεις της κυβέρνησης μπορούν να εναρμονισθούν. Κανείς Αμερικανός πρόεδρος πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν θα το έβρισκε παράξενο να αποφασίσει μια παρεμβατική γραμμή όταν πρόκειται για τη Λατινική Αμερική, την ίδια στιγμή που αποδέχεται συμφωνίες και προσεγγίζει αυταρχικούς ηγέτες σε άλλα σημεία της διεθνούς σκηνής.

Το δόγμα Τραμπ προσπαθεί να αντιμετωπίσει και να περιορίσει δύο βασικούς εχθρούς, την Κίνα και το Ιράν. Πριν από τις εκλογές επιθυμούσα μια ρεπουμπλικανική εξωτερική πολιτική που θα περιείχε λιγότερη ύβριν και θα ήταν περισσότερο ρεαλιστική από αυτό που προσέφεραν οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί υποψήφιοι. Μια πολιτική που θα επιδείκνυε προθυμία για τον περιορισμό των ξένων παρεμβάσεων και την εκπόνηση διπλωματικών πειραμάτων, ενώ ταυτόχρονα οι ΗΠΑ θα διατηρούσαν την πρωτοκαθεδρία σε έναν πολυπολικό κόσμο που επηρεάζεται από την Κίνα. Μέσα σε κάποια όρια, αυτό περίπου έκανε ο Τραμπ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή