Τζον Κόνσταμπλ, ένας από τους πρώτους μοντέρνους

Τζον Κόνσταμπλ, ένας από τους πρώτους μοντέρνους

5' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τούτη η αλησμόνητη έκθεση «Τα μεγάλα τοπία του Τζον Κόνσταμπλ», που μόλις περατώθηκε στην Τέιτ Μπρίτεν του Λονδίνου και μεταφέρεται στην Ουάσιγκτον, με εγκαίνια στην εκεί Εθνική Πινακοθήκη, την 1η Οκτωβρίου, ξαναφέρνει εμπρός στα μάτια μας ένα από τα μεγάλα αινίγματα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Τι είναι αυτό, το οποίο έκανε μεγάλους ζωγράφους του παρελθόντος να καλύπτουν και να μεταμφιέζουν το ανορθόδοξο όραμα της πραγματικότητας που είχαν, σε κάτι στον καιρό τους, πιο αποδεκτό.

Ο Τζον Κόνσταμπλ, ο μεγάλος ζωγράφος του αγγλικού τοπίου, που γεννήθηκε το 1776, κατέχει καίρια θέση στην ανάπτυξη του ερωτήματος αυτού, γιατί το έργο του υπάρχει σχεδόν στην ολότητά του. Και βλέπουμε ότι εκτείνεται στα δύο άκρα της καλλιτεχνικής έκφρασης· από την κλασικά ισορροπημένη απόδοση της Φύσης, τον 18ο αιώνα, έως την ελλειπτική απόδοση του φωτός και των χρωμάτων που θα γινόταν αργότερα κεντρικό μοτίβο στα ενδιαφέροντα των ιμπρεσιονιστών.

Μια πρόσφατα ανακαλυφθείσα υδατογραφία, «Αποψη στην κοιλάδα Στάουρ», δείχνει ότι το 1805 ο Κόνσταμπλ ακόμη σχεδίαζε αρμονικά τοπία με ατμοσφαιρικά εφέ, στο πνεύμα του μεγάλου προκατόχου του, τον 18ο αιώνα, Τόμας Γκέινσμπορο. Ομως, η απόσταση που χωρίζει αυτήν την ονειρική σπουδή της Φύσης και ένα από τα αριστουργήματά του, την «Πρόσοψη εκκλησιάς στο Ιστ Μπέργκχολτ», καμωμένο πέντε χρόνια αργότερα, είναι εκπληκτική. Δημιουργημένη με γρήγορες πινελιές λαδιού, η εικόνα είναι απογυμνωμένη από λεπτομέρειες και στηρίζεται κυρίως στην αντίθεση φωτός και σκοτεινιάς· μια αντίθεση εντελώς ταιριαστή με το θέμα της, που είναι ουσιαστικά, ένας στοχασμός στο κοιμητήρι της εκκλησιάς. Τρία πρόσωπα, ένα κορίτσι, μια γυναίκα κι ένας γέρος άνδρας με γυμνό κρανίο, συμβολίζουν τις τρεις εποχές του βίου. Το φως λιγοστεύει και η σκοτεινιά πυκνώνει στα δέντρα του φόντου, αλλά την αυλή της εκκλησιάς φωτίζει ένας αόρατος ήλιος που σημαίνει την ελπίδα. Να σημειωθεί ότι ο Κόνσταμπλ ήταν πολύ θρήσκος.

Λίγο καιρό αργότερα σχεδίασε μιαν άποψη του Στόουκ μπάι Νέιλαντ. Τα μόνα που δίνει στον θεατή να δει στο σχέδιο αυτό, είναι η λάμψη του ηλιόφωτος σε αντίθεση με τη μαύρη σκιά κάτω από τα δέντρα, οι ίσκιοι του πράσινου στα φυλλώματα και στα σχεδόν αφαιρετικά άσπρα, μοβ και γαλαζωπά σύννεφα σε μια φλούδα ουρανού. Το σχέδιο αυτό του 1810 ή 1811 είναι σαν τις απόψεις του Μουρνάου που ζωγράφισε ο Καντίνσκι, σχεδόν ένα αιώνα αργότερα (1905-1906).

Αυτά τα σχέδια του Κόνσταμπλ, τα καμωμένα στο ύπαιθρο, καταδείχνουν τον μοντερνισμό του, το «μοντέρνο» αυτό που αρχίζει με τους ιμπρεσιονιστές. Σε ένα σχέδιό του, το «Ρεύμα του μύλου», προκαταλαμβάνει τον Πισαρό στον συνδυασμό της λειτουργίας με την αφαίρεση των περιττών. Τη συγγένεια υπογραμμίζουν οι τονικότητες του φωτός όπου δεσπόζουν τα γκρίζα. Πιο κοντά πλησιάζοντας τον συγκεκριμένο αυτό μύλο, ο Κόνσταμπλ λίγους μήνες αργότερα σχεδίασε ένα από τα αριστουργήματά του, το σχέδιο για το «Φλάτφορντ Μιλ», που έστειλε στη Βασιλική Ακαδημία το 1812. Ασπρες λωρίδες διασχίζουν τα καφετιά νερά και μια ακαθόριστη φιγούρα που βρίσκεται εκεί μόνο χάρις στο κόκκινο γιλέκο της και το άσπρο πουκάμισο. Είναι μια τοπιογραφία της φαντασίας δημιουργημένη από φευγαλέες εντυπώσεις και όχι από συγκεκριμένη παρατήρηση. Σε ένα άλλο σχέδιο για τον ίδιο πίνακα, ο χώρος είναι δοσμένος με μεγαλύτερη αντικειμενικότητα, αλλά οι ισχυρές αντιθέσεις του φωτός του δίνουν ένα πιο μοντέρνο, υποκειμενικό τόνο. Τα σύννεφα και τα δέντρα μοιάζουν να στροβιλίζονται και οι άσπρες αυλακιές στο σκοτεινό νερό, δίνουν στο σχέδιο μια οραματική ατμόσφαιρα.

Και όμως, στους τελειωμένους πίνακες, όλα τα μοντέρνα στοιχεία έχουν εξουδετερωθεί. Κυριαρχούν η κλασική ισορροπία και η τακτοποιημένη σύνθεση, τα πράγματα δηλαδή. που εκτιμούσαν οι κριτικοί στην έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας το 1812. Και αυτοί όμως δεν έδειξαν ενθουσιασμό με το «Πορθμείο», δύο χρόνια αργότερα. Ενας κριτικός το βρήκε «ατελώς εκτελεσμένο», ευνοώντας ότι δεν ήταν ολοκληρωμένο ως προς τις λεπτομέρειες. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σήμερα, αυτή ακριβώς η ατέλεια είναι που το καθιστά αριστούργημα. Με την απάλειψη των λεπτομερειών ο ζωγράφος συλλαμβάνει βαθύτερα το μυστήριο του φωτός αγγίζοντας τη σκοτεινή επιφάνεια των ακίνητων νερών. Με το πέρασμα του χρόνου η αφαίρεση των λεπτομερειών γίνεται μόνιμο χαρακτηριστικό των σχεδίων των Κόνσταμπλ. Για να δημιουργήσει συναισθηματικές καταστάσεις στηρίζεται στο φως και τις ποιότητές του. Το γκρίζο φως κάτω από ένα συννεφιασμένο ουρανό («Σπίτι του Ουίλ Λοτ» 1816) μεταβάλλει τις φυλλωσιές και τη χλόη σε μαύρες και δίνει στις ανταύγειες τους πάνω στο νερό μια απειλητική διάσταση.

Το 1820 πηγαίνει ακόμη μακρύτερα. Τα σχέδιά του για τον διασημότερο ίσως πίνακά του, The Hay Wain, το θάμπωμα περιγραμμάτων και ορίων και το τοπίο αποδοσμένο με όγκους χρωμάτων προσεγγίζει την αφαίρεση. Και χάρις στη συμπαράθεση έξι μεγάλων διαστάσεων πινάκων, με τα προκαταρκτικά τους σχέδια, στη φύση καμωμένα, διακρίνεται το χάσμα (το οποίο χωρίζει την «επίσημη» δημιουργία του με τα αυθόρμητα προσχέδιά της. Σε ένα σχέδιο π.χ. του «Στράτφορντ Μιλ» (1819) ο ζωγράφος ρίχνει στο χαρτί χρωματικούς όγκους διαπερασμένους από φωτεινές ακτίνες, δίνοντας την αίσθηση των ιριδισμών, που προκαλεί η πνοή του ανέμου. Σε ένα τέτοιο προσχέδιο, το φως μοιάζει να αναβλύζει από τη γη, τα σύννεφα κομματιάζονται σε ξέφτια, γεμίζοντας τον ουρανό σαν έκρηξη απ’ όπου το φως τινάζεται πάνω σε δύο πρόσωπα, στο πρόσθιο μέρος. Είναι συναρπαστική η διαφορά της σπουδής αυτής με το τελειωμένο έργο (Βασιλική Ακαδημία 1820) όπου το φως είναι ουδέτερο, επικρατεί ηρεμία και η μαγεία έχει δώσει τη θέση της στην αισθητική αρμονία. Το ίδιο συμβαίνει και με το Hay Wain και τα προσχέδιά του όπου επικρατεί μια σχεδόν αφαίρεση ενώ στον τελειωμένο πίνακα μια ακριβής περιγραφικότητα η οποία προσεγγίζει τα όρια της πεζότητας.

Ο αυθορμητισμός

Τούτα φαίνονται καθαρά στον «Υδατοφράκτη» όπου σχέδια και πίνακας είναι πανομοιότυπα θεματικά αλλά τα πρώτα μοιάζουν με έργα Γάλλων ιμπρεσιονιστών όπου ο θεατής νιώθει τη δύναμη του αέρα που φυσά τα σύννεφα, ενώ ο πίνακας στερείται της αίσθησης του φυσικού κόσμου· ο πίνακας (1824) είναι περισσότερο μια ιδανική, ρομαντική απόδοση της Φύσης.

Αγνωστο τι έκανε τον Κόνσταμπλ να εγκαταλείψει τον αυθορμητισμό, ο οποίος πνέει στα αριστουργηματικά του σχέδια, όταν καθόταν να τα μεγεθύνει σε πλήρη έργα. Γιατί π.χ. η ταραχή που διαπνέει τους λόφους, τη θάλασσα και τον ουρανό, στα σχέδια του «Κάστρου Χάντλι» (1829) λείπει εντελώς από τον τελειωμένο πίνακα.

Η τελευταία εξομολόγηση

Ο Κόνσταμπλ πέθανε το 1837 και δεν πρόλαβε να μεταφέρει σε πίνακα το τελευταίο του σχέδιο. Ασπρα και γκρίζα σύννεφα κυλώντας στον ουρανό πάνω από μια εκκλησιά δημιουργούν μια απειλητική διάθεση που μοιάζει να βγαίνει και από το χώμα. Στη σκιά του μόλις διακρίνεται μια άμαξα που σέρνουν άλογα. Ολα τα καλύπτει μια ατμόσφαιρα «Λυκόφωτος των θεών», καθώς στο τοπίο δεσπόζει μια εκκλησία, η τελευταία ίσως εξομολόγηση ενός ανθρώπου απελπισμένου στη μοναξιά του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή