Σιμόν Βίζενταλ, ένας ήρωας για έναν πολύ σκληρό αιώνα

Σιμόν Βίζενταλ, ένας ήρωας για έναν πολύ σκληρό αιώνα

5' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O Σιμόν Βίζενταλ, που πέθανε χθες σε ηλικία 96 ετών, γλίτωσε πολλές φορές από τα νύχια του θανάτου στα χιτλερικά στρατόπεδα εξόντωσης. Για τον λόγο αυτό η είδηση ότι ο Βίζενταλ πέθανε από γηρατειά στο κρεβάτι του ακούγεται απίστευτη, ενώ η απώλειά του κάνει τον κόσμο μας φτωχότερο. O Βίζενταλ πίστεψε με φανατισμό στην αξία της αλήθειας και στην ηθική ευθύνη του καθενός, για την πρόληψη φαινομένων όπως του Ολοκαυτώματος. Σύνθημα του Βίζενταλ ήταν το «δικαιοσύνη και όχι εκδίκηση», υποστηρίζοντας μέχρι το τέλος την πρωτοκαθεδρία του κράτους δικαίου στις δημοκρατικές κοινωνίες. Στη λαϊκή συνείδηση, το όνομα του Σιμόν Βίζενταλ συνδέθηκε άρρηκτα με το κυνηγητό των ναζί, ως αυτοσκοπό. H σημαντικότερη παρακαταθήκη του, όμως, εντοπίζεται στην ικανότητά του να πείσει το ευρύ κοινό για την ανάγκη διενέργειας δικών εγκλημάτων πολέμου.

Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Βίζενταλ έλεγε πως μία σειρά θαυμάτων είναι αυτή που τον κράτησε στη ζωή, ενώ δεν έπαυε να εκφράζει την απορία του για την επιβίωσή του μέσα στο Ολοκαύτωμα. Σε θαύμα απέδιδε επίσης την επανένωσή του με τη σύζυγό του Κίλα, την οποία είχε χάσει στις αρχές του πολέμου, προτού ξαναβρεθούν στο τέλος του. H πεποίθηση ότι επιβίωσε για ένα συγκεκριμένο σκοπό έγινε η κινητήρια δύναμη του Βίζενταλ στην υπόλοιπη ζωή του. Αισθανόταν πάντα βαριά ευθύνη προς τους νεκρούς του Ολοκαυτώματος, αφιερώνοντας σε αυτούς τη ζωή του.

Ο Βίζενταλ γεννήθηκε σε φτωχή εβραϊκή οικογένεια της αυστροουγγαρικής τότε Γαλικίας, κοντά στην πόλη του Λβοβ. Το 1915, οι Κοζάκοι εισέβαλαν στην κωμόπολη, υποχρεώνοντας τον Βίζενταλ, τη μητέρα και τον αδελφό του να καταφύγουν ως πρόσφυγες στη Βιέννη. O πατέρας του είχε σκοτωθεί λίγους μήνες νωρίτερα υπηρετώντας στο στρατό του Κάιζερ.

Η οικογένεια επέστρεψε στη Γαλικία το 1917, μετά την αποχώρηση των Ρώσων. Το 1920, όμως, οι Σοβιετικοί κατέλαβαν την περιοχή. O νεαρός Βίζενταλ αποφάσισε να γίνει αρχιτέκτονας, χάρη στο ταλέντο του στο σχέδιο. Στα μέσα της δεκαετία του 1930, παντρεύτηκε την Κίλα και εργάσθηκε σε αρχιτεκτονικό γραφείο του Λέμπεργκ.

Το 1941 συνελήφθη από την Γκεστάπο ως εβραίος και φυλακίσθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Γιανόφσκα. Το ταλέντο του στο σχέδιο έγινε αντιληπτό από τον Γερμανό διοικητή του στρατοπέδου, ο οποίος τον διόρισε στο συνεργείο βαφής ατμομηχανών. H αποτελεσματικότητά του ανταμείφθηκε με καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και με τη δυνατότητα να συνάπτει συμβόλαια εργασίας με Πολωνούς εργάτες. Οι αρμοδιότητές του αυτές τον έφεραν σε επαφή με την πολωνική αντίσταση, η οποία βοήθησε τη σύζυγό του να δραπετεύσει στην παρανομία στη Βαρσοβία. O ίδιος δραπέτευσε από το Γιανόφσκα τον Οκτώβριο του 1943 και παρέμεινε κρυμμένος στην περιοχή του Λέμπεργκ.

Το 1944 τα SS τον συλλαμβάνουν εκ νέου, ενώ έχοντας πεισθεί ότι αντιμετωπίζει το φάσμα των βασανιστηρίων και της εκτέλεσης, αποπειράται τρεις φορές να αυτοκτονήσει. Ακολουθούν τρία διαδοχικά στρατόπεδα συγκέντρωσης: πρώτο το Γιανόφσκα, μετά το Πλάτσοφ (σκηνικό της «Λίστας του Σίντλερ» του Σπίλμπεργκ), ένα σύντομο πέρασμα από το Αουσβιτς, όπου τα κρεματόρια αδυνατούσαν να ικανοποιήσουν την προσφορά πτωμάτων και τέλος, στο Μπούχενβαλντ. O Βίζενταλ πέρασε από συνολικά έντεκα στρατόπεδα μέχρι την απελευθέρωσή του από τον αμερικανικό στρατό τον Μάιο του 1945. H κατάσταση της υγείας του στην απελευθέρωση ήταν τόσο κακή, που οι Γερμανοί φρουροί τον είχαν μεταφέρει στο θάλαμο των μελλοθανάτων, λίγες μόλις ημέρες πριν από την άφιξη των συμμάχων.

Η ικανότητά του να συντάξει κατάλογο ονομάτων εγκληματιών από τις ημέρες του στα στρατόπεδα, έπεισε τον Αμερικανό συνταγματάρχη Σάιμπελ να του επιτρέψει να βοηθήσει στην αναζήτηση και σύλληψη ναζί και SS φυγάδων. Το 1946 γεννιέται η κόρη του, Πολίνκα, ενώ εκδίδει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «KZ Μαουτχάουζεν», συλλογή σχεδίων και κολάζ με θέματα από το στρατόπεδο. Αντίθετα από άλλους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος, ο Βίζενταλ αρνήθηκε να επιστρέψει στην «κανονική» ζωή του ως πολίτη. H αίσθηση καθήκοντος προς τα θύματα τον οδήγησε να αγνοήσει τις εκκλήσεις της συζύγου του να εγκαταλείψει το έργο του. Το Ολοκαύτωμα παρέμεινε μόνιμος σύντροφός του για την υπόλοιπη ζωή του.

Τo 1947, ο Σιμόν Βίζενταλ διέκοψε τη συνεργασία του με τους Αμερικανούς, εγκαινιάζοντας το πρώτο Κέντρο Εβραϊκών Μελετών στο Λιντς της Αυστρίας, κοντά στο Μαουτχάουζεν. Διττός στόχος του ήταν ο εντοπισμός των δραστών και η καταγραφή μαρτυριών από πρόσφυγες και κρατούμενους. H αναζήτηση του Αντολφ Αϊχμαν, του οποίου οι συγγενείς έμεναν στην περιοχή του Λιντς, έγινε γρήγορα εμμονή για τον Βίζενταλ. Αν και η σύζυγος και τα παιδιά του Αϊχμαν εντοπίσθηκαν σε ειδυλλιακό χωριουδάκι της Στειρίας στην Αυστρία, οι δύο απόπειρες του Βίζενταλ να παγιδεύσει εκεί τον Αϊχμαν απέτυχαν. Κρίσιμη υπήρξε, όμως, η συμβολή του Βίζενταλ στην ακύρωση των προσπαθειών της κυρίας Αϊχμαν να κηρύξει νεκρό το σύζυγό της. Ενδεχόμενη επιτυχία της κυρίας Αϊχμαν θα διέκοπτε τις προσπάθειες εντοπισμού του Αϊχμαν, υπεύθυνου για τη μεταφορά κρατουμένων στα στρατόπεδα εξόντωσης.

Ο Αϊχμαν εντοπίσθηκε στην Αργεντινή από τον Βίζενταλ καθαρά από τύχη, αφού βρήκε σε φιλοτελιστή του Λιντς επιστολή του με αργεντινό γραμματόσημο και σφραγίδα από το Μπουένος Αϊρες. Οι πληροφορίες του οδήγησαν στη σύλληψη του Αϊχμαν από τη Μοσάντ, επτά χρόνια αργότερα το 1960.

Αν και η δημόσια εικόνα του Σιμόν Βίζενταλ ήταν εκείνη του αμείλικτου διώκτη των ναζί, η συμβολή του υπήρξε κατά πολύ σημαντικότερη. O Βίζενταλ ήταν ο πρώτος που επέμεινε ότι η ευθύνη των εγκλημάτων πολέμου ανήκει εξίσου στους γραφειοκράτες, όσο και στους δράστες των εγκλημάτων. Αντιτάχθηκε κάθετα σε κάθε έννοια συλλογικής ευθύνης, τιμωρίας ή συγχώρεσης για ομάδες ανθρώπων ή έθνη, επιμένοντας ότι οι γενιές μετά το Ολοκαύτωμα πρέπει να αναλάβουν εξ ολοκλήρου την ευθύνη της πρόληψης νεοναζιστικών και φασιστικών φαινομένων.

Ο Βίζενταλ εξασφάλισε επαίνους από κάθε σημείο του κόσμου, όπως από τον Γερμανό καγκελάριο Χέλμουτ Κολ και διαδοχικούς Αμερικανούς προέδρους, οι οποίοι τον χαρακτήρισαν σταυροφόρο του Δικαίου. O Βίζενταλ διέθετε, όμως, και τους επικριτές του, οι οποίοι προσπάθησαν μέχρι την τελευταία στιγμή να αποδείξουν ότι επρόκειτο για τσαρλατάνο και ανίκανο.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 συγκρούσθηκε με τον τότε Αυστριακό καγκελάριο Μπρούνο Κράισκι, τον οποίο κατηγόρησε για την ανοχή του στην παρουσία ναζί στην αυστριακή κυβέρνηση. O Κράισκι υποστήριξε ότι ο Βίζενταλ σκόπευε στην πολιτική του εξόντωση, φθάνοντας μέχρι του σημείου να αφήσει να εννοηθεί ότι ο Βίζενταλ υπήρξε πράκτορας της Γκεστάπο. O Εβραίος διανοητής Ελί Βιζέλ ήταν άλλος ένας επικριτής του Βίζενταλ, διαφωνώντας με την πεποίθηση του τελευταίου ότι οι Εβραίοι οφείλουν να ασχολούνται εξίσου με τα θύματα του Ολοκαυτώματος που δεν ήταν Εβραίοι, όσο και με τους ομοθρήσκους τους νεκρούς. O Βίζενταλ δεν συγχώρησε ποτέ στην επιτροπή του βραβείου Νόμπελ την απόδοση του βραβείου στον Βιζέλ το 1986, ερμηνεύοντας το δικό του αποκλεισμό ως εκδίκηση της επιτροπής για την άρνησή του να χαρακτηρίσει τον Κουρτ Βαλντχάιμ εγκληματία πολέμου.

Ο θάνατος της γυναίκας του το 2003 και η απομάκρυνση της κόρης του που ζούσε στο Ισραήλ, μείωσαν αισθητά τη διάθεση του Βίζενταλ για ζωή. O Βίζενταλ διατήρησε, όμως, το χιούμορ του μέχρι τέλους, ενώ η πικρία και το μίσος δεν βρήκαν ποτέ θέση στο λεξιλόγιο ή τις σκέψεις του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή