Μεθαύριο Τρίτη συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από τη διόλου διορατική εκτίμηση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, ότι η εισβολή στο Ιράκ ολοκληρώθηκε επιτυχώς. Την ίδια μέρα ενδέχεται να προσγειωθεί στο Οβάλ Γραφείο το νομοσχέδιο για την περαιτέρω χρηματοδότηση του πολέμου με 124,2 δισεκατομμύρια δολάρια, που περιλαμβάνει όμως σαφές χρονοδιάγραμμα για την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη χώρα, η οποία θα πρέπει να ξεκινήσει μέσα στο 2007. Ο Μπους έχει ήδη προαναγγείλει ότι θα ασκήσει βέτο για να μπλοκάρει το νομοσχέδιο, που εγκρίθηκε από τη δημοκρατική πλειοψηφία της Βουλής.
Σαν να μην έφτανε η μετωπική σύγκρουση Ουάσιγκτον – Δημοκρατικών για το Ιράκ, η κυβέρνηση Μπους δέχεται πλέον και εξ οικείων βέλη: Μία μέρα πριν από την επέτειο, την οποία πιθανότατα θέλει να ξεχάσει ο Μπους, αύριο δηλαδή, κυκλοφορεί το βιβλίο του πρώην διευθυντή της CIA, Τζορτζ Τένετ, ο οποίος επιτίθεται εναντίον του αντιπροέδρου Ντικ Τσένι και άλλων κυβερνητικών αξιωματούχων, επειδή εισέβαλαν στο Ιράκ χωρίς να διενεργήσουν σοβαρή συζήτηση κατά πόσον ο Σαντάμ Χουσεΐν συνιστά άμεση απειλή για τις ΗΠΑ.
Τι λέει στο βιβλίο
Τίτλος του 549σέλιδου πονήματος «Στο επίκεντρο της καταιγίδας» και αντικείμενό του η πρώτη σοβαρή καταγραφή της διαδρομής από την 11η Σεπτεμβρίου και την απόφαση για εισβολή στο Ιράκ μέχρι την αποτυχία να εντοπιστούν τα όπλα μαζικής καταστροφής, που νομιμοποίησαν τις επιχειρήσεις εναντίον της Βαγδάτης από ένα στέλεχος του στενού κύκλου του προέδρου. Εξαιρετικά επικριτικό, επιθετικό και ελάχιστα αυτοκριτικό, σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ των «Τάιμς της Νέας Υόρκης», το βιβλίο αποτελεί ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον της αμερικανικής κυβέρνησης, που φόρτωσε όλες τις ευθύνες στη CIA και ειδικότερα στον ίδιο τον Τένετ. «Αντί να αναγνωρίσουν την ευθύνη τους, το μήνυμα της κυβέρνησης ήταν «Μη μας κατηγορείτε! Ο Τένετ και η CIA μας έμπλεξαν σε αυτήν την περιπέτεια»», γράφει χαρακτηριστικά ο Τένετ.
Πάντως, ο πρώην διευθυντής της CIA επιχειρεί να προστατεύσει τον Μπους, σκιαγραφώντας τον μάλλον θετικά: «Είχε τον πλήρη έλεγχο, ήταν αποφασιστικός και έδωσε σαφείς κατευθύνσεις». Αντίθετα επιφυλάσσει φαρμακερά σχόλια στους ηγέτες του Πενταγώνου, ειδικά τους Πολ Γούλφοβιτς και Ντάγκλας Φέιθ, τονίζοντας ότι τη στιγμή που ο ίδιος ο Τένετ και η CIA ασχολούνταν με την Αλ Κάιντα, εκείνοι σχεδίαζαν την εισβολή στο Ιράκ.
Ασφυκτικές πιέσεις
Η εκτίμηση αυτή, ότι δηλαδή το γραφείο του αναπληρωτή υπουργού Αμυνας, Ντάγκλας Φέιθ, ασκούσε ασφυκτικές πιέσεις για την εισβολή στο Ιράκ, συχνά αψηφώντας τις πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών, επιβεβαιώθηκε πριν από δύο εβδομάδες με τη δημοσιοποίηση εγγράφου του γενικού επιθεωρητή του υπουργείου Αμυνας. Στην έκθεση αυτή υπογραμμίζεται ότι δεν υπήρχαν επιχειρησιακοί δεσμοί μεταξύ της Αλ Κάιντα και του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν και περιγράφονται λεπτομερώς οι γκάφες που διεπράχθησαν στη διαδικασία συγκέντρωσης πληροφοριών και οι οποίες οδήγησαν στην εισβολή. Στην αναφορά του επιθεωρητή επιρρίπτονται σοβαρές πολιτικές ευθύνες στον νεοσυντηρητικό Φέιθ, ο οποίος κατηγορείται ότι «ανέπτυξε και παρήγαγε εκτιμήσεις για τη σχέση Ιράκ – Αλ Κάιντα, που δεν συμπίπτουν με όσα στοιχεία συνέλεξαν οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας». Τα παραπλανητικά αυτά στοιχεία έφτασαν στα υψηλότερα κλιμάκια της κυβέρνησης, επειδή ο Φέιθ δεν ζήτησε τη συνδρομή των μυστικών υπηρεσιών, διαπίστωσε ο επιθεωρητής.
Η διαμάχη Μπους – CIA κλιμακώθηκε το 2004, καθώς η υπηρεσία είχε επενδύσει σε μία νίκη του Δημοκρατικού Τζον Κέρι, στις προεδρικές εκλογές, και είχε επιδοθεί σε μια σειρά επιβαρυντικών αποκαλύψεων εις βάρος των νεοσυντηρητικών οργανωτών της εισβολής στο Ιράκ. Ετσι, παρά την υποτιθέμενη κομματική της ουδετερότητα, η CIA προχώρησε σε σωρεία διαρροών για να βλάψει την προεκλογική εκστρατεία του Μπους. Την ώρα που κορυφωνόταν η αναμέτρηση Κέρι – Μπους η υπηρεσία επέτρεψε σε έναν αναλυτή, ονόματι Μάικλ Σόιερ, όπως έγινε γνωστό αργότερα, να εκδώσει ένα βιβλίο με τίτλο «Αυτοκρατορική ύβρις», διατηρώντας την ανωνυμία του. Σε αυτό ο συγγραφέας, έμμισθος υπάλληλος του προέδρου και δημόσιος κατήγορος του αφεντικού του, επέκρινε με σκληρά λόγια την πολιτική του πολιτικού του προϊστάμενου στο Ιράκ. Οπως παραδέχθηκε μετεκλογικά σε συνέντευξή του στην «Ουάσιγκτον Ποστ» ο ίδιος ο Σόιερ, «όσο το βιβλίο μου χρησίμευε για την ταπείνωση του προέδρου, η CIA μού έδινε το πράσινο φως να μιλώ στα ΜΜΕ».
Ο «δεύτερος Τένετ»
Μετά την αποπομπή Τένετ, τον Ιούλιο του 2004, ο διάδοχός του, Πόρτερ Γκος, επέλεξε τον δρόμο του προκατόχου του, εξασφαλίζοντας από τον αμερικανικό Τύπο το παρατσούκλι «δεύτερος Τένετ». Αυτό που του στοίχισε τη θέση του ήταν η φανατική αφοσίωσή του στον Μπους και ο στόχος του να μετατρέψει το Λάνγκλεϊ σε παραμάγαζο του Λευκού Οίκου, αναλαμβάνοντας παράλληλα την πρωτοβουλία να μεταρρυθμίσει τη CIA. Στο πλαίσιο αυτό εκδίωξε από την υπηρεσία αρκετούς ανώτατους αξιωματούχους, με την υποψία ότι δεν ήσαν αρκετά πιστοί στον πρόεδρο. Καθώς μετρούσε τους τελευταίους μήνες της θητείας του το καλοκαίρι του 2006, ο Γκος έφτασε στο σημείο να μην μπορεί να ικανοποιήσει τον Μπους και να μη διαθέτει ούτε ένα σύμμαχο στους κόλπους της CΙΑ.
Οι αντιπαραθέσεις και οι διαφωνίες μεταξύ Λευκού Οίκου και CIA δεν είναι κάτι καινούργιο. Ο ιδρυτής της μυστικής οργάνωσης, Μπιλ Ντόνοβαν, έμεινε στην ιστορία για τις έντονες διαφωνίες του με τους ενοίκους του Λευκού Οίκου, ξεκινώντας από τον Φράνκλιν Ρούζβελτ και φθάνοντας έως και τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Κύριο σημείο διαφωνίας, η αναιμική (όπως πίστευε ο Ντόνοβαν) εκστρατεία των ΗΠΑ για αναχαίτιση του κομμουνισμού στην Ευρώπη.
Τη χρήση ατομικής βόμβας στην Κορέα είχε ζητήσει το 1952 ο τότε διευθυντής, στρατηγός ε.α., Μπεντέλ-Σμιθ. Επιπλέον θυσίες α λα Τένετ είχαμε και στο παρελθόν: Την ευθύνη του Κόλπου των Χοίρων, το 1961, ανέλαβε παραιτούμενος ο Αλεν Ντάλες, πρώτος πολίτης διευθυντής και πρώτος διοργανωτής κατασκοπευτικών αποστολών επί σοβιετικού εδάφους.