Από αγάπη και πάθος για την ενημέρωση…

Από αγάπη και πάθος για την ενημέρωση…

6' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τέσσερις δημοσιογράφοι, από τέσσερα διαφορετικά σημεία του πλανήτη, από διαφορετικά Μέσα, αλλά με κοινή τη γλώσσα των λειτουργών του Τύπου και της Ενημέρωσης και ακόμη πιο κοινή την αίσθηση της επιτέλεσης του καθήκοντος στην προάσπιση της Ελευθερίας του Τύπου, δολοφονήθηκαν -κυριολεκτικά εκτελέσθηκαν- ακριβώς επειδή ήταν δημοσιογράφοι κάπου έξω από την Καμπούλ, την πρωτεύουσα του Αφγανιστάν.

Η Ιταλίδα δημοσιογράφος – ρεπόρτερ της Corriere Della Sera Μαρία Γκράτσια Κούτουλι, ο Ισπανός συνάδελφός της από την εφημερίδα El Mundo Χούλιο Φουέντες, ο Αυστραλός Χάρι Μπάρτον του πρακτορείου Reuters και ο αφγανικής καταγωγής φωτορεπόρτερ Αζιζουλάχ Χαϊνταρί, έπεσαν σε ενέδρα Ταλιμπάν που φαίνεται ότι, αφού εγκατέλειψαν την κυριευθείσα από τη Βόρεια Συμμαχία πρωτεύουσα της χώρας, προέβαιναν σε επιλεκτικές ενέργειες αντεκδίκησης. Διότι μόνον έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι οδηγοί των οχημάτων των δημοσιογράφων και οι διερμηνείς τους δεν έπαθαν τίποτε, ενώ οι τέσσερις δημοσιογράφοι εκτελέσθηκαν μπροστά από έναν βράχο με ριπές αυτομάτων όπλων, όλοι μαζί και στο ίδιο σημείο, αφού πρώτα λιθοβολήθηκαν.

Προορισμός η Καμπούλ

Ηταν Δευτέρα, 19 Νοεμβρίου, νωρίς το πρωί όταν πάνω από 20 αυτοκίνητα, κυρίως τζιπ, με δημοσιογράφους από πολλές χώρες και MME, ξεκίνησαν από την Τζαλαλαμπάντ για να πάνε και αυτοί στην Καμπούλ, μετά την κατάληψή της από τις δυνάμεις της Βόρειας Συμμαχίας. H ενημέρωση που είχαν με τα δορυφορικά τηλέφωνα από άλλους συναδέλφους ήταν καθησυχαστική, αλλά τα 150 χιλιόμετρα -έξι ώρες διαδρομή, υπό κανονικές συνθήκες- δεν ήταν δυνατόν να παρέχουν όλα τα εχέγγυα ασφαλείας.

Σύντομα το μακρύ κονβόι, είτε λόγω απόστασης είτε λόγω διαφορετικής ισχύος των αυτοκινήτων, άρχισε να αραιώνει. Πέρασαν τρεις ώρες, στα μισά περίπου της διαδρομής τρία αυτοκίνητα, ένα τζιπ και δύο ταξί, πάνε μαζί, όταν μπροστά τους εμφανίζονται έξι οπλοφόροι που τους κάνουν νόημα να σταματήσουν. O οδηγός του τζιπ δεν διστάζει ούτε στιγμή: Πατά γκάζι και φεύγει, αφήνοντας τους έξι οπλοφόρους να ασχοληθούν με τα άλλα δύο αυτοκίνητα, που αναγκαστικά σταματούν. Στο πρώτο είναι η Μαρία Γκράτσια Κούτουλι και ο Ισπανός Χούλιο Φουέντες, με οδηγό και διερμηνέα Παστούν. Στο δεύτερο ο Αυστραλός Χάρι Μπάρτον, ο αφγανικής καταγωγής φωτορεπόρτερ Αζιζουλάχ Χαϊνταρί, επίσης με οδηγό και διερμηνέα Παστούν.

Εκτέλεση εν ψυχρώ

Οι οπλοφόροι υποκρίνονται ότι θέλουν να τους προειδοποιήσουν για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στον δρόμο τους, οι δημοσιογράφοι και οι συνοδοί τους εκφράζουν έντονα τη δυσπιστία τους. Εκείνη τη στιγμή έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση ένα φορτηγό-πούλμαν με πολλούς επιβάτες. O οδηγός των δημοσιογράφων ρωτά αν υπάρχουν προβλήματα, η απάντηση είναι αρνητική, το φορτηγό συνεχίζει τον δρόμο του.

Ενοχλημένοι οι οπλοφόροι από την παρέμβαση διατάζουν τους τέσσερις δημοσιογράφους να τους ακολουθήσουν. Στην άρνησή τους, σηκώνουν τα όπλα και τους λένε: «Κάνετε λάθος αν νομίζετε ότι οι Ταλιμπάν έφυγαν, εδώ είμαστε», και αρχίζουν να τους πετροβολούν. Με απειλές και τα όπλα, τους σπρώχνουν σε παρακείμενο βραχώδη λόφο. Οι συνοδοί εκμεταλλεύονται τη στιγμή για να ανεβούν στα αυτοκίνητα και να φύγουν, όταν ξαφνικά οι οπλοφόροι αρχίζουν να πυροβολούν τους δημοσιογράφους με συνεχείς ριπές των αυτόματων όπλων τους. Τη σκηνή είδε από μακριά και ομάδα της καταλανικής τηλεόρασης, σε μικρό πούλμαν, που από τον φόβο της έφυγε. Βρήκαν τα πτώματά τους την άλλη ημέρα.

Αναγνώριση

«Οι δημοσιογράφοι που εκτελέσθηκαν στο Αφγανιστάν ήταν στην υπηρεσία ενός θεμελιώδους αγαθού της δημοκρατίας, της ελευθερίας του Τύπου. Οφείλουμε μεγάλη αναγνώριση σε όλους εκείνους που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους για μία από τις πλέον θεμελιώδεις αξίες του πολιτισμού μας». Είναι ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από όσα είπε ο διευθυντής της Corriere Della Sera Φερούτσιο Ντε Μπόρτολι στην τακτική σύσκεψη των συντακτών της περασμένης Τρίτης, λίγο μετά την επιβεβαίωση του θανάτου της ρεπόρτερ της εφημερίδας.

Μια σύσκεψη που αφιερώθηκε αποκλειστικά σε αυτήν -ως ελάχιστο δείγμα μνήμης στη θυσία της- από τον διευθυντή και τους συναδέλφους της στην εφημερίδα που εργαζόταν. Και ήταν πολλοί μέσα από την εφημερίδα που θυμήθηκαν τα λόγια που γράφηκαν πριν από χρόνια για ένα άλλο μέλος της δημοσιογραφικής οικογένειας της ιταλικής εφημερίδας που έπεσε στην εκτέλεση του καθήκοντός του: «H Τύχη τον ευνόησε. H ενημέρωση είναι ένα μέτωπο, μια πρώτη γραμμή. Είναι προνόμιο να είναι κάποιος εκεί. Και όποιος πέφτει σε αυτή την έπαλξη, επιβιώνει στη μνήμη μας. Δοξάζεται».

Πληθαίνουν τα θύματα

Ωραία και μεστά λόγια για να καταπραΰνουν τη μία όψη της πραγματικότητας. Γιατί η άλλη, η ακόμη πιο θλιβερή, μιλά για τον ολοένα και αυξανόμενο αριθμό των δημοσιογράφων που κάθε χρόνο θυσιάζονται, επιτελώντας το καθήκον τους. Σε 24 ανέρχονται οι δημοσιογράφοι που σκοτώθηκαν ή εκτελέσθηκαν από την 1η Ιανουαρίου του 2001 μέχρι σήμερα. Σε 32 ανήλθε ο αριθμός τους το 2000, σε 133 τα τελευταία πέντε χρόνια. Για να δώσουμε το τραγικό μέγεθος της σφαγής των συναδέλφων μας, αρκεί να αναφέρουμε ότι ξεπερνούν τους 770 οι δημοσιογράφοι που χάθηκαν από το 1985 μέχρι σήμερα.

Σε αυτούς τους αριθμούς πρέπει να αναφέρουμε και εκείνους που είναι ακόμη εν ζωή, αλλά μέσα σε κελλιά φυλακών: Το 2001 βρίσκει 110 από αυτούς τιμωρημένους για τις ιδέες τους, για την πίστη τους στην Ελευθερία του Τύπου, για το ότι αυτά που είπαν και έγραψαν ενόχλησαν την πρόσκαιρη εξουσία κάποιων ισχυρών. Και είναι κατά 30 περισσότεροι από τον περασμένο χρόνο.

Μια… παράξενη ράτσα

Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση οι πλέον εκτεθειμένοι στον κίνδυνο είναι οι ρεπόρτερ των εμπόλεμων περιοχών, οι αποκαλούμενοι και «πολεμικοί ανταποκριτές». Είναι μια παράξενη ράτσα δημοσιογράφων, είναι εκείνοι από τους συναδέλφους μας που η καρέκλα του γραφείου στις έδρες των εφημερίδων προσφέρεται για μια μικρή χρονική περίοδο ανάπαυλας, αναθέρμανσης των σχέσεων με τη διεύθυνση και τους συναδέλφους, άντε και του οικογενειακού ή φιλικού περιβάλλοντος.

Το είδος των ανθρώπων που θέλουν να είναι τύποις και ουσία πολεμικοί ανταποκριτές δεν περιορίζεται μόνον στην ικανοποίηση της αρχής της επιτέλεσης του καθήκοντος της πληροφόρησης και της ελευθερίας του Τύπου. Δεν υπακούουν καν στο αίσθημα ότι έχουν μια συγκεκριμένη υποχρέωση να επιτελέσουν. Σπάνια, ίσως ποτέ, δεν ακούσθηκε εργοδότης ή διευθυντής Μέσου ενημέρωσης να υποχρεώνει δημοσιογράφο να διακινδυνεύσει τη ζωή του για να εμπλουτίσει την ύλη μιας εφημερίδας ή ενός ραδιοτηλεοπτικού Μέσου. Πάντα τα MME ικανοποιούν το αίτημα εκείνου που προσφέρεται από μόνος του -και αφού του έχουν επισημανθεί οι κίνδυνοι- να πάει.

Στην πηγή της είδησης

Οι λόγοι είναι πολλοί για έναν πολεμικό ανταποκριτή. Κυρίως το αίσθημα της περιπέτειας, η αναζήτηση της αποκλειστικότητας, η γοητεία της ανάδειξης της είδησης εκεί ακριβώς που «βγαίνει», η διαπίστωση ότι τα πράγματα «είναι έτσι» και όχι όπως τα αναδεικνύει η προπαγάνδα της μιας ή και των δύο πλευρών των εμπολέμων.

Και ακόμη το άγγιγμα της αλήθειας που σχετίζεται με την ανθρώπινη ζωή, αυτή που βλέπουν να σβήνει στο πεδίο της μάχης και αυτή που θέτουν οι ίδιοι σε κίνδυνο φέρνοντάς την τόσο κοντά στο πεδίο της μάχης.

Σε μας, τους αναγνώστες, μετρά και συγκλονίζει ο τρόπος που χάνεται ένας πολεμικός ανταποκριτής.

Δίνουμε περισσότερη σημασία στο γεγονός ότι εκτελέσθηκε κάποιος, σε σχέση με κάποιον άλλο που πέθανε πέφτοντας σε ένα χαντάκι. Λάθος. Μπορεί οι περιγραφές και τρόπος να ηρωποιούν ένα θάνατο, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένας δημοσιογράφος στο πεδίο της μάχης ή κοντά σε αυτό είναι εκτεθειμένος σε χιλιάδες κινδύνους, από τη σφαίρα του εκτελεστή μέχρι το κρυολόγημα που θα αρπάξει, το οποίο χωρίς την απαραίτητη -ίσως ανύπαρκτη στην περιοχή- θεραπεία μπορεί να αποβεί θανατηφόρο.

Ενα άλλο λάθος είναι να συσχετίζουμε τον πολεμικό ανταποκριτή με το χρήμα, με δήθεν μεγάλες απολαβές. Είναι -σίγουρα στην τεράστια πλειοψηφία τους- απλοί μισθωτοί, όπως και οι συνάδελφοί τους στα συντακτικά γραφεία.

Ενα κομμάτι ζωντανής, ωμής, αμείλικτης ιστορίας

Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα του Χούλιο Φουέντες, ενός εκ των τεσσάρων εκτελεσθέντων στο Αφγανιστάν, από το βιβλίο που έγραψε πρόσφατα, «Τα μάτια του πολέμου». Γράφει ο πολεμικός ανταποκριτής της El Mundo για τον συνάδελφό του στην ίδια εφημερίδα Μιγκέλ Ζιλ, που είχε σκοτωθεί στις 24 Μαΐου 2000 στη Σιέρα Λεόνε:

«Δεν ήταν (Σ.Σ. αυτός και οι άλλοι που σκοτώθηκαν) ήρωες, ούτε στρατιώτες, ούτε αφιονισμένοι. Γι’ αυτούς η φήμη ήταν σκ… και η φιλία ευτυχία. Δημοσιογράφοι εκλεκτοί αλλά κακοπληρωμένοι που θυσίασαν τη ζωή τους για να προσφέρουν στα MME του πλανήτη ένα κομμάτι ζωντανής, ωμής και αμείλικτης ιστορίας. Από αγάπη και πάθος γι’ αυτό που πίστευαν. Μας αφηγήθηκαν πολέμους, με τον θάνατο να τους κυνηγά, μεταδίδοντάς μας έναν ρεαλισμό που κανένας ιστορικός, πολιτικός ή φιλόσοφος δεν μπορεί να παραστήσει. Χάρη σε τέτοιους επαγγελματίες, εκατομμύρια άτομα σε όλον τον κόσμο μπήκαν στην κόλαση της Βοσνίας, του Κοσσυφοπεδίου και της Σιέρα Λεόνε, όπου αυτοί έχασαν τη ζωή τους για μια βιντεοκασέτα και ένα τρίστηλο».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή