Ο «πόλεμος» με το παρελθόν και το ρετούς της Ιστορίας

Ο «πόλεμος» με το παρελθόν και το ρετούς της Ιστορίας

7' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από το χάλκινο άγαλμα του Ερρίκου Δ΄ της Γαλλίας που έγινε στόχος του οργισμένου πλήθους της Γαλλικής Επανάστασης, μέχρι την αποκαθήλωση του Εντουαρντ Κόλστον που κατέληξε πριν από λίγες μέρες στο λιμάνι του Μπρίστολ, τα αγάλματα γίνονταν ανέκαθεν στόχοι της λαϊκής οργής. Η πρόσφατη δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ στη Μινεάπολη των ΗΠΑ πυροδότησε τη μανιώδη προσπάθεια καταστροφής συμβόλων της δουλείας. Αντίστοιχες καταστροφές όμως έγιναν και σε πολλές άλλες πόλεις από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Παρίσι.

Στο ίδιο «κάδρο» τοποθετήθηκαν ο εξερευνητής Χριστόφορος Κολόμβος, ο Σέσιλ Ρόουντς, Βρετανός πολιτικός, επιχειρηματίας και ηγετική μορφή της βρετανικής αποικιοκρατίας, ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος Β΄, γνωστός ως ο «σφαγέας του Κονγκό», ο έμπορος σκλάβων Εντουαρντ Κόλστον μέχρι και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ που μέσα στη γενικότερη αναμπουμπούλα κατηγορήθηκε για ρατσισμό και γι’ αυτό οι βρετανικές αρχές τον έκλεισαν για προστασία σε… μεταλλικό κουτί.

Αν τα αγάλματα και τα μνημεία στέκονται στον δημόσιο χώρο ως σύμβολα του παρελθόντος με όλες τις διαβαθμίσεις και αντιφάσεις του, τις αδικίες, την οδύνη, την πρόοδο ή την οπισθοδρόμηση, τότε η καταστροφή τους είναι προσπάθεια, με όρους όμως που επιβάλλει το παρόν, να αλλάξει η ιεράρχηση της Ιστορίας· μια απόπειρα να αφαιρεθούν κάποια ή να ξαναγραφτούν αλλιώς τα ήδη γνωστά.

Ο προβληματισμός όμως παραμένει: Εσβησε το σοβιετικό παρελθόν της Ουγγαρίας όταν οι διαδηλωτές αποκαθήλωσαν το άγαλμα του Ιωσήφ Στάλιν στην Επανάσταση του 1956; Σε αυτόν τον «πόλεμο» με το παρελθόν τα αγάλματα είναι τα εύκολα θύματα.

Ο «πόλεμος» με το παρελθόν και το ρετούς της Ιστορίας-1

Ο αποκεφαλισμένος Στάλιν.

Αγάλματα, ομοιώματα και το άλλο πρόσωπο της ειδωλολατρίας

Δημήτρης Σεβαστάκης*

Καταστρέφουν αγάλματα ανεπιθύμητων προσώπων. Τα αγάλματα είναι ομοιώματα, αλλά με την αποκαθήλωση μεταβάλλονται σε είδωλα. Πρόκειται για εικονομαχία, δηλαδή το άλλο πρόσωπο της ειδωλολατρίας. Να, η παραμόρφωση. Οταν προσπαθήσεις να αποκαθάρεις την Ιστορία από τις αντιφάσεις της και τις αδικίες της, καταστρέφοντας τα ομοιώματα, τα είδωλα των προσώπων που είναι οι εκφραστές, οι φορείς αυτών των αντιφάσεων, και όχι αίροντας θεσμικά και εθιμικά τις αιτίες τους, τότε δεν κάνεις αποκατάσταση μιας «καθαρής και ηθικής» Ιστορίας, αλλά βεβήλωση μέσα από έναν δικό σου, ιδιόκτητο ηθικισμό.

Αυτός ο ηθικισμός, όμως, μπορεί κάλλιστα να νομιμοποιήσει και έναν ηθικισμό του αντιπάλου που θα υποβάλει να καταστρέφονται αντιστοίχως μνημεία της συμφιλίωσης ή της ομόνοιας, αγάλματα-ομοιώματα του Μαντέλα ή του Κινγκ. Πολύ περισσότερο όταν καταστρέφεις αγάλματα, ομοιώματα, υπομνήματα, που προφανώς τα εκλαμβάνεις ως είδωλα, ως εικονογραφικά ισοδύναμα του «κακού». Οταν εννοείς το ομοίωμα ως είδωλο, ως συμβολικό ισοδύναμο ή και ως ταυτόσημο, με το πραγματικό το οποίο μάχεσαι. Αυτό δεν είναι απλώς μια σκοταδιστική πράξη, αλλά ένας ιδεολογικός σκοταδισμός που χωρίς να αποκαθιστά την ορθή –κατά τη γνώμη σου– Ιστορία, δημιουργεί εντέλει μια ιστορική λογοκρισία, ένα μοντάζ, μια προσωπική ή οπαδική κατασκευή.

Στον εκλεκτικισμό της Ιστορίας, η γραφή της οποίας έχει «επιλέξει» τα πρόσωπα ή τα περιστατικά που την υποστασιοποιούν, αντιτάσσεται εντέλει ένας άλλος εκλεκτικισμός: επιλέγει ο καθένας άλλα πρόσωπα, διαφορετικά περιστατικά που την υποστασιοποιούν/ διαμορφώνουν/εικονογραφούν. Δεν πρόκειται ωστόσο για μάχη σχολών και ερευνητικών τεχνικών, αλλά για μάχη διαγραφής, ρετούς. Ποιος οδηγεί στη σκοταδιστική αντίληψη ότι το «κακό», το πολιτικά και κοινωνικά ανεπίτρεπτο, συμπυκνώνεται σε εικόνες, σε ομοιώματα;

Ποια δικαιοσύνη κρύβεται στην κουλτούρα και στις ορμές του πλήθους που θα πηγαίνει στα μουσεία καταστρέφοντας τον «σφαγέα» Καίσαρα, τον Εσταυρωμένο των «απίστων» του Ντονατέλο, τον Πάπα Ιννοκέντιο Ι΄ του Βελάσκεθ, τον Μπραντ Πιτ στο μουσείο της μαντάμ Τισό, όπως και τον Τσώρτσιλ στην πλατεία του Κοινοβουλίου; Ποια δικαιοσύνη θεμελιώνεται σε μια τέτοια απο-γραφή, δια-γραφή; Φοβάμαι ότι και ο δημόσιος λόγος, τύπου Τραμπ, οι τεχνικές με τις οποίες παριστάνονται το καλό και το κακό διευκόλυναν το τζίνι να βγει από το μπουκάλι. Διότι υπάρχει ένα τεράστιο, σωρευμένο δυναμικό ανασφάλειας, οικονομικής αβεβαιότητας, απονομιμοποίησης, αποϊεροποίησης, ένα δυναμικό, συλλογικό αλλά και ετερογενές «Τζόκερ», που γυρεύει την έκφρασή του.

Οσο η πολιτική προσχωρεί στους όρους της ποπ συνθήκης, του εικονογραφικού και λεκτικού μανιχαϊσμού, τόσο θα ταΐζει λατρευτικές αποκαθηλώσεις και αποδομητικές ενθρονίσεις. Αγάλματα, ερείπια, είδωλα και τα δύο, στρατευμένα σε μια χαμένη πίστη, σε μια πολιτική ένδεια.

* Ζωγράφος, αναπλ. καθηγητής ΕΜΠ.

Ο «πόλεμος» με το παρελθόν και το ρετούς της Ιστορίας-2

Ο Σαντάμ Χουσεΐν σε… πτώση.

Την Ιστορία δεν τη γράφουν μόνο οι ιστορικοί

Βαγγέλης Καραμανωλάκης*

Aν ο σεφερικός «Ελπίνωρ» υποστήριζε ότι τα αγάλματα ήταν στο μουσείο, στην πραγματικότητα τα περισσότερα από αυτά, από πολύ νωρίς, βρέθηκαν έξω, στον δρόμο και στις πλατείες, συντελώντας καθοριστικά στη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου και κυρίως στη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης. Από τότε που ο Γάλλος ιστορικός Πιερ Νορά εισήγαγε την έννοια των «τόπων μνήμης», πολυάριθμες ιστορικές μελέτες στράφηκαν στον τρόπο που τα μνημεία, ανάμεσά τους τα αγάλματα, «διαπαιδαγωγούν» τους θεατές τους σε μια συγκεκριμένη ιστορική και αξιακή αντίληψη. Μια αντίληψη που δεν μένει σταθερή, αλλάζει και αυτή μέσα στον χρόνο, μεταβάλλοντας και τις μνημειακές απεικονίσεις της. Ποιος θα φανταζόταν ότι από τους ανδριάντες των μεγάλων πολέμαρχων αυτοκρατόρων του 19ου αιώνα θα περνάγαμε στις μνημειακές αποτυπώσεις των ανωνύμων θυμάτων του ναζισμού στον 20ό, αποτυπώνοντας την αξιακή μετατόπιση από τη λατρεία του υπερήρωα σε εκείνη του συλλογικού θύματος;

Αν το παρόν αποικίζει το παρελθόν ξαναδιαβάζοντάς το, την ίδια ώρα το χθες εισβάλλει στο σήμερα μέσα από αγάλματα, τελετές, επετείους. Και κάθε φορά η κρίση του παρόντος λειτουργεί καθοριστικά στην τύχη των συμβόλων του παρελθόντος. Ας θυμηθούμε την αποκαθήλωση των ανδριάντων του Λένιν ή του Στάλιν, το 1989, ή ακόμη και την καταστροφή των αγαλμάτων του Σαντάμ Χουσεΐν, είκοσι χρόνια πριν. Η πτώση των καθεστώτων έφερε μαζί της και την καταστροφή των «απεχθών» μνημείων τους, είτε συνδέονταν με το παρελθόν είτε με τη συγχρονία.

Η αποκαθήλωση του αγάλματος του Εντουαρντ Κόλστον και το ρίξιμό του στο λιμάνι του Μπρίστολ εγγράφεται, λοιπόν, σε έναν μακρύ και πολυεπίπεδο «πόλεμο» γύρω από τη συλλογική μνήμη, έναν πόλεμο γεμάτο συμβολισμούς και τελετουργίες. Είναι η υπενθύμιση ενός δύσκολου και τραυματικού παρελθόντος, εκείνου της αποικιοκρατίας και του δουλεμπορίου, που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να παραμένει αποσιωπημένο, μια σκοτεινή σελίδα στην ευρωπαϊκή και αμερικανική ιστορία. Μόνο που, όπως πολύ καλά ξέρουμε, κανένα τραυματικό παρελθόν δεν ανακαλείται τυχαία.

Η καταστροφή του αγάλματος του Κόλστον και η απόσυρση του αγάλματος του Λεοπόλδου, συνδεδεμένες με τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ στη Μινεάπολη και τη στήριξη του κινήματος Black Lives Matter, δεν αφορούν τόσο το παρελθόν και την ανάδειξη των σκοτεινών πλευρών του, όσο το παρόν: τον δίκαιο πολύχρονο αγώνα μιας περιθωριοποιημένης κοινότητας για αναγνώριση αλλά και την επαναδιαπραγμάτευση των αξιών και των αρχών που χαρακτήρισαν μια πάλαι ποτέ αυτοκρατορία που σήμερα, μετά και το Brexit, βρίσκεται εν πολλοίς διχασμένη και ανήσυχη για τις μελλοντικές της διαδρομές. Την Ιστορία δεν τη γράφουν μόνο οι ιστορικοί.

* Αναπλ. καθηγητής Θεωρίας και Ιστορίας της Ιστοριογραφίας, ΕΚΠΑ.

Ο «πόλεμος» με το παρελθόν και το ρετούς της Ιστορίας-3

Ο Τσώρτσιλ σε μεταλλικό κουτί.

Η εκδοχή της εθνικής συνέχειας και η ανάγνωση της μνήμης

Νίκος Βατόπουλος

Θα είχε ενδιαφέρον να επιχειρήσει κανείς να διαβάσει την ιστορία της Αθήνας βάσει των αγαλμάτων και των προτομών που βρίσκονται σε διασπορά στον δημόσιο χώρο της. Η σηματοδότηση της Ιστορίας στην Αθήνα έχει συντεθεί σταδιακά με τέτοιο τρόπο που την έχει προφυλάξει, ώς ένα βαθμό, από ακραίες ενέργειες όχλου στοχευμένες στο πρόσωπο ή στο γεγονός που τιμάται με ένα μνημείο. Οι βανδαλισμοί των τελευταίων ετών είναι πράξεις που εκπορεύονται ως επί το πλείστον από την ανάγκη επιβολής της βίας στον δημόσιο χώρο και όχι κατ’ ανάγκη ως έκφραση διαμαρτυρίας για όσα ένα μνημείο δηλώνει.

Η Αθήνα θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ένα κεντρικό άγαλμα του Ουίνστον Τσώρτσιλ, αλλά δεν έχει. Λίγοι θυμούνται πως μεταπολεμικά και για ένα μικρό διάστημα η οδός Σταδίου είχε μετονομαστεί σε οδό Τσώρτσιλ και η οδός Ακαδημίας σε οδό Ρούσβελτ. Μόνο το άγαλμα του Χάρι Τρούμαν, στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου, στημένο εκεί από το 1963 με πρωτοβουλία της ΑΧΕΠΑ, έχει δεχθεί επιθέσεις (είναι έργο του Φέλιξ ντε Γουέλντον, αυστριακής καταγωγής, που εκτός των άλλων, είναι ο γλύπτης του γνωστού μνημείου για τη μάχη της Ιβο Τζίμα, στη Βιρτζίνια).

Ο δημόσιος χώρος νοηματοδοτείται επιλεκτικά ώστε να φέρει σήματα και να ορίσει τη θεσμική, συνήθως, αντίληψη περί κοινωνικής συνοχής και ενιαίας αντίληψης της μνήμης. Εξ ορισμού τα αγάλματα καθοδηγούν το δημόσιο γούστο, ορίζουν μια συνεκτική αντίληψη της Ιστορίας, ενθαρρύνουν την «κοινή» ανάγνωση του τόπου μέσα από τη διάθεση του συνανήκειν και του διευρυμένου βιώματος περί εθνικής πορείας στον χρόνο. Στην Αθήνα απουσιάζουν μεγάλα μνημεία του Εμφυλίου Πολέμου, οι σηματοδοτήσεις από τη δεκαετία του ’40 είναι σεμνές, δεν υπάρχει ούτε καν μνημείο Εθνικής Αντίστασης σε κεντρικό σημείο. Υπάρχει μια χαμηλόφωνη αποδοχή ότι η σηματοδότηση της Ιστορίας ορίζεται από χάσματα, παραλείψεις, τυχαιότητα και κατά κανόνα συμβατική αισθητική. Η δημόσια ιστορία ορίζεται από όσα σηματοδοτεί και από όσα παραλείπει. Η Αθήνα αποφεύγει να ερεθίσει.

Οι εξεγέρσεις στην Αθήνα είναι παλαιές όσο και η νεότερη πόλη. Η νεολαία ήταν στους δρόμους ακόμη και το 1862 ζητώντας την έξωση του Οθωνα, και οι καταστροφές στην πόλη ήταν τότε αντίστοιχες (κατ’ αναλογία) των καταστροφών που έχουμε δει μετά το 2008. Για να μη μιλήσει κανείς για τις εντάσεις που γεννούσε το γλωσσικό ζήτημα και φυσικά ο εθνικός διχασμός το 1915. Αν υπήρχαν αγάλματα που εκπροσωπούσαν τη μία ή την άλλη πλευρά θα είχαν καταστραφεί. Αλλά τόσο ο Βενιζέλος όσο και ο Κωνσταντίνος (με έφιππο ανδριάντα επί Μεταξά) σηματοδότησαν τον δημόσιο χώρο αργότερα.

Η Αθήνα καλλιέργησε κατά κανόνα την «παπαρρηγοπούλειο» εκδοχή της εθνικής συνέχειας με τα τεράστια χρονικά άλματα και άλλα τόσα κενά. Η νέα εθνική ανάγνωση δέθηκε και σηματοδοτήθηκε. Ανάμεσα στον Κολοκοτρώνη, τον Βύρωνα, τον Περικλή και εσχάτως τον Μέγα Αλέξανδρο, δεν περισσεύει πολύς χώρος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή