Γαλλία: το κοινωνικό ρήγμα φέρνει πολιτικούς σεισμούς

Γαλλία: το κοινωνικό ρήγμα φέρνει πολιτικούς σεισμούς

5' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Παραμονές προεδρικών εκλογών του 1995, η γαλλική «Λε Μοντ» φιλοξενούσε στην πρώτη σελίδα της μια εμπνευσμένη γελοιογραφία του πάντα ευρηματικού Πλαντί. Στο σκίτσο εικονιζόταν ο γκολικός υποψήφιος Ζακ Σιράκ με τη σύζυγό του, στην κρεβατοκάμαρα του ζεύγους. Ανάμεσά τους φιγουράριζε απροσδόκητα ένας μελαμψός νεαρός, που παρέπεμπε σε μετανάστη από το Μαγκρέμπ. Στην οργίλη έκπληξη της κυρίας Σιράκ, ο μετέπειτα πρόεδρος απαντούσε: «Αγάπη μου, μην ανησυχείς, ο μικρός θα μείνει μαζί μας μόνο μέχρι τις εκλογές»! O σαρκασμός του διάσημου σκιτσογράφου είχε στόχο την προεκλογική επίδειξη φιλολαϊκής ευαισθησίας από την πλευρά του ηγέτη της γαλλικής Κεντροδεξιάς, ο οποίος δεν δίσταζε να κατέβει σε διαδηλώσεις με συνθήματα εναντίον του «κοινωνικού αποκλεισμού» των ανέργων, των μεταναστών και γενικώς των αναξιοπαθούντων.

Σισύφειο σενάριο

Εδώ και δέκα χρόνια, η γαλλική πολιτική ζωή μοιάζει να ακολουθεί το ίδιο, σισύφειο σενάριο, με περιοδικές εναλλαγές των δύο μεγάλων παρατάξεων στον ρόλο του πρωταγωνιστή. O Σιράκ κέρδισε τις εκλογές του 1995 με το προφίλ μιας λαϊκής νεοδεξιάς, αλλά δύο χρόνια αργότερα, η κυβέρνηση Ζιπέ κατέρρευσε εισπράττοντας το κόστος από τη σκληρά νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολούθησε πριν αλέκτορα φωνήσαι. H «πλουραλιστική Αριστερά» του Ζοσπέν θριάμβευσε στις βουλευτικές εκλογές του 1997 με κεντρικό σύνθημα το 35ωρο, για να γνωρίσει την ταπείνωση στις προεδρικές εκλογές του 2002, όπου ο Ζοσπέν δεν κατάφερε καν να μπει στον δεύτερο γύρο, υπολειπόμενος σε ψήφους του ακροδεξιού Λεπέν. H Κεντροδεξιά επανήλθε θριαμβευτικά στην κυβέρνηση την άνοιξη του 2002, αλλά σαρώθηκε στις περιφερειακές εκλογές της περασμένης Κυριακής, από ένα ευρύτατο ρεύμα «κοινωνικής εκδίκησης» για τις αντιλαϊκές πολιτικές της.

Η «Λιμπερασιόν» μίλησε για «αρχή του τέλους» της κεντροδεξιάς διακυβέρνησης. O μέχρι χθες θεωρούμενος ως άχρωμος, άοσμος και άγευστος ηγέτης των σοσιαλιστών, Φρανσουά Ολάντ, εμφανίστηκε ξαφνικά ως ο «Γάλλος Θαπατέρο του αύριο», πανηγυρίζοντας για «την πιο σημαντική επιτυχία της Αριστεράς από τη νίκη του Μιτεράν, το 1981». Πολλές ευρωπαϊκές εφημερίδες βιάστηκαν να προβλέψουν «πολιτική στροφή της Ευρώπης προς τα αριστερά», συνυπολογίζοντας την απρόσμενη ήττα της Δεξιάς του Αθνάρ στην Ισπανία και την πιθανολογούμενη ανατροπή του Μπερλουσκόνι από μια νέα Κεντροαριστερά του Πρόντι, στην Ιταλία. Παρόμοιες εκτιμήσεις μπορεί να ακούγονται πρόωρες ή μονόπλευρες (η πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα και η «ελεύθερη πτώση» των σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία εκπέμπουν αντίθετα μηνύματα), αλλά δεν μειώνουν τη σημασία του γαλλικού σοκ.

Ολέθριος απολογισμός

Ενώ δεν έχουν ακόμη κλείσει δύο χρόνια από τον θρίαμβο του 2002, η Κεντροδεξιά έχασε όλες τις περιφέρειες της μητροπολιτικής Γαλλίας πλην μιας (της Αλσατίας) με ποσοστό 40% έναντι 50% της Κεντροαριστεράς. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (νίκες του Σρέντερ και του Θαπατέρο, ανατροπή του Μίλερ στην Πολωνία) οι γαλλικές εκλογές δεν επηρεάστηκαν από τη στάση των μεγάλων κομμάτων στην ιρακινή κρίση, αφού τόσο οι γκολικοί όσο και οι σοσιαλιστές αντιτάχθηκαν στον αμερικανικό πόλεμο. O αποφασιστικός, σχεδόν αποκλειστικός παράγοντας που έκρινε το αποτέλεσμα ήταν ο ολέθριος, για τα λαϊκά στρώματα, απολογισμός της κυβέρνησης στο πεδίο της οικονομίας.

Μέσα σε 700 μόλις ημέρες, η κυβέρνηση Ραφαρέν ακρωτηρίασε τις κοινωνικές ασφαλίσεις, με τον νόμο της περασμένης άνοιξης που ξεσήκωσε θύελλα εργατικών αντιδράσεων. Μείωσε αποφασιστικά τα επιδόματα ανεργίας, περιορίζοντας σε 48% το ποσοστό των ανέργων που τα εισπράττουν και σε 13 ευρώ την ημέρα το ύψος της επιδότησης. Καθήλωσε τις δαπάνες για την εκπαίδευση και την έρευνα, προκαλώντας πραγματική εξέγερση της διανόησης. Παράλληλα, διεύρυνε την «ελευθερία» των επιχειρήσεων στις απολύσεις, προώθησε την «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας και μείωσε τη φορολογία των πλουσίων, με τον μέχρι πρότινος υπουργό Οικονομικών, Φρανσίς Μερ, να διακηρύσσει: «Αυτοί που κερδίζουν πολλά χρήματα το δικαιούνται γιατί προσφέρουν στην κοινωνία περισσότερα από αυτούς που κερδίζουν λιγότερα»! Μια πραγματική κραυγή κοινωνικού πολέμου «από τα πάνω», απολύτως ενδεικτική της φιλοσοφίας της κυβέρνησης Ραφαρέν.

Για να πούμε την αλήθεια, η γαλλική Κεντροδεξιά δεν κινήθηκε σε πολύ διαφορετική κατεύθυνση από τους προκατόχους της. Μόνο το προπαγανδιστικό περιτύλιγμα διέφερε, όχι η κυβερνητική πολιτική. Το περίφημο 35ωρο της «πλουραλιστικής Αριστεράς» ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων κυρίως από την πλευρά των… συνδικάτων, καθώς αποδείχθηκε Δούρειος Ιππος για την καθήλωση των εργατικών αποδοχών (όταν, τη διετία 2000-2002, οι αποδοχές των διευθυντικών στελεχών των μεγάλων επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά… 84%!) και για την προώθηση της μερικής, προσωρινής και ελαστικής απασχόλησης. Οι ιδιωτικοποιήσεις και οι συγχωνεύσεις την πενταετία του Ζοσπέν ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο.

Πρόβλημα όλης της Ε.Ε.

Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη Γαλλία, αλλά το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. H πρόσφατη συμφωνία του «Νέου Εργατικού» Τόνι Μπλερ, του γκολικού Ζακ Σιράκ και του σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ πάνω σε μια νεοφιλελεύθερη ατζέντα αποδόμησης του κοινωνικού κράτους, στη συνάντηση του Βερολίνου, αποτελεί χαρακτηριστικό σημείο των καιρών. Ηδη, από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, οι Ευρωπαίοι ηγέτες εγκαινίασαν μια στρατηγική που φιλοδοξεί να μετατρέψει την Ενωση σε οικονομική (μελλοντικά, και πολιτική) υπερδύναμη, ανταγωνιστική απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, υιοθετώντας στο εσωτερικό τους το ακραία φιλελεύθερο κοινωνικό μοντέλο της Αμερικής, το οποίο, στα λόγια, αποδοκιμάζουν!

Αλλά η γαλλική εμπειρία αποκαλύπτει και ένα δεύτερο, πολύ επικίνδυνο σημείο σύγκλισης μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών παρατάξεων: Τη βαθμιαία υποκατάσταση του κοινωνικού κράτους από το αστυνομικό, του προτάγματος της κοινωνικής δικαιοσύνης από την υστερική αναζήτηση της «ασφάλειας», που εξελίσσεται στη μόνη «Μεγάλη Ιδέα» των κατεστημένων πολιτικών δυνάμεων για τον 21ο αιώνα. Ακολουθώντας την κατασταλτική λογική της «μηδενικής ανοχής απέναντι στην εγκληματικότητα», που εγκαινίασαν οι Αμερικανοί Ρεπουμπλικανοί και οι «Νέοι Εργατικοί» του Τόνι Μπλερ, οι Γάλλοι σοσιαλιστές, με πρωθυπουργό τον Ζοσπέν και υπουργό Εσωτερικών τον Σεβενεμάν, διακήρυξαν, ήδη το καλοκαίρι του 1997, ότι η καταπολέμηση της εγκληματικότητας είναι ο πρωταρχικός στόχος της πολιτικής τους και ότι «η ασφάλεια είναι γνήσια αριστερή αξία»!

«Λεπενοποίηση της σκέψης»

Αυτή η στροφή υπαγορεύτηκε, εν μέρει, από τα κίτρινα ταμπλόιντ που έσταζαν αίμα στα περίπτερα με τίτλους του τύπου «τα προάστια καίγονται», υπερμεγεθύνοντας μεμονωμένα περιστατικά βίας. Αλλά και από την ιδεολογική πίεση της Ακροδεξιάς του Λεπέν, που είχε αναγορεύσει την εγκληματικότητα (ενοχοποιώντας κυρίως τους μετανάστες) σε πολιορκητικό κριό της δημαγωγικής εκστρατείας της.

Το αποτέλεσμα είναι αυτό που ο Γάλλος κοινωνιολόγος Πιερ Τεβανιάν περιγράφει ως «λεπενοποίηση της σκέψης», δηλαδή η ευρύτερη ιδεολογική νομιμοποίηση του πολιτικού λόγου του Λεπέν. O τελευταίος, με ποσοστά 16-17% στις προεδρικές και τις περιφερειακές εκλογές, εδραιώθηκε ήδη ως τρίτος πόλος, δυνάμει επιδιαιτητής της γαλλικής πολιτικής ζωής. Μάλιστα, ο Λεπέν απέσπασε το 30% των ψήφων των Γάλλων εργοδοτών, κάτι που τείνει να τον μετατρέψει από περιθωριακή σε «νόμιμη» πολιτική έκφραση του κοινωνικού κατεστημένου.

Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ο πιο δημοφιλής πολιτικός άνδρας της Κεντροδεξιάς και πιθανός διάδοχος του Σιράκ είναι ο νέος υπουργός Οικονομικών Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος, από τη θέση του υπουργού Εσωτερικών, ουσιαστικά εφάρμοσε τα τρία τέταρτα του λεπενικού προγράμματος σε ό,τι αφορά το άσυλο, τους μετανάστες και την ενίσχυση του αστυνομικού – κατασταλτικού μηχανισμού.

Δύο ασυμφιλίωτες λογικές

Επί της ουσίας, σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες συγκρούονται δύο ασυμφιλίωτες λογικές: H λογική που θέλει «τον έλεγχο της οικονομίας και την απελευθέρωση της κοινωνίας», μια λογική που ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της βασικής πλειοψηφίας των πολιτών, σφραγίζει τις προεκλογικές εκστρατείες των κομμάτων εξουσίας και χαρίζει τη νίκη στις εκλογικές αναμετρήσεις. Και η αντίστροφη λογική, που θέλει «την απελευθέρωση της οικονομίας και τον έλεγχο της κοινωνίας», μια λογική που ανταποκρίνεται στα συμφέροντα των ελίτ και βάζει τη σφραγίδα της στην πρακτική όλων των κομμάτων, κεντροδεξιών και κεντροαριστερών, από τη στιγμή που ανεβαίνουν στην εξουσία. Το αντίτιμο, βέβαια, είναι να μετατρέπονται τα υπουργικά έδρανα σε ηλεκτρικές καρέκλες, οι ρωμαϊκοί θρίαμβοι σε Βατερλό και οι πολιτικοί αρχηγοί σε αναλώσιμα προϊόντα μιας χρήσεως.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή