Το 1987 κυκλοφόρησε το βιβλίο του ιστορικού Πολ Κένεντι «Η άνοδος και πτώση των μεγάλων δυνάμεων», που θα γινόταν γρήγορα παγκόσμιο μπεστ σέλερ. Αναλύοντας τη διαδρομή των κυρίαρχων του κόσμου, από την Αυτοκρατορία των Αψβούργων μέχρι τη Μεγάλη Βρετανία, ο Κένεντι θεμελίωσε τη λογική της «ιμπεριαλιστικής υπερεπέκτασης» (αναντιστοιχία ανάμεσα στην υπέρμετρη στρατιωτική – γεωγραφική εξάπλωση μιας δύναμης και στο εσωτερικό οικονομικό – κοινωνικό δυναμικό της, που την οδηγεί στη βαθμιαία εξάντληση) και κατέληξε σε τολμηρά συμπεράσματα: Προέβλεψε ότι οι δύο πρωταγωνιστές του Ψυχρού Πολέμου, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, θα γνωρίσουν τη σχετική παρακμή, ενώ το μέλλον θα λάμψει για τις ανερχόμενες δυνάμεις, τη Δυτική Ευρώπη και κυρίως την Ιαπωνία και την Κίνα. Οπως όλοι οι ιστορικοί, αποδείχθηκε περισσότερο ικανός στην ανάλυση του παρελθόντος, παρά στις προβλέψεις για το μέλλον. Το άρθρο του Κένεντι που δημοσιεύθηκε στο χθεσινό φύλλο της International Herald Tribune θα μπορούσε να έχει ως τίτλο: «Η πτώση και η άνοδος της Ρωσίας». Και αυτή τη φορά δεν απέφυγε την παγίδα που παραμονεύει κάθε ιστορικό, όταν αποφασίζει να καταπιαστεί με τα προβλήματα της εποχής του: να επηρεαστεί, δηλαδή, υπερβολικά από την ατμόσφαιρα της πολιτικής συγκυρίας, στερημένος από το αναγκαίο φίλτρο του χρόνου, που χωρίζει το βαθύτερο και μονιμότερο από το επιφανειακό και εφήμερο. Η ανάλυση του Κένεντι σκιαγραφεί ένα νέο ρωσικό εθνικισμό, αποφασισμένο να επιβάλει μονομερώς τη θέλησή του στην παγκόσμια σκακιέρα, όχι λιγότερο από τον νεοσυντηρητισμό της Αμερικής του Μπους, ενδεχομένως και πιο επικίνδυνο, στο μέλλον, λόγω του δημοκρατικού ελλείμματος της αχανούς και πληγωμένης χώρας.
Ασφαλώς, οι τελευταίες εβδομάδες προσέφεραν αρκετή τροφή στις ρωσοφοβικές ελίτ της Δύσης: Ρήξη του Κρεμλίνου με το Λονδίνο για την υπόθεση Λιτβινένκο, κατάρρευση διεθνών συνθηκών ελέγχου των εξοπλισμών, εντυπωσιακές επιδείξεις νέων ρωσικών οπλικών συστημάτων, επιστροφή της Ρωσίας στις περιπολίες βομβαρδιστικών αεροσκαφών, επιδεικτική τοποθέτηση της ρωσικής σημαίας σε βάθος 4.600 μέτρων, στον βυθό της Αρκτικής.
Η αλήθεια είναι, όμως, ότι όλες αυτές οι «επιδείξεις αποφασιστικότητας» του Πούτιν ήρθαν ως αμυντικές κινήσεις σε μονομερείς πρωτοβουλίες δυτικών δυνάμεων και κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών. Η αλήθεια είναι, επίσης, ότι οι συνολικές αμυντικές δαπάνες της Ρωσίας δεν φτάνουν παρά το ένα εικοστό των αντίστοιχων αμερικανικών και ότι, ακόμη και αν το ήθελε ο Πούτιν, τα τεράστια κοινωνικά και δημογραφικά προβλήματα της χώρας του -παρά τη σημαντική βελτίωση της οικονομίας- δεν θα του επέτρεπαν, στο ορατό μέλλον, μια υπερφίαλη πολιτική κατά μέτωπον ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ. Τουλάχιστον ο ιστορικός που ανέλυσε τη μοιραία ασθένεια της «ιμπεριαλιστικής υπερεπέκτασης» θα έπρεπε να το αντιλαμβάνεται καλύτερα από τους άλλους.