Η πολιτική του Θεού και των Ανθρώπων

7' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το λυκόφως των Θεών αναβλήθηκε. Εχουμε προοδεύσει σε τέτοιο βαθμό ώστε τα προβλήματα που μας απασχολούν σήμερα μοιάζουν ξανά με εκείνα του 16ου αιώνα και αφορούν θεωρίες αποκάλυψης, δόγματα και ιερά καθήκοντα. Στη Δύση δεν κατανοούμε πως οι θεολογίες εξακολουθούν να ενσπείρουν πάθη.

Τον Μάιο του 2006, ο Ιρανός πρόεδρος, Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, έστειλε επιστολή στον Αμερικανό πρόεδρο, Τζορτζ Μπους. Το θέμα του είναι πολιτικό αλλά η γλώσσα του θρησκευτική. «Αν οι προφήτες και ο Ιησούς ήταν μαζί μας σήμερα, πώς θα έκριναν αυτήν τη συμπεριφορά;» Το ερώτημά του δεν ήταν ρητορικό. Ακολουθεί μια έκκληση στον Αμερικανό πρόεδρο να εναρμονίσει τις πράξεις του με τα ιερά κείμενα.

Η γλώσσα της πολιτικής θεολογίας ήταν επί χιλιετίες η μόνη που διέθεταν οι άνθρωποι για να εκφράσουν τις σκέψεις τους περί πολιτικής. Είναι πρωτόγονη αλλά και σύγχρονη: αμέτρητα εκατομμύρια ανθρώπων προσπαθούν να εναρμονίσουν το σύνολο της ανθρώπινης ζωής με το θείο θέλημα και έχουν τους λόγους τους. Για να τους καταλάβουμε πρέπει να ερμηνεύσουμε τη γλώσσα της πολιτικής θεολογίας.

Μόλις πριν από δύο αιώνες αρχίσαμε να πιστεύουμε ότι η Δύση είναι ο μονόδρομος προς τη σύγχρονη κοσμική δημοκρατία και ότι οι άλλες κοινωνίες θα ακολουθήσουν αναπόφευκτα. Αν και δεν συνέβη αυτό, εξακολουθούμε να διατηρούμε την πίστη μας στο εκσυγχρονισμό και να αποδίδουμε την ευθύνη για την καθυστέρηση στην ακραία ένδεια και στην αποικιοκρατία. Στο πλαίσιο αυτό βλέπουμε την πολιτική θεολογία, ιδιαίτερα στην ισλαμική της μορφή, σαν έναν αταβισμό που χρειάζεται ψυχολογική ή κοινωνιολογική ανάλυση αλλά όχι διανοητική προσπάθεια. Οι ισλαμιστές, ακόμη κι αν είναι καλλιεργημένοι επαγγελματίες, μας φαίνονται καταπιεσμένοι, παράλογοι εκπρόσωποι των καταπιεσμένων, παράλογων κοινωνιών τους.

Από πού να αρχίσουμε όμως; Η ιστορία της πολιτικής θεολογίας στη Δύση έχει πολλά να μας διδάξει. Η πολιτική θεολογία ήταν παρούσα στην πνευματική ζωή των δυτικών ακόμη και τον 20ό αιώνα. Ακόμη και οι πιο σταθερές και επιτυχημένες δημοκρατίες, με τους πλέον πεφωτισμένους και πολιτισμένους πιστούς, απεδείχθησαν ευάλωτες στον πολιτικό μεσσιανισμό και τη θεολογική του δικαιολογία. Αν κατανοήσουμε πώς κατέστη αυτό δυνατόν στην ανεπτυγμένη Δύση, αν ακούσουμε μια πολιτική θεολογία σε ένα πιο κατανοητό γλωσσικό ιδίωμα από χείλη ανθρώπων με ρούχα και ονόματα γνώριμα, ίσως θυμηθούμε πώς φαίνεται ο κόσμος από αυτήν την οπτική γωνία.

Η θεολογία είναι ένα ερμηνευτικό πλαίσιο περί του γιατί είναι έτσι τα πράγματα και πώς θα έπρεπε να είναι. Ας φανταστούμε την ανθρωπότητα στην αυγή της να συνειδητοποιεί πως ζει σ’ έναν κόσμο, του οποίου την προέλευση δεν γνωρίζει και ο οποίος συμπεριφέρεται με έναν τρόπο. Συμπεραίνει ότι αυτός ο κόσμος κατασκευάστηκε για κάποιον σκοπό βάσει της βούλησης του δημιουργού του, την οποία πρέπει να ακολουθήσουν οι πάντες. Οι άνθρωποι αρχίζουν να σχηματίζουν άποψη περί του δημιουργού και υποθέτουν διάφορα περί των προθέσεών του, τις οποίες δεν μπορούν να αντιληφθούν πλήρως. Κι εδώ υπεισέρχονται οι διάφορες θεωρίες αποκάλυψης και μαζί με αυτές η πολιτική θεολογία.

Στη διάρκεια του Μεσαίωνα ο χριστιανικός κόσμος ασχολείτο με ερωτήματα σχετικά με τη σχέση θρησκείας και πολιτικής. Πόλη του Ανθρώπου έναντι της Πόλης του Θεού, οι εκκλησιαστικοί κανόνες έναντι της μυστικιστικής ενόρασης, οι ιεροεξεταστές έναντι των μαρτύρων, αυτοκράτορας κατά του Πάπα. Ακολούθησαν θρησκευτικοί πόλεμοι και χριστιανοί σκότωναν χριστιανούς. Στο δοκίμιό του «Λεβιάθαν», ο Βρετανός φιλόσοφος Τόμας Χομπς έκανε μια πραγματική επανάσταση μεταφέροντας το κέντρο βάρους από τον Θεό στον άνθρωπο και τις πεποιθήσεις του. Οπως επισήμανε, όταν το κάνεις αυτό μπορείς να καταλάβεις γιατί οι θρησκευτικές πεποιθήσεις συχνά οδηγούν σε πολιτικές συγκρούσεις. Ο ίδιος ο Χομπς επικεντρώθηκε στον φόβο που ενέπνεε στους ανθρώπους ο Θεός και στον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύονταν αυτόν τον φόβο ιερείς και προφήτες. Στη συνέχεια υποσχέθηκε στους ανθρώπους μια νέα πολιτική φιλοσοφία που θα τους απήλλασσε από τον φόβο και δεν ήταν άλλη από τη δημιουργία πολιτικών θεσμών που δεν θα βασίζονται στη θεία αποκάλυψη. Αυτός ήταν ο Μεγάλος Διαχωρισμός.

Το εσωτερικό φως

Στην πραγματικότητα, όμως, ο Μεγάλος Διαχωρισμός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ούτε καν στην Ευρώπη. Ακολούθησε η αμφισβήτηση του Χομπς και την εναλλακτική προσέγγιση προσέφερε ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Ζακ Ρουσό με το αριστούργημά του «Εμίλ», το οποίο ρίχτηκε στην πυρά και στάθηκε αιτία της κακοδαιμονίας του συγγραφέα του. Πρόκειται για την ωραιότερη και πιο πειστική επιχειρηματολογία υπέρ της θρησκευτικής πίστης βάσει της ψυχολογικής ανάγκης των ανθρώπων και όχι της θείας βούλησης. Σε μια παραβολή του ένας νεαρός εφημέριος χάνει την πίστη του όταν έρχεται αντιμέτωπος με την υποκρισία των ομοθρήσκων του. Ανακτά την προσωπική του ισορροπία μόνο με μια καινούργια πίστη στον Θεό την οποία βρήκε κοιτώντας μέσα του, στο «εσωτερικό φως» του. Ο Ρουσό είχε μεγάλες αμφιβολίες περί του αν μπορούν οι άνθρωποι να ζουν ευτυχισμένοι ή να είναι καλοί αν δεν μπορούν να αντιληφθούν τις πράξεις τους σε σχέση με κάτι ανώτερο.

Τα θαύματα

Η αναβίωση της πολιτικής θεολογίας στη σύγχρονη Δύση είναι θλιβερή ιστορία. Μας θυμίζει ότι αυτός ο τρόπος σκέψης δεν είναι η επιβίωση του πολιτισμού μας ή της θρησκείας μας, ούτε και ανήκει μόνον στο παρελθόν. Είναι μια παλιά συνήθεια του ανθρώπινου μυαλού που μπορεί να επιστρέψει όταν κάποιος στρέφεται σ’ αυτό το πλέγμα Θεού, ανθρώπου και κόσμου για να του αποκαλύψει την ενδεδειγμένη πολιτική τάξη πραγμάτων. Μας θυμίζει επίσης πως η πολιτική θεολογία μπορεί να προσαρμοστεί στις περιστάσεις και να υπερισχύσει ακόμη και εν μέσω των φαινομενικά ακατανίκητων δυνάμεων του εκσυγχρονισμού, της εκκοσμίκευσης και του εκδημοκρατισμού. Ο Ρουσό διαπίστωσε ότι είμαστε όντα που έχουν την τάση να αναζητούν το θείο και να συνδέουν την εγκόσμια ζωή τους με το επέκεινα. Σε ό,τι αφορά την περίπτωση της Αμερικής, δεν υπάρχει άλλη βιομηχανικη κοινωνία με πληθυσμό τόσο αφοσιωμένο στις διάφορες θρησκευτικές του δοξασίες, και τόσο αφοσιωμένο στον Μεγάλο Διαχωρισμό. Οι Αμερικανοί έχουν εκρηκτικές θρησκευτικές διαφορές επί θεμάτων όπως η έκτρωση, η προσευχή στα σχολεία, η λογοκρισία, η ευθανασία, η βιολογική έρευνα και αμέτρητα άλλα θέματα αλλά σε γενικές γραμμές τις διευθετούν μέσα στο πλαίσιο του συντάγματός τους.

Οσο καλό κι αν ήταν το έργο του Χομπς, άφησε πίσω του την εντύπωση ότι η πολιτική θεολογία θα εξαφανιζόταν από τη στιγμή που θα εξέλιπε ο φόβος και οι άνθρωποι θα αποκτούσαν τον έλεγχο της ζωής τους. Εξακολουθούμε να κάνουμε αυτήν την υπόθεση όταν αναφερόμαστε στα «κοινωνικά αίτια» του φονταμενταλισμού και του πολιτικού μεσσιανισμού. Η ιστορία μας όμως ούτε κατά διάνοια επιβεβαιώνει αυτήν την πεποίθηση. Ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο εκατομμύρια άνθρωποι, ιδιαίτερα στον μουσουλμανικό κόσμο, πιστεύουν ότι ο Θεός τους αποκάλυψε τον νόμο που διέπει όλα τα ανθρώπινα. Και δεν μπορούμε να τους απευθυνθούμε αν δεν αναγνωρίσουμε το διανοητικό χάσμα ανάμεσά μας: μπορούμε να μεταφράσουμε την επιστολή του Αχμαντινετζάντ από τα φαρσί στα αγγλικά, αλλά οι πεποιθήσεις που εκφράζει δεν μπορούν να αποδοθούν σ’ ένα πλαίσιο σύμφωνο με τον Μεγάλο Διαχωρισμό. Οσο ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων ασπάζεται την αλήθεια της πολιτικής θεολογίας, δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε συμφιλίωσή τους με τη σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία.

Η άλλη όχθη

Εδώ και δύο αιώνες οι οπαδοί του εκσυγχρονισμού θεωρούσαν δεδομένο πως επιστήμη, τεχνολογία, αστικοποίηση και εκπαίδευση θα διέλυαν τη μαγεία του κόσμου των πιστών και προϊόντος του χρόνου οι άνθρωποι θα εγκατέλειπαν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και θα τις αντικαθιστούσαν με πολιτικές. Επικαλούντο την Ευρώπη, όπου το θρησκευτικό αίσθημα υποχωρεί σταθερά τα τελευταία 50 χρόνια. Η ραγδαία εκκοσμίκευση της Ευρώπης, όμως, είναι μοναδική στην ιστορία. Η πολιτική θεολογία είναι ιδιαίτερα προσαρμοστική. Αντιλαμβανόμενοι αυτήν την αλήθεια, πολλοί μουσουλμάνοι διανοούμενοι προσπαθούν να προωθήσουν την ιδέα ενός «φιλελεύθερου» Ισλάμ, που θα έχει προσαρμοστεί καλύτερα στις ανάγκες της σύγχρονης ζωής, θα αντιμετωπίζει καλύτερα τις γυναίκες και τα παιδιά, θα ανέχεται περισσότερο τις άλλες θρησκείες και τη διαφωνία. Ωστόσο, η ιστορία της φιλελεύθερης θεολογίας των Διαμαρτυρόμενων και των Εβραίων καταδεικνύει ότι όσο περισσότερο περικόπτεται η θρησκευτική πίστη για να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του σήμερα, τόσο λιγότερο ικανοποιεί την ανάγκη των πιστών να μείνουν προσκολημμένοι σ’ αυτήν σε δύσκολους καιρούς.

Σήμερα είναι πολύ λίγες οι φωνές που ζητούν ένα πεφωτισμένο είδος αναθεώρησης της ισλαμικής πολιτικής θεολογίας. Διαβάζοντας τα έργα τους συνειδητοποιεί κανείς πόσο παρακινδυνευμένη υπόθεση είναι η αναθεώρηση. Μπορεί να εξωθήσει τους πιστούς σε μεγαλύτερη συμμετοχή στην πολιτική κατάσταση αλλά και να αναθερμάνει το όνειρο της επιστροφής σε μια πιο πρωτόγονη πίστη, εν ανάγκη και διά της βίας. Τελικά το τι θα συμβεί στην άλλη όχθη δεν θα εξαρτηθεί από εμάς. Δεν έχουμε λόγους να περιμένουμε ότι οι κοινωνίες που έχουν πειστεί από μια ισχυρή πολιτική θεολογία θα ακολουθήσουν το μονοπάτι μας. Εμείς επιλέξαμε να προστατεύσουμε τους ανθρώπους από τα χειρότερα δεινά που μπορούν να προκαλέσουν ο ένας στον άλλο και να διασφαλίσουμε τις θεμελιώδεις ελευθερίες, αλλά να αφήσουμε στη διακριτική τους ευχέρεια το πνευματικό τους πεπρωμένο. Εχουμε επιλέξει μια πολιτική χωρίς τη φώτιση της θείας αποκάλυψης. Το μόνο που έχουμε είναι η ενάργειά μας και πρέπει να την διδάξουμε σ’ έναν κόσμο, όπου η σκέψη των ανθρώπων εξακολουθεί να κυριεύεται από την πίστη.

* Ο κ. Mark Lilla είναι καθηγητής στο Columbia University.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT