Το Ιράκ καταδιώκει Μπους και Μπλερ

Το Ιράκ καταδιώκει Μπους και Μπλερ

5' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την περασμένη Πέμπτη, 5 Φεβρουαρίου, συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την ιστορική συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες ανατίναξαν και την τελευταία γέφυρα υποχώρησης πίσω τους, δρομολογώντας, τελεσίδικα πλέον, τον πόλεμο κατά του Ιράκ. Αρκετοί τηλεθεατές θα θυμούνται, ενδεχομένως, αυτή τη συνεδρίαση από το θεαματικό σόου που αναγκάσθηκε να δώσει, με τη βοήθεια πολυμέσων, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Κόλιν Πάουελ, παρουσιάζοντας στην οικουμένη τις υποθετικές «αποδείξεις» του για τα εξίσου υποθετικά, φοβερά και τρομερά όπλα μαζικής καταστροφής του Σαντάμ Χουσεΐν. «Συνάδελφοι, κάθε δήλωση που κάνω σήμερα υποστηρίζεται από πηγές, στέρεες πηγές. Δεν πρόκειται για απλούς ισχυρισμούς. Αυτά που σας δίνουμε είναι γεγονότα και συμπεράσματα, βασισμένα σε αξιόπιστες πληροφορίες… H σοβαρότητα της στιγμής είναι ευθέως ανάλογη με τη σοβαρότητα της απειλής που αντιπροσωπεύουν για τον κόσμο τα όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ», είχε δηλώσει τότε ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας.

Χρειάστηκε να περάσουν μήνες για να αποκαλυφθεί, από έγκυρες αμερικανικές εφημερίδες, ότι, λίγα εικοσιτετράωρα προ της 5ης Φεβρουαρίου του 2003, ο Κόλιν Πάουελ έγινε πυρ και μανία όταν είδε το «αποδεικτικό» υλικό που του είχαν ετοιμάσει οι μυστικές υπηρεσίες, πέταξε στο γραφείο του τον σχετικό φάκελο και κραύγασε: «Εγώ δεν λέω τέτοιες ανοησίες. Είναι σκ…»! (bullshit). Και όταν οι ενδείξεις του θερμόμετρου και του πιεσόμετρου επανήλθαν σε σχετικά ακίνδυνα επίπεδα, έθεσε ως όρο για να παρουσιασθεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας να καθήσει ακριβώς πίσω του ο διοικητής της CIA, Τζορτζ Τένετ, ώστε να ξέρουν οι τηλεθεατές της Αμερικής και όλου του κόσμου σε ποιον να ρίξουν το ανάθεμα, όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου και της αναπόφευκτης γελοιοποίησης.

Χαριστική βολή

Ενα χρόνο αργότερα, τα όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ εξακολουθούν να παραμένουν άφαντα, αλλά το φάντασμά τους καταδιώκει ανελέητα τους δύο πρωτεργάτες του πολέμου, Τζορτζ Μπους και Τόνι Μπλερ. Το τελευταίο δεκαήμερο, προστέθηκαν τα τελευταία δύο καρφιά στο φέρετρο της αξιοπιστίας τους: η παραίτηση του μέχρι πρότινος επικεφαλής των επιθεωρητών της CIA στο Ιράκ, Ντέιβιντ Κέι, ο οποίος δήλωσε ότι, κατά την εκτίμησή του, τα χημικά και βιολογικά όπλα του Ιράκ ήταν απλώς ανύπαρκτα. Και το άρθρο του Μπράιαν Τζόουνς, μέχρι πρόσφατα επικεφαλής του αρμόδιου τμήματος στο Επιτελείο Πληροφοριών του βρετανικού υπουργείου Αμυνας (DIS), στην «Ιντιπέντεντ» της περασμένης Τετάρτης. Σύμφωνα με τον Τζόουνς, ο σχετικός φάκελος της κυβέρνησης Μπλερ ήταν «παραπλανητικός», αφού οι συντάκτες του αγνόησαν τις επίμονες, γραπτές διαμαρτυρίες πολλών ειδικών των μυστικών υπηρεσιών. O ίδιος ο Πάουελ, ένα χρόνο μετά την «παράσταση» που αναγκάστηκε να δώσει στο Συμβούλιο Ασφαλείας, δήλωσε, στην εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ», ότι «δεν γνωρίζει» αν ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν μια ορθή επιλογή, στο φως της ανυπαρξίας αποδείξεων περί χημικών ή βιολογικών όπλων.

Συνειδητή εξαπάτηση

Υπό το βάρος των σωρευόμενων καταγγελιών, ο Τζορτζ Μπους την περασμένη Δευτέρα και ο Τόνι Μπλερ την επομένη αναγκάσθηκαν να συγκροτήσουν ανεξάρτητες εξεταστικές επιτροπές, οι οποίες θα διερευνήσουν τα πιθανά «λάθη» των μυστικών υπηρεσιών και τις ενδεχόμενες ευθύνες των δύο κυβερνήσεων για την πολύκροτη αυτή υπόθεση. Βεβαίως, αυτό καθ’ εαυτό το θέμα ελάχιστη πολιτική σημασία έχει. Ολος ο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι ο πόλεμος δεν έγινε για τα όπλα, αλλά για το πετρέλαιο του Ιράκ και για τα ευρύτερα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Ουάσιγκτον.

Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ο Μπους και ο Μπλερ εξαπάτησαν συνειδητά τους λαούς τους και τις κυβερνήσεις όλου του κόσμου. Αλλωστε, πολύ μεγαλύτερη σημασία και βάρος από τις πρόσφατες αποκαλύψεις των Κέι και Τζόουνς είχε η τεράστια πολιτική βόμβα που εξαπέλυσε, προ εβδομάδων, ο επί 23 μήνες υπουργός Οικονομικών του Μπους και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, Πολ O’ Νιλ. Σύμφωνα με τον επιφανή πολιτικό και μεγαλοεπιχειρηματία των Ρεπουμπλικάνων, ο 43ος πρόεδρος της Αμερικής είχε αποφασίσει τον πόλεμο κατά του Ιράκ από την πρώτη ημέρα που εγκαταστάθηκε στο Λευκό Οίκο, δηλαδή οκτώ μήνες προ της 11ης Σεπτεμβρίου και του συνακόλουθου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».

Επομένως, οι αλυσιδωτές αποκαλύψεις για τα μυστικά και ψέματα του πολέμου είναι απλώς οι αφορμές, που επαναφέρουν διαρκώς στο προσκήνιο, με αυξανόμενη ένταση, το πραγματικό πρόβλημα. Και το πραγματικό πρόβλημα είναι ο ίδιος ο πόλεμος και οι επιπτώσεις του. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι κανείς δεν θα μιλούσε -ή κι αν μιλούσε δεν θα έβρισκε παρά εντελώς περιθωριακό ακροατήριο- για τις «απάτες» των Μπους – Μπλερ αν η αμερικανικοβρετανική κατοχή είχε εδραιωθεί στο Ιράκ, αν δεν είχε μεσολαβήσει η απροσδόκητα εκτεταμένη και φονική ιρακινή αντίσταση, η οποία, μάλιστα, δεν δείχνει σημάδια κάμψης ακόμη και μετά τη σύλληψη του Σαντάμ Χουσεΐν. Αρκεί να αναφέρουμε ότι οι νεκροί Αμερικανοί στρατιώτες στο Ιράκ ξεπερνούν ήδη τον συνολικό αριθμό των θυμάτων των Ηνωμένων Πολιτειών στον αμερικανικο-ισπανικό πόλεμο!

Το αδιέξοδο Αμερικανών και Βρετανών στο Ιράκ -σε συνδυασμό, βεβαίως, με τα οξύτατα κοινωνικά προβλήματα των δύο χωρών που, από την εποχή του Ρέιγκαν και της Θάτσερ αποτελούν σταθερά την παγκόσμια «πρωτοπορία» στην εκθεμελίωση του κοινωνικού κράτους- αποτελεί τον βασικό παράγοντα που ροκανίζει την πολιτική υποστήριξη δύο ηγετών, οι οποίοι μέχρι πρόσφατα εμφανίζονταν ως ακλόνητοι. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση του CΝκαι της εταιρείας «Γκάλοπ», ο Μπους έφτασε, την περασμένη εβδομάδα, στο ναδίρ της δημοτικότητάς του από τη στιγμή που ανέλαβε την προεδρία, με ένα ποσοστό 49%, χάνοντας 11 μονάδες σε ένα μόνο μήνα.

Ακόμη χειρότερα, σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση ο Μπους θα έχανε τις προεδρικές εκλογές απέναντι στον επικρατέστερο υποψήφιο των Δημοκρατικών, Τζον Κέρι, με διαφορά επτά μονάδων (53% – 46%) αν στήνονταν αύριο οι κάλπες. Ασφαλώς, μας χωρίζει πολύς χρόνος από τις εκλογές του Νοεμβρίου, ο Μπους δεν έχει αρχίσει ακόμη την προεκλογική του εκστρατεία και οι πιθανότητες επανεκλογής του είναι πάντα υψηλές (για πολλούς, πολύ υψηλές, εκτός αν μεσολαβήσουν κατακλυσμιαίες, αρνητικές για τις ΗΠΑ, εξελίξεις στο Ιράκ). Σε κάθε περίπτωση, είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με τη «Χέραλντ Τρίμπιουν», η οποία, την περασμένη Πέμπτη, έκανε λόγο για «ασυνήθιστα αμφίρροπη και ζωηρή προεκλογική εκστρατεία», που σφραγίζεται από «μια απροσδόκητα ισχυρή απέχθεια για τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο, εν προκειμένω τον πρόεδρο της χώρας».

Η εξωτερική πολιτική διχάζει

Κάτι ακόμη: στην πολιτική ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι εντελώς ασυνήθιστο φαινόμενο να αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης, και μάλιστα ζωηρότατης, η κατά βάση δικομματικής αποδοχής, εξωτερική πολιτική της χώρας. H τελευταία εξαίρεση αυτού του είδους ήταν το 1972, με την αναμέτρηση Νίξον – Μακ Γκόβερν, στην κορύφωση του πολέμου του Βιετνάμ. Οι επικείμενες εκλογές θα αποτελέσουν την επόμενη εξαίρεση και γι’ αυτό θα τις παρακολουθήσει με πραγματική αγωνία όχι μόνο η Αμερική, αλλά ο κόσμος όλος. Ιδού η τραγική ειρωνεία της Ιστορίας: η Αμερική εξαπέλυσε πόλεμο στο όνομα της «εξαγωγής της Δημοκρατίας» στο Ιράκ, αλλά είναι η ιρακινή αντίσταση που συμβάλλει, όχι βέβαια από πρόθεση αλλά εκ των αποτελεσμάτων της, στην αναζωογόνηση της… αμερικανικής Δημοκρατίας!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή