Στα σύνορα με το Ιράκ η μάχη εξουσίας

Στα σύνορα με το Ιράκ η μάχη εξουσίας

5' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε ιδιαιτέρως ολισθηρό δρόμο βαδίζει η Τουρκία. Η έμμεση πλην σαφής διασύνδεση της εσωτερικής μάχης για την εξουσία με το Κουρδικό έχει δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα, που απειλεί να τινάξει στον αέρα τη στρατηγική σχέση Ουάσιγκτον – Αγκυρας. Είναι προφανές ότι η στρατογραφειοκρατία χρησιμοποιεί το χαρτί της εισβολής στο βόρειο Ιράκ σαν μοχλό για να φθείρει το κυβερνών κόμμα, ώστε στις εκλογές της 22ας Ιουλίου να χάσει την αυτοδυναμία.

Το ενδεχόμενο αυτό δεν είναι καθόλου απίθανο. Τα δύο δεξιά κόμματα (της Μητέρας Πατρίδας και του Ορθού Δρόμου) συνενώθηκαν και κατά πάσα πιθανότητα θα υπερβούν το όριο του 10%. Η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα) θα ενισχυθεί με τις ψήφους του Κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς, ενώ μάχη για την είσοδό του στην Εθνοσυνέλευση θα δώσει και το Εθνικιστικό Κόμμα.

Η συνταγματική αναθεώρηση

Εάν υποχρεωθεί να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού, ο Ταγίπ Ερντογάν θα έχει σαφώς μικρότερα περιθώρια κινήσεων και θα είναι ευάλωτος στις πιέσεις της στρατογραφειοκρατίας. Το γεγονός ότι η Εθνοσυνέλευση ενέκρινε για δεύτερη φορά τη συνταγματική αναθεώρηση είναι μία τακτική νίκη του, αλλά δεν του λύνει το πρόβλημα. Ο πρόεδρος Σεζέρ έχει τη δυνατότητα να παραπέμψει εντός 15 ημερών το ζήτημα σε δημοψήφισμα, το οποίο -σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία- μπορεί να πραγματοποιηθεί έπειτα από τουλάχιστον 120 ημέρες. Με άλλα λόγια, είναι εξαιρετικά δύσκολο στις 22 Ιουλίου να πραγματοποιηθούν εκλογές και για κυβέρνηση και για Πρόεδρο Δημοκρατίας, όπως επιθυμεί ο Ερντογάν.

Παρ’ όλα αυτά, το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης όχι μόνο παραμένει πρώτο κόμμα, αλλά είναι και πολιτικά ενισχυμένο. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι στο σημείο που έχει φθάσει η σύγκρουση με το κεμαλικό κατεστημένο δεν φαίνεται να υπάρχουν περιθώρια για έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό. Ή θα κερδίσει την παρτίδα, συρρικνώνοντας τη δύναμη της στρατογραφειοκρατίας, ή θα ηττηθεί από αυτή.

Με άλλα λόγια, η σύγκρουση δείχνει να είναι μέχρι τελικής πτώσεως. Γι’ αυτό και η κάθε πλευρά τα παίζει όλα για όλα. Αυτό ισχύει κυρίως για το «βαθύ κράτος», το οποίο έχει συνειδητοποιήσει ότι δίνει μάχη σχεδόν επιβίωσης. Εάν, μάλιστα, κρίνουμε από τις μεθόδους που έχει χρησιμοποιήσει στο παρελθόν, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι βομβιστικές επιθέσεις του τελευταίου διαστήματος είναι προβοκάτσιες με σκοπό την καλλιέργεια κλίματος, που θα διευκολύνει το παιχνίδι των πασάδων.

Το Γενικό Επιτελείο εκμεταλλεύεται το Κουρδικό για να ενεργοποιήσει τα εθνικιστικά ανακλαστικά της τουρκικής κοινωνίας και να στριμώξει τον Ερντογάν. Ο στρατηγός Μπουγιούκανιτ έχει δημοσίως ταχθεί υπέρ της εισβολής στο βόρειο Ιράκ, αλλά πετάει το μπαλάκι της τελικής απόφασης στην κυβέρνηση, αφήνοντας να αιωρείται η αιχμή ότι αυτή ολιγωρεί.

Για να αποκρούσει την έμμεση πλην σαφή αυτή κατηγορία και να μην υστερήσει στην κούρσα του εθνικισμού, ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι εάν υπάρξει αίτημα από τις Ενοπλες Δυνάμεις για εισβολή, η Εθνοσυνέλευση (όχι η κυβέρνηση) θα δώσει την εξουσιοδότηση. Η αντίδραση του αρχηγού ΓΕΕΘΑ είναι ενδεικτική: «Δεν μπορώ να κάνω και γραπτή αίτηση, τι περιμένουν από μένα;».

Στην πραγματικότητα και οι δύο πόλοι στην Αγκυρα παίζουν ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Το ζήτημα της εισβολής έχει για τα καλά εμπλακεί στις σκοπιμότητες της μάχης για την εξουσία. Πρόκειται για πρωτοφανές γεγονός. Στην Τουρκία, η γραμμή για τα εθνικά θέματα ήταν υπεράνω της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης των κομμάτων. Τώρα, όμως, δεν πρόκειται για κομματική διαμάχη. Πρόκειται εμμέσως για καθεστωτικού χαρακτήρα σύγκρουση. Γι’ αυτό και είναι οι ίδιοι οι πασάδες, που επιστρατεύουν το Κουρδικό για να πλήξουν τον Ερντογάν. Επί της ουσίας, η πολιτική της Αγκυρας για το βόρειο Ιράκ έχει περιέλθει σε αδιέξοδο. Μέχρι τώρα, οι αλλεπάλληλες απειλές της για εισβολή έχουν πέσει στο κενό. Για να προσδώσει αξιοπιστία και πολιτική εμβέλεια σ’ αυτές τις απειλές, συγκεντρώνει τεράστιες στρατιωτικές δυνάμεις στη μεθόριο με το Ιράκ. Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι στρατιωτικό. Είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό.

Εμπρακτο «όχι»

Οι Αμερικανοί φαίνονται αποφασισμένοι να κρατήσουν τον τουρκικό στρατό έξω από τα ιρακινά σύνορα. Εχουν, μάλιστα, προειδοποιήσει επισήμως και σαφώς την Αγκυρα να μην αποτολμήσει εισβολή. Στις 12 Απριλίου, ο υφυπουργός Εξωτερικών Ντάνιελ Φράιντ είχε κάνει διάβημα στον Τούρκο πρέσβη. Παρόμοιο διάβημα έγινε κι αυτές τις ημέρες.

Η Ουάσιγκτον δεν περιορίσθηκε, όμως, μόνο σε διαβήματα. Εστειλε και έμπρακτα μηνύματα αποτροπής. Πρώτον, έσπευσε να ενισχύσει πολιτικά την περιφερειακή κουρδική κυβέρνηση του Νετσιρβάν Μπαρζανί, μεταβιβάζοντάς της την ευθύνη της ασφάλειας τριών επαρχιών του βορείου Ιράκ (Αρμπίλ, Σουλεϊμανίγιε και Ντοχούκ). Δεύτερον, συγκεντρώνει μαχητικά σε αεροδρόμια κοντά στην ιρακοτουρκική μεθόριο.

Και τρίτον, στις 24 Μαΐου, δύο αμερικανικά μαχητικά παραβίασαν για 4 λεπτά τον τουρκικό εναέριο χώρο για να φωτογραφήσουν τη διάταξη των στρατιωτικών δυνάμεων στη μεθόριο και κυρίως για να στείλουν ένα πιο άμεσο μήνυμα. Αυτή είναι και η ερμηνεία του τουρκικού Τύπου. Ο Ερντογάν άδραξε την ευκαιρία να κάνει ανέξοδα ρελάνς στους πασάδες, απειλώντας τους Αμερικανούς ότι «εάν υπάρξει άλλη παραβίαση η διαδικασία είναι γνωστή». Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική. Οπως ομολόγησε στη «Χουριέτ» ο προηγούμενος αρχηγός ΓΕΕΘΑ Χιλμί Οζκιόκ, έχουν προηγηθεί κι άλλες παραβιάσεις, οι οποίες, όμως, δεν δημοσιοποιήθηκαν.

Κατόπιν αυτών, το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν οι Τούρκοι θα διακινδυνεύσουν να έλθουν αντιμέτωποι με αμερικανικές δυνάμεις και να τινάξουν στον αέρα τη στρατηγική σχέση τους με τις ΗΠΑ. Εάν δεν καταφέρουν να πάρουν το «πράσινο φως» για μία περιορισμένη χρονικά και γεωγραφικά επιχείρηση, το πιθανότερο είναι να μην κάνουν το βήμα.

Ασταθής ισορροπία

Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η πολιτική δυναμική που έχει αναπτυχθεί γύρω από αυτήν την υπόθεση. Δυναμική, που μπορεί να εξωθήσει σε τυχοδιωκτισμούς, που σε άλλες συνθήκες δεν θα γινόταν. Το ενδεχόμενο αυτό μας οδηγεί στην άλλη όψη του ερωτήματος: εάν ο τουρκικός στρατός τελικώς εισβάλει, οι Αμερικανοί θα παραταχθούν απέναντί του ή θα περιορισθούν σε διπλωματικά αντίμετρα, αφήνοντας τους Κούρδους «πεσμεργκά» να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.

Εάν η Ουάσιγκτον ανεχθεί το τουρκικό τετελεσμένο, θα υποστεί βαρύ πλήγμα η αξιοπιστία της. Και βεβαίως θα τιναχθεί στον αέρα η στρατηγική συμμαχία της με τους Κούρδους. Το ασφαλές έρεισμά της στην ευρύτερη περιοχή θα αποσταθεροποιηθεί. Η μαζική εισβολή των Τούρκων θα οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Δεν θα αντισταθούν μόνο οι αντάρτες του ΡΚΚ, αλλά και οι δυνάμεις της κουρδικής κυβέρνησης. Οι Κούρδοι το έχουν πει ευθέως στους Αμερικανούς. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι αυτές τις ημέρες ο στρατηγός Μπουγιούκανιτ αναρωτήθηκε δημοσίως εάν στόχος της εισβολής θα είναι μόνο οι αντάρτες του ΡΚΚ ή «θα συμβεί κάτι και με τον Μπαρζανί;».

Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ θεωρούν την Τουρκία «κομβικό κράτος». Γι’ αυτό και επιχειρούν να ισορροπήσουν ανάμεσα σε δύο σκοπιμότητες, οι οποίες, όμως, καθίστανται εκ των πραγμάτων ασύμβατες. Η θέση τους για συνεργασία της τουρκικής με την ιρακινή κυβέρνηση για την επίλυση του προβλήματος των ανταρτών του ΡΚΚ θεωρείται από την Αγκυρα υποκριτική.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή