Γερμανία – CDU: Ζητείται αρχηγός και πολιτικό στίγμα

Γερμανία – CDU: Ζητείται αρχηγός και πολιτικό στίγμα

4' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ούτε η βιαστική παραίτηση του Γιούργκεν Κλίνσμαν από την τεχνική ηγεσία της ποδοσφαιρικής ομάδας Χέρτα δεν αιφνιδίασε τόσο όσο εκείνη της εκλεκτής της καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ, Ανεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ (ΑΚΚ), από την ηγεσία των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και τη διεκδίκηση της καγκελαρίας το 2021, στις αρχές της εβδομάδας. Λέγεται ότι ούτε η Μέρκελ δεν είχε ενημερωθεί για την πρόθεση της Κάρενμπαουερ, ενώ εξίσου έκπληκτοι εμφανίζονταν και οι επικρατέστεροι δελφίνοι: ο αγαπημένος του προέδρου της Βουλής Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, Φρίντριχ Μερτς, ο ενισχυμένος –λόγω της μέχρι τώρα αποτελεσματικής διαχείρισης του κορωνοϊού– υπουργός Υγείας Γενς Σπαν και ο πρωθυπουργός του μεγαλύτερου κρατιδίου της χώρας, της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Αρμιν Λάσετ.

Aφορμή για την παραίτησή της αποτέλεσε το φιάσκο που ακολούθησε τις εκλογές της Θουριγγίας, όταν αναδείχθηκε πρωθυπουργός του πρώην ανατολικογερμανικού κρατιδίου ο υποψήφιος των Ελεύθερων Δημοκρατών με τις ψήφους της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) και του CDU. Η καθυστερημένη και υποτονική παρέμβαση της Κάρενμπαουερ στην τοπική ηγεσία του κόμματος ήταν το κερασάκι στην τούρτα για μια σειρά από ατυχείς δηλώσεις και πρωτοβουλίες, από όταν ανέλαβε τα καθήκοντά της, πριν από ενάμιση χρόνο: από τη λάθος εκτίμηση του αποτελέσματος των ευρωεκλογών μέχρι τις προσβλητικές συγκρίσεις ομοφυλόφιλων και παιδεραστών.

Οι Χριστιανοδημοκράτες μπαίνουν λοιπόν σε μια παρατεταμένη περίοδο κρίσης, αφού η Κραμπ-Κάρενμπαουερ παραμένει ως μεταβατική ηγέτις μέχρι το συνέδριό τους, τον Δεκέμβριο, κι ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες εταίροι τους προειδοποιούν ότι θα αποσυρθούν από τον μεγάλο συνασπισμό αν δεν παραμείνει η Μέρκελ καγκελάριος. Aυτό το σενάριο θα μπορούσε να επαληθευτεί αν αναδειχθεί επικεφαλής του CDU ο Μερτς, ο οποίος αναμένεται να απομακρύνει το κόμμα από το κέντρο του ιδεολογικού φάσματος. Μια συγκατοίκηση Μέρκελ – Μερτς φαντάζει αρκετά δύσκολη, με αποτέλεσμα να προεξοφλείται η παραίτηση της πρώτης.

Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι ο Μερτς θα μπορούσε να επαναπατρίσει τις δεξιές ψήφους που προσείλκυσε το AfD και να επανασυστήσει το μεγάλο πολυσυλλεκτικό κόμμα (Volkspartei), που συστέγαζε από υπερσυντηρητικούς σε κοινωνικά θέματα και θρησκόληπτους υπέρμαχους της αχαλίνωτης οικονομίας της αγοράς μέχρι μετριοπαθείς οπαδούς του παραδοσιακού κοινωνικού κράτους που θεωρούν π.χ. ότι η υποδοχή των μεταναστών αποτελεί χριστιανική υποχρέωση.

«Δεξιότερα της Ενωσης Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) δεν πρέπει να υπάρξει δημοκρατικά νομιμοποιημένο κόμμα», είχε διακηρύξει κάποτε ο Φραντς Γιόζεφ Στράους, ιστορικός ηγέτης του CSU. Το αξίωμα καταρρίφθηκε στις αρχές της κρίσης χρέους, με την ίδρυση της AfD, που απέκτησε λόγο ύπαρξης ως αντίδραση στα πακέτα στήριξης των ασθενέστερων οικονομιών του ευρωπαϊκού Νότου, κυρίως της Ελλάδας. Η έλευση ενός εκατομμυρίου και πλέον προσφύγων στη χώρα από το 2015 έδωσε την ευκαιρία στο κόμμα να μετεξελιχθεί από τιμωρό της δημοσιονομικής απειθαρχίας της περιφέρειας της Ευρωζώνης σε αμιγώς ξενοφοβικό, εθνικιστικό σχηματισμό, διανθισμένο με ορισμένα στελέχη που είναι συγκεκαλυμμένοι ή απροκάλυπτοι νοσταλγοί του ναζισμού.

Οι Χριστιανοδημοκράτες καλούνται τώρα, εκτός από την αναζήτηση ηγέτη, να απαντήσουν σε συγκεκριμένα ερωτήματα που θα διαμορφώσουν το ιδεολογικό τους στίγμα. Είναι σκόπιμο να απομακρυνθούν από την κεντρώα πολιτική της Μέρκελ; Θα παραμείνει σε ισχύ η υποτιθέμενη διακομματική υγειονομική ζώνη γύρω από την Εναλλακτική για τη Γερμανία; Ο εμβολισμός της AfD θα επέλθει με την υιοθέτηση μέρους της ατζέντας της;

Εξίσωση από το παρελθόν

Είναι εξίσου αποσυνάγωγη η AfD με το κόμμα της Αριστεράς ή αυτή η εξίσωση των δύο άκρων είναι μια πολιτική που ανήκει στο παρελθόν, για την ακρίβεια στη δεκαετία του ’90, όταν οι πρώην κομμουνιστές ήταν ακόμη αμετανόητοι θαυμαστές του Εριχ Χόνεκερ;

Τα διλήμματα αυτά πάντως αντιμετωπίζουν τα περισσότερα κεντροδεξιά κόμματα με τη μία ή την άλλη μορφή, ενώ η κρίση του Κέντρου είναι πολιτικό φαινόμενο που εντοπίζεται και στις ΗΠΑ. Ετσι, από τη δεκαετία του ’90, όταν αριστεροί πολιτικοί όπως ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ, ο Γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ και ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον προωθούσαν αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις και εξουσιοδοτούσαν πολέμους, φτάσαμε σχεδόν τριάντα χρόνια μετά να παρακολουθούμε την αντίστροφη τάση: την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία να προσπαθεί να επανεφεύρει τον αριστερό, κοινωνικά ευαίσθητο εαυτό της και από την άλλη την Κεντροδεξιά να επιχειρεί να αποκρούσει την πρόκληση που προβάλλει από τα ακροδεξιά, λαϊκίστικα, ξενοφοβικά κόμματα.

Στη Βρετανία, ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ένας λαϊκιστής της Αριστεράς, ηττήθηκε τον Δεκέμβριο από τον Μπόρις Τζόνσον, έναν λαϊκιστή της συντηρητικής παράταξης, που πρωτοστάτησε στην καμπάνια υπέρ του Brexit. Στη Γαλλία ο κατ’ εξοχήν εκφραστής του Κέντρου, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, αμφισβητείται από μεγάλη μερίδα του κόμματός του, τη λαϊκή δυσαρέσκεια που του δίνει δημοτικότητα κάτω από 30% και το ανθεκτικό κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων». Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις η ακροδεξιά ηγέτις, Μαρίν Λεπέν, φέρεται να προηγείται του Μακρόν σε περίπτωση που διεξάγονταν σήμερα προεδρικές εκλογές στη Γαλλία.

Στην Ιταλία, ο σαρωτικός Ματέο Σαλβίνι, ηγέτης της ξενοφοβικής Λέγκας του Βορρά, ο άνθρωπος που με μαθηματική βεβαιότητα θα γινόταν πρωθυπουργός στο μέλλον, εξουδετερώθηκε, προσωρινά τουλάχιστον, δικαστικά και όχι πολιτικά: αυτήν την εβδομάδα ήρθη η ασυλία του και θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη Δικαιοσύνη για απαγωγή μεταναστών, επειδή πέρυσι δεν επέτρεψε την αποβίβασή τους σε ιταλικό λιμάνι. Στην Ισπανία, ο Σοσιαλιστής πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τους αριστερούς Ποδέμος, παρόλο που μέχρι πρότινος εθεωρείτο αδιανόητη η συμμετοχή τους στην εξουσία.

Στην Κεντρική Ευρώπη, οι εθνικιστές, ξενόφοβοι, λαϊκιστές ηγέτες όπως ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν και ο Πολωνός ηγέτης Γιάροσλαβ Κατσίνσκι είναι μάλλον ο κανόνας παρά η εξαίρεση. Στη Σουηδία οι Δημοκράτες προηγούνται στις δημοσκοπήσεις, αν και πριν από λίγα χρόνια αποκηρύσσονταν από σύσσωμο το πολιτικό σύστημα ως ακραίοι με νεοναζιστικές διασυνδέσεις.

Στο Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ, προς το παρόν το φαβορί είναι ο γερουσιαστής του Βερμόντ, Μπέρνι Σάντερς, με την πλέον ριζοσπαστική ρητορική σε σχέση με τους εσωκομματικούς αντιπάλους του. Προηγείται καθαρά, παρόλο που η λέξη «σοσιαλιστής» προκαλεί ρίγη τρόμου σε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος στις ΗΠΑ. Ο Σάντερς φαίνεται ότι, σύμφωνα με την ετυμηγορία των μελών του κόμματος, είναι (μέχρι στιγμής) ο ικανότερος να αντιμετωπίσει τον Τραμπ, που από την πλευρά του εξωθεί τους Ρεπουμπλικανούς στα άκρα με τη ρατσιστική, εθνικιστική και μισογυνική ρητορική του. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή