Ενα δάπεδο γεμάτο σύννεφα του Μαγκρίτ

Ενα δάπεδο γεμάτο σύννεφα του Μαγκρίτ

5' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αρέσει στον Τζον Μπαλντεσάρι να επιδίδεται σε αστειότητες, διακωμωδήσεις θα τις έλεγε ο ίδιος, και δεν διστάζει να αναμετρηθεί και με διασημότητες του είδους όπως είναι η επιγραφή που έβαλε ο Ρενέ Μαγκρίτ στον πίνακά του «Αυτό δεν είναι μία πίπα», ο οποίος απεικονίζει ακριβώς μια πίπα. Πώς δικαιολογεί την αποκοτιά του ο Μπαλντεσάρι;

Φύλακες με ημίψηλα

Λέγοντας ότι σήμερα κανείς δεν γελάει με την επιγραφή του Μαγκρίτ γιατί δεν την καταλαβαίνει. Κανείς πια δεν καπνίζει πίπες. Σήμερα θα καταλάβαινε κανείς περισσότερο το «αυτό δεν είναι ένα τσιγάρο» ή «αυτό δεν είναι ένα πούρο». «Καταλαβαίνουν τα σημερινά παιδιά τι είναι μια πίπα για να γελάσουν; Μάλλον θα γέλαγαν με επιγραφές του τύπου αυτό δεν είναι ένα «πλέι στέισιον».

Ο Μπαλντεσάρι τα λέει και τα σκέφτεται αυτά επειδή συλλογίζεται τον Ρενέ Μαγκρίτ, τον Βέλγο ζωγράφο του έργου «Η προδοσία των εικόνων» (1929) που είναι και το διασημότερο έργο του Μουσείου Τέχνης του Λος Αντζελες. Το απέκτησε σε ένα πλειστηριασμό του Σόθμπι’ς το 1978 αντί 115 χιλιάδων δολαρίων. Σήμερα είναι το κεντρικό έργο της έκθεσης του Μουσείου «Ο Μαγκρίτ και η σύγχρονη τέχνη», όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα 68 έργα του Βέλγου ζωγράφου μαζί με άλλα 68 έργα σύγχρονων καλλιτεχνών. Την έκθεση σχεδίασε και έστησε ο Μπαλντεσάρι. Τι ακριβώς έκανε ο δημοφιλής στην Καλιφόρνια αυτός καλλιτέχνης; Εσπειρε στο δάπεδο των αιθουσών άσπρα σύννεφα σε γαλάζιο ουρανό και κάλυψε τους τοίχους με εικόνες των λεωφόρων του Λος Αντζελες. Εβαλε και τους φύλακες του μουσείου να φορούν τα σκληρά καπέλα που φορούν οι τύποι με τα σκούρα κοστούμια στα έργα του Μαγκρίτ. Η έφορος της έκθεσης Σόφι Μπάρον εξ αρχής είχε συμπεριλάβει τον Μπαλντεσάρι μεταξύ των σύγχρονων καλλιτεχνών, έργα των οποίων θα πλαισίωναν τα έργα του Μαγκρίτ. Μεταξύ τους ο Μαρσέλ Μπρουντδάερς, η Μπάρμπαρα Κρούγκερ και ο Φίλιπ Γκάστον. Τον περασμένο Απρίλιο, ο νέος διευθυντής του Μουσείου είχε την ιδέα να καλέσει έναν εξ αυτών των συγχρόνων καλλιτεχνών να στήσει την έκθεση με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Αυτός και ο Μπάρον επέλεξαν τον Μπαλντεσάρι επειδή, κατά τη γνώμη τους, ο τρόπος του να μεταμορφώνει την πραγματικότητα μοιάζει με του Μαγκρίτ. Και τον κάλεσαν παρότι δεν φημίζεται ως εύκολος στη συνεργασία.

Ο καλλιτέχνης τούτος, σήμερα στα 75 χρόνια του, τον τελευταίο καιρό γνωρίζει μιαν αναγέννηση της φήμης του που τον καθιστά ιδιαίτερα πολυάσχολο. Την περασμένη άνοιξη ετοίμαζε την έκθεσή του στην γκαλερί Μάριαν Γκούντμαν της Νέας Υόρκης (μόλις τελείωσε) και παράπλευρα εργαζόταν για μιαν άλλη έκθεσή του στο Μουσείο Χίρσχορν και τον Κήπο των Γλυπτών, στην Ουάσιγκτον (συνεχίζεται ακόμη). Η πρωτοτυπία όμως της έκθεσης του Λος Αντζελες τον κέρδισε γρήγορα, γιατί όπως ο ίδιος εξηγεί: «O Μαγκρίτ έφερε τον υπερεαλισμό κοντά στο πλατύ κοινό και η επίδρασή του στη διαφήμιση υπήρξε μεγαλύτερη από κάθε άλλου καλλιτέχνη έκτοτε. Επιπλέον, ήταν μια πρόκληση να κάνω κάτι που δεν είχα ξανακάνει στο παρελθόν».

Μεταμορφώνοντας το οικείο

Η επέκταση και ο πειραματισμός σε άλλους χώρους χαρακτηρίζουν τη δημιουργία του Μπαλντεσάρι από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Εκτοτε, εργάζεται στην ελαιογραφία, τη φωτογραφία, τη χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, το φιλμ, το βίντεο, την περφόρμανς, προσπαθώντας να άρει τα όρια μεταξύ τους. Στον χώρο του σχεδιασμού εκθέσεων, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η εργασία του δεν διαφέρει από την έννοια του Μαρσέλ Ντισάν περί των ready made, που σημαίνει τη μεταμόρφωση ενός δεδομένου στην κοινή εμπειρία αντικειμένου. Στην περίπτωση της έκθεσης αυτής, πρόκειται για τον ίδιο τον χώρο του Μουσείου.

Εκτός από το δάπεδο και την οροφή, ο Μπαλντεσάρι, εμφύτευσε μοτίβα από τα έργα του Μαγκρίτ και σε άλλους χώρους. Πάνω από μια τεράστια πόρτα εισόδου τοποθέτησε ένα γλυπτό και πάνω από ένα παράθυρο, που βλέπει έξω στην Γουιλσάιρ Μπουλεβάρντ του Λος Αντζελες, μια φωτογραφία του νυχτερινού ουρανού του Μανχάταν. «Το Λος Αντζελες πάντα συγκρίνεται με τη Νέα Υόρκη και βρίσκεται υποδεέστερο, έτσι σκέφτηκα ότι θα είχε ενδιαφέρον να δώσω μιαν άποψη της Νέας Υόρκης, αλλά με τα περιγράμματα των κτιρίων του Λος Αντζελες πίσω της», εξηγεί. Οσο για τα σύννεφα στο δάπεδο, όπου πάνω τους περπατάει ο επισκέπτης, την ιδέα πήρε από τον εαυτό του. Πριν από 5 χρόνια είχε συλλάβει το σχέδιο των σύννεφων κάτω και των οδών επάνω, ως μέρος ενός κοινού προγράμματος με τον αρχιτέκτονα Ρεμ Κουλχάας για τις εγκαταστάσεις στο Λος Αντζελες της κυβενητικής Υπηρεσίας Εθνικών Οδών. Το πρόγραμμα ανέλαβε τελικά ο αρχιτέκτονας Τομ Μέιν, ο Μπαλντεσάρι κράτησε όμως την ιδέα και άρχισε να πειραματίζεται με εικόνες των σύννεφων για την έκθεση του μουσείου. «Στην αρχή σκέφτηκα να προσλάβω ένα ζωγράφο», λέει, «αλλά μετά είδα ότι μπορούσα να δανειστώ από τον ίδιο τον Μαγκρίτ. Απλώς χρειαζόταν να τα διαρρυθμίσουμε εκ νέου ψηφιακά».

Αντιστίξεις πραγμάτων

Ο Μαγκρίτ συχνά χρησιμοποιεί σύννεφα στα έργα του για να αντιπαραθέσει τη μέρα προς τη νύχτα. Σε ένα έργο χρησιμοποίησε τα σύννεφα στο πάνω μέρος για να δηλώσει τη μέρα και στο κάτω μέρος ένα σπίτι φωταγωγημένο για να δείξει τη νύχτα. «Και εγώ έχω την τάση να αντιπαραβάλλω πράγματα αντίθετα μεταξύ τους, όπως κάνει ο Μαγκρίτ. Η πρόθεση και σε κείνον και σε μένα είναι να κάνουμε τους ανθρώπους να κοιτάζουν προσεκτικότερα», λέει ο Μπαλντεσάρι. Ενας τρόπος γι’ αυτό είναι η μετάθεση. Σε ένα έργο του Μαγκρίτ, ένα μήλο βρίσκεται στη θέση του προσώπου ενός ανθρώπου και μια μεγάλη, ζωγραφισμένη κόκκινη κηλίδα καλύπτει τον κορμό μιας φωτογραφίας του Μπαλντεσάρι. «Ο,τι μένει έξω είναι πιο σημαντικό από ό,τι περιέχεται μέσα», είναι ένα από τα γνωμικά του.

Και οι δύο καλλιτέχνες επίσης παραμορφώνουν τις διαστάσεις και τη φυσική κλίμακα των πραγμάτων. Ο Μαγκρίτ συνηθίζει να προβάλει ένα στοιχείο σε δυσαναλογία με τα άλλα, όπως π.χ. ένα πράσινο μήλο, το οποίο γεμίζει ένα δωμάτιο ή ένα αυγό καταλαμβάνει όλο το κλουβί ή ακόμη μια χτένα καλύπτει μια κρεβατοκάμαρα.

Η κλίμακα όμως υπήρξε πρόβλημα και στην έκθεση την ίδια, μια και οι πίνακες του Μαγκρίτ είναι μικρών διαστάσεων σε σύγκριση με τα σύγχρονα έργα. Ηταν και η πρόκληση που αντιμετώπισε ο Μπαλντεσάρι. Πώς το έλυσε; Κάνοντας απροσδόκητες αντιστίξεις μεταξύ τους. Ορισμένες είναι ταιριαστές, όπως η συνύπαρξη της τεράστιας χτένας του Μαγκρίτ με το γλυπτό του Βίγια Κλέμενς, μιας γιγαντιαίας χτένας· άλλες όμως προσκαλούν το μάτι με την αντίθεσή τους, όπως μια γωνιά γεμάτη με εικόνες του Μαγκρίτ, του Εντ Ρουσά και του Τζεφ Κουνς.

Η έκθεση θα μπορούσε να αποκληθεί κολάζ του Μπαλντεσάρι εάν τα έργα δεν είχαν επιλεγεί πριν από τη συμμετοχή του. Ακόμη, όμως, και το στήσιμο μιας έκθεσης είναι τέχνη· «Δεν πιστεύω στον διαχωρισμό της τέχνης από τη μη τέχνη» αξιώνει, σταματώντας μπροστά σε δύο αφίσες. Η μία είναι για την έκθεση Μαγκρίτ και απεικονίζει μια πίπα (χωρίς επιγραφή), η οποία πετάει μέσα σε ένα καθαρό γαλάζιο ουρανό. Η άλλη είναι μία αφίσα για μια σειρά ταινιών με την Αννα Μανιάνι, στην οποία η Ιταλίδα ηθοποιός εικονίζεται να σκεπάζει το πρόσωπό της με τα χέρια.

Αναπάντητο ερώτημα

Κοιτάζοντάς τις ο Μπαλντεσάρι λέει ότι η παράθεσή τους δεν είναι τυχαία. Οφείλεται στο ότι η μυρωδιά του καπνού δεν άρεσε στη Μανιάνι. Εάν τώρα η έκθεση τούτη θα άρεσε στον ίδιο τον Μαγκρίτ είναι ένα ερώτημα στο οποίο ο Μπαλντεσάρι απαντά με ένα άλλο: «Αν τον συναντούσα στον ουρανό, θα με χαστούκιζε οργισμένος;» Για να απαντήσει συλλογισμένος: «Μπα, νομίζω θα του άρεσε».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή