H εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δέσμια ενός αδιέξοδου πολέμου

H εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δέσμια ενός αδιέξοδου πολέμου

5' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η τέταρτη επέτειος της 11ης Σεπτεμβρίου δίνει την ευκαιρία για μια επισκόπηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αυτά τα χρόνια, επισκόπηση που μπορεί να διοργανωθεί γύρω από ένα ερώτημα: σε ποιο βαθμό αυτή η πολιτική προέρχεται από την πηγή της αμερικανικής πολιτικής και κουλτούρας, και σε ποιο βαθμό έχει πηγάσει από τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης προεδρίας και διακυβέρνησης; Είναι πράγματι δελεαστικό να συμπεράνει κανείς ότι ο αμερικανικός χαρακτήρας και η πολιτική παράδοση εκφράζονται σε μεγάλο βαθμό στην αντίδραση της κυβέρνησης Μπους απέναντι στην 11η Σεπτεμβρίου, και δεν είναι λίγοι αυτοί που το έχουν επιχειρήσει.

Οι Αμερικανοί έχουν την τάση να γίνονται εντυπωσιακά μονομερείς όταν νιώθουν στριμωγμένοι στη γωνία. Και επιπλέον εκφράζονται με υπερβολικά ιδεαλιστική ρητορεία σε τέτοιες στιγμές. Ωστόσο, ούτε η αμερικανική πολιτική κουλτούρα ούτε εγχώριες πιέσεις ή εμπόδια δεν καθόρισαν τις βασικές αποφάσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από την 11η Σεπτεμβρίου και μετά.

Ανερμάτιστες αποφάσεις

Την επαύριο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, οι Αμερικανοί ήταν πρόθυμοι να επιτρέψουν στον πρόεδρο Μπους να τους καθοδηγήσει σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, και το έθνος ήταν προετοιμασμένο να δεχτεί πραγματικά ρίσκα και θυσίες. Η κυβέρνηση Μπους ζήτησε να μην υπάρξουν θυσίες για τον μέσο Αμερικανό πολίτη, αλλά ύστερα από τη γρήγορη πτώση των Ταλιμπάν, έριξε μια μεγάλη ζαριά πηγαίνοντας να λύσει ένα μακροχρόνιο πρόβλημα στο Ιράκ, πρόβλημα που ελάχιστα συσχετιζόταν με την απειλή από την Αλ Κάιντα.

Στην πορεία, καταχράστηκε την εν λευκώ εντολή που είχε λάβει από τον αμερικανικό λαό μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Ταυτοχρόνως, αποξενώθηκε από τους περισσότερους στενούς του συμμάχους, πολλοί εκ των οποίων έκτοτε άρχισαν να αντιτάσσονται στην αμερικανική επιρροή, ενώ προκάλεσε αναζωπύρωση του αντιαμερικανισμού στη Μέση Ανατολή. Η κυβέρνηση Μπους θα μπορούσε αντί αυτού να έχει επιλέξει να δημιουργήσει μια πραγματική συμμαχία δημοκρατικών δυνάμεων για να πολεμήσει τα ανελεύθερα ρεύματα της Μέσης Ανατολής. Θα μπορούσε ακόμα να εντείνει τις οικονομικές κυρώσεις και να διασφαλίσει την επιστροφή των επιθεωρητών στο Ιράκ, χωρίς να προβεί σε πόλεμο. Να κάνει μια κίνηση προς ένα νέο διεθνές καθεστώς που θα εμπόδιζε την εξάπλωση των όπλων μαζικής καταστροφής.

Ολοι αυτοί οι δρόμοι θα ήταν σύμφωνοι με την παράδοση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ωστόσο, ο Μπους και η κυβέρνησή του επέλεξαν να δράσουν διαφορετικά. Οι πολιτικές αποφάσεις του δεν επηρεάστηκαν από εσωτερικές πολιτικές ανησυχίες ούτε από την παράδοση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Πολλά έχουν ειπωθεί για την κατάσταση «κόκκινου συναγερμού» στις ΗΠΑ η οποία δήθεν αποτελεί την πολιτική βάση για τη μονομερή εξωτερική πολιτική του Μπους, καθώς και για τον αυξημένο αριθμό των συντηρητικών Χριστιανών που υποτίθεται ότι διαμορφώνουν τη διεθνή ατζέντα του προέδρου. Το μέγεθος όμως και η σημασία αυτών των παραγόντων έχουν μεγαλοποιηθεί.

Συντηρητικοί και εθνικιστές

Εχει δοθεί τόσο μεγάλο βάρος σε αυτούς τους υποτιθέμενους καθοριστικούς παράγοντες της κυβερνητικής πολιτικής που η δυνατότητα διαφορετικής πολιτικής έχει υποτιμηθεί. Εντός της παράταξης των Ρεπουμπλικανών, η κυβέρνηση Μπους βρήκε υποστήριξη για τον πόλεμο στο Ιράκ στους νεο-συντηρητικούς (που στερούνται δικής τους πολιτικής βάσης, αλλά παρέχουν μια αξιοσημείωτα ισχυρή πνευματική δύναμη) και σε αυτό που ο Walter Russel Mead ονομάζει «Τζακσονική Αμερική»**: Αμερικανοί εθνικιστές που το ένστικτό τους τους οδηγεί προς έναν εμπόλεμο απομονωτισμό.

Οι συγκυρίες ήρθαν να διογκώσουν τη σημασία αυτής της αταίριαστης συμμαχίας. Η αποτυχία να βρεθούν όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ και η αδυναμία να αποδειχθεί ο σχετικός σύνδεσμος μεταξύ του Σαντάμ και της Αλ Κάιντα, οδήγησαν τον πρόεδρο, κατά την εναρκτήρια ομιλία του, να δικαιολογήσει τον πόλεμο χρησιμοποιώντας αποκλειστικά νεο-συντηρητικούς όρους: ότι αποτελεί ένα κομμάτι της ιδεαλιστικής προσπάθειας για μεταμόρφωση του πολιτικού τοπίου στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Η «παλαιοσυντηρητική» εθνικιστική εκλογική βάση του προέδρου Μπους, η οποία προμηθεύει μεγάλο μέρος των στρατιωτών που υπηρετούν και πεθαίνουν στο Ιράκ, δεν έχει καμία φυσική προτίμηση προς μια τέτοια πολιτική, αλλά δεν θα εγκατέλειπε τον αρχιστράτηγο στη μέση του πολέμου, ειδικά όταν υπάρχει ξεκάθαρη ελπίδα για επιτυχία.

Ωστόσο, αυτή η πολεμική συμμαχία είναι εύθραυστη και επισφαλής. Αν οι «παλαιοσυντηρητικοί» εθνικιστές αρχίσουν να αντιλαμβάνονται ότι ο πόλεμος είναι αδύνατο να κερδηθεί, θα λιγοστέψει πολύ η πολιτική υποστήριξη σε μια επεκτατική εξωτερική πολιτική που προβάλλει ως στόχο τη δημοκρατία. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να επηρεάσει τις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικανών για την προεδρική υποψηφιότητα του 2008 με τρόπους που πιθανόν θα επηρέαζαν το μέλλον της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στο σύνολό της.

Τελικά ο πόλεμος στο Ιράκ είναι αποτυχημένος; Αυτό δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να ελέγχουν στρατιωτικά την κατάσταση για όσο καιρό επιλέγουν να παραμένουν εκεί με ισχυρή παρουσία, αλλά η προθυμία των Αμερικανών να διατηρήσουν το απαραίτητο στρατιωτικό προσωπικό για όσο καιρό θα χρειαστεί είναι περιορισμένη.

Ο στρατός που αποτελείται μόνο από εθελοντές ποτέ δεν είναι σε θέση να τα βγάλει πέρα σε μια μακρόχρονη σύρραξη με εξεγερμένους. Τόσο ο στρατός όσο και το σώμα πεζοναυτών αντιμετωπίζουν προβλήματα ηθικού και στενότητας ανθρώπινου δυναμικού. Ανεξάρτητα από την υποστήριξη ή όχι της κοινής γνώμης στην παραμονή των στρατευμάτων στο Ιράκ, ισχυροί επιχειρησιακοί λόγοι πιθανόν να οδηγήσουν την κυβέρνηση σε μείωση των δυνάμεων τον επόμενο χρόνο.

Μετά την αποτυχία να διασφαλιστεί η υποστήριξη των σουνιτών στο Σύνταγμα και τις διασπαστικές κινήσεις στην κοινότητα των σιιτών, φαίνεται απίθανο να συγκροτηθεί στο εγγύς μέλλον μια ισχυρή και συνεκτική ιρακινή κυβέρνηση. Μάλιστα, το πρόβλημα τώρα θα είναι πώς να αποτρέψουν τους Ιρακινούς που ανήκουν σε διαφορετικές παρατάξεις από το να επιζητούν προστασία σε δικές τους εθνοφρουρές και όχι στις κυβερνητικές δυνάμεις.

Λόγοι για μεταμέλεια

Αν οι ΗΠΑ αποσυρθούν πρόωρα, το Ιράκ θα βουλιάξει μέσα σε ακόμα μεγαλύτερο χάος. Αυτό θα επιφέρει αλυσιδωτές δυσμενείς επιπτώσεις που θα μπορούσαν να βλάψουν ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία των Αμερικανών σε όλο τον κόσμο και να επιβεβαιώσουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ασχολούνται αποκλειστικά με τη Μέση Ανατολή, χωρίς να ενδιαφέρονται για άλλες περιοχές με μεγάλη σημασία, όπως η Ασία, για παράδειγμα. Δεν γνωρίζουμε τι πρόκειται να αντιμετωπίσουμε στο Ιράκ. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι, τέσσερα χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ολόκληρη η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών έχει εξαρτήσει την επιτυχία ή την κατάρρευσή της από την έκβαση ενός πολέμου που μόνο περιθωριακά σχετίζεται με την πηγή των όσων συνέβησαν στην Αμερική εκείνη την ημέρα. Οι αποφάσεις που οδήγησαν σ’ αυτό δεν ήταν ούτε αναπόφευκτες ούτε μοιραίες. Αντίθετα, εκείνοι που τις πήραν έχουν κάθε λόγο να επιδείξουν μεταμέλεια.

* O Φράνσις Φουκουγιάμα, συγγραφέας του πολυσυζητημένου κειμένου «Το τέλος της ιστορίας», είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο John Hopkins School of Advanced International Studies.

** όρος που αναφέρεται στον Αντριου Τζάκσον, πρόεδρο των ΗΠΑ μεταξύ 1829 και 1937.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή