Δεν είναι ασυνήθιστο το θέαμα τον τελευταίο καιρό: άνθρωποι συγκεντρωμένοι στο γρασίδι του κήπου έξω από το National Mall, ένα από τα μεγάλα εμπορικά κέντρα στην Ουάσιγκτον, να ακούνε κάποιον που εκφωνεί έναν πύρινο αντιπολεμικό λόγο, με φράσεις όπως «επιθετική εξωτερική πολιτική», «ο πόλεμος που δημιουργήσαμε», «άοκνες κυβερνητικές προσπάθειες για έλεγχο των πληροφοριών» και «παραποιημένα ντοκουμέντα». Σε κάποιο σημείο ο κόσμος ξεσπάει σε χειροκροτήματα και μια νεαρή γυναίκα φωνάζει: «Μπράβο! Καλά τα λες!».
Οι επευφημίες αυτές ακούγονται, ωστόσο, όταν ο ρήτορας έχει μόλις αναφερθεί στον πόλεμο του Βιετνάμ και σε ανθρώπους που το επίθετό τους είναι Τζόνσον, Ρασκ και Μπάντι. Σ’ αυτό το σημείο κορύφωσης το «πλήθος» αριθμεί κάπου 30 άτομα, πολλά από τα οποία βιντεοσκοπούν, μαγνητοφωνούν ή φωτογραφίζουν το γεγονός. Μ’ άλλα λόγια, αν είχε συμβεί να περάσετε από εκεί την περασμένη Πέμπτη το απόγευμα, θα είχατε βρεθεί όχι ακριβώς στον χώρο μιας πραγματικής εκδήλωσης διαμαρτυρίας αλλά κάπου αλλού, στο απροσδιόριστο πεδίο όπου η τέχνη συναντά την πολιτική στράτευση.
Ο φλογερός ομιλητής ήταν ο Μαξ Μπάνζελ, ένας 23χρονος ηθοποιός από τη Νέα Υόρκη, ο οποίος ανέλαβε να παίξει αυτόν το ρόλο ανάμεσα στις άλλες υποχρεώσεις του και τις ακροάσεις για κινηματογραφικές ταινίες. Το έκανε επ’ αμοιβή, αν και, όπως λέει, η ομιλία (την οποία είχε εκφωνήσει αρχικά ο Πολ Πότερ, ο πρόεδρος της Ενωσης Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία, στη διάρκεια της μεγάλης πορείας προς την Ουάσιγκτον το 1965) τον είχε πραγματικά συγκινήσει και προβληματίσει. Οι περισσότεροι από τους νεαρούς θεατές που συγκεντρώθηκαν εκεί είχαν πλήρη επίγνωση ότι παρακολουθούν τέχνη, αλλά κι αυτοί στο τέλος φαίνονταν ότι είχαν ξεφύγει από τον ρόλο του θεατή και ανταποκρίνονταν με θερμό ενδιαφέρον στα επιχειρήματα του Πότερ.
Το «σύστημα»
Ο Μαρκ Τράιμπ, καλλιτέχνης και επίκουρος καθηγητής στην έδρα σύγχρονης κουλτούρας και μέσων ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο Μπράουν, στην Πρόβιντενς του Ρόουντ Αϊλαντ, έχει οργανώσει μια σειρά τέτοιων «αναπαραστάσεων» σε τοποθεσίες όπου έγιναν σημαντικές ομιλίες από στελέχη της αμερικανικής Νέας Αριστεράς, στη διάρκεια των πολιτικών κινητοποιήσεων των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Οπως λέει, η επιδίωξή του ήταν να δημιουργήσει ακριβώς αυτό το παράξενο κράμα τέχνης και πολιτικής. Στόχος του είναι να χρησιμοποιήσει τους λόγους αυτούς όχι απλώς σαν ιστορικά πρετ-α-πορτέ ή πειράματα εννοιολογικής τέχνης, αλλά και σαν αφορμή αυθεντικού προβληματισμού, για να επισημανθεί με τη βοήθεια της τέχνης πόσο έχει αλλάξει η πολιτική πραγματικότητα και πόσο έχει παραμείνει η ίδια. Ή, κατά την άποψη του Τράιμπ, πόσο χειρότερα είναι τα πράγματα σήμερα σε σχέση με τον καιρό που ο Πότερ παρότρυνε τους ακροατές του, με τη χαρακτηριστική ανατρεπτική θέρμη του ’60, να «κατονομάσουν το σύστημα» που επέτρεψε να γίνει ο πόλεμος του Βιετνάμ.
«Σαράντα χρόνια έχουν περάσει», λέει ο Τράιμπ, «και το σύστημα για το οποίο μιλούσε ο Πότερ έχει γίνει πολύ πιο εκλεπτυσμένο και αποτελεσματικό. Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα ή ο καπιταλισμός, ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε, έχει παγκοσμιοποιηθεί και εντατικοποιηθεί στο έπακρο.
Η ομιλία του Πολ Πότερ (ο οποίος πέθανε πριν από αρκετά χρόνια) είναι η τρίτη που έχει χρησιμοποιήσει έως τώρα ο Τράιμπ στο αποκαλούμενο Port Huron Project, το σχέδιο που πήρε τ’ όνομά του από το γνωστό μανιφέστο της Νέας Αριστεράς. Η πρώτη, που παρουσιάστηκε το περασμένο καλοκαίρι στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, ήταν η αναπαράσταση του λόγου που εκφώνησε η Κορέτα Σκοτ Κινγκ το 1968, και η δεύτερη, στο Boston Common τον περασμένο μήνα, ήταν μια ομιλία του Χάουαρντ Ζιν το 1971, όπου έκανε έκκληση για πολιτική ανυπακοή. Η Creative Time, καλλιτεχνικός οργανισμός με έδρα τη Νέα Υόρκη, έχει συμφωνήσει να βοηθήσει στην παραγωγή τριών ακόμα αναπαραστάσεων ομιλιών το 2008.
Γιορκσάιρ, 1984
Η ιστορική αναβίωση ως είδος παραστατικής τέχνης γνωρίζει τα τελευταία χρόνια σημαντική ακμή. Ανάμεσα σ’ εκείνους που έχουν ασχοληθεί με επιτυχία με το είδος είναι ο Βρετανός καλλιτέχνης Τζέρεμι Ντέλερ, ο οποίος τιμήθηκε το 2004 με το Βραβείο Τέρνερ. Το 2001 παρουσίασε την αναπαράσταση ενός γεγονότος που υπήρξε σταθμός στη βρετανική εργατική ιστορία, της σύγκρουσης αστυνομίας και ανθρακωρύχων το 1984 στο Γιορκσάιρ της Αγγλίας, επί κυβερνήσεως Θάτσερ.
Στην επική αυτή αναπαράσταση, που κινηματογραφήθηκε με τη βοήθεια του σκηνοθέτη Μάικ Φίγκις, χρησιμοποιήθηκαν αυθεντικά ρούχα της εποχής, εκατοντάδες κομπάρσοι και χιλιάδες ψεύτικα τούβλα (που τα εκσφενδόνιζαν οι «ανθρακωρύχοι» στους «αστυνομικούς»).
Ο Μαρκ Τράιμπ, από τη μεριά του, κρατάει σε πολύ χαμηλό επίπεδο το κόστος των παραστάσεων. Δημοσιεύει φτηνές αγγελίες στο Backstage και άλλα θεατρικά έντυπα και προσλαμβάνει έναν ηθοποιό για την απόδοση της κάθε ομιλίας, τον οποίο διαλέγει αφού κάνει ακρόαση σε πολλούς υποψήφιους. «Μας πλημμυρίζουν οι υποψήφιοι» λέει και προσθέτει χαμογελώντας: «Πάντα τους παίρνουμε τηλέφωνο μετά την ακρόαση». (Ο Μαξ Μπάνζελ, ο ηθοποιός που «ερμήνευσε» την ομιλία του Πότερ, γεννήθηκε σχεδόν μια δεκαετία μετά το τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ και έμαθε για τον ρόλο μέσω φίλων.) Το αναλόγιο από ξύλο πεύκου που χρησιμοποιεί ο Τράιμπ στις παραστάσεις, το βρήκε μέσω της ιστοσελίδας craigslist.com Και με τη βοήθεια μιας ομάδας φοιτητών του τοποθετεί την εξέδρα και έναν στοιχειώδη οπτικοακουστικό εξοπλισμό στην τοποθεσία της παράστασης, ενώ χρησιμοποιεί το Ιντερνετ για να προσελκύσει ανθρώπους, που ελπίζει ότι θα νιώσουν το έδαφος να κινείται λίγο κάτω από τα πόδια τους.
Διαμαρτυρία
«Δεν μπορείς να το τοποθετήσεις σε καμιά συγκεκριμένη κατηγορία» λέει. «Είναι διαμαρτυρία; Οχι ακριβώς. Είναι θέατρο; Ούτε αυτό μπορείς να το πεις. Τι είναι; Βρισκόμαστε σε ενεστώτα χρόνο; Κι όμως, η ομιλία που ακούμε εκφωνήθηκε πριν από 42 χρόνια. Υπάρχει μια σουρεαλιστική χροιά σε όλα αυτά. Πηγαίνουμε μπρος-πίσω στον χρόνο και αυτό δημιουργεί ένα παράξενο αίσθημα».
Οπως λέει, άρχισε να σκέφτεται αυτές τις αναπαραστάσεις όταν ξεκίνησε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μπράουν, το 2005, και είδε ότι πολλοί σπουδαστές του που έλεγαν ότι αντιτίθενται στον πόλεμο στο Ιράκ έκαναν ελάχιστα για να εκφράσουν την αντίθεσή τους. «Δεν υπήρχαν εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Οι φοιτητές μου φαίνονταν να μη θέλουν ούτε να κουβεντιάσουν για το θέμα».
Το κίνητρό του για την πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου είναι εν μέρει προσωπικό – όπως συνήθως συμβαίνει με την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Είναι ένας τρόπος να συνδεθεί με τις παιδικές του αναμνήσεις από την πολιτική δράση των γονιών του (ο πατέρας του είναι ο Λόρενς Τράιμπ, καθηγητής Νομικής στο Χάρβαρντ και πολιτικά ενεργός από τα νεανικά του χρόνια).
«Θεωρώ εκείνη την εποχή πλούσια πηγή έμπνευσης» τονίζει. «Ηταν μια εποχή πολιτικά αλλά και ερωτικά συναρπαστική».