Οι μέθοδοι θύμιζαν Γκεστάπο. Μέσα στη νύχτα, οι άνδρες εξαφανίζονταν προς άγνωστη κατεύθυνση συνοδευόμενοι από ανώνυμους κρατικούς αξιωματούχους. Οπως αποκαλύπτουν απόρρητα βρετανικά έγγραφα που πρόσφατα είδαν το φως της δημοσιότητας, στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επίλεκτη ομάδα Βρετανών απήγαγε εκατοντάδες Γερμανούς επιστήμονες και τεχνικούς και τους εξανάγκασε να εργαστούν για την κυβέρνηση και κάποιες ιδιωτικές επιχειρήσεις της Βρετανίας. Το πρόγραμμα «λαφυραγώγησης» του πνευματικού πλούτου της ηττημένης Γερμανίας στόχευε στην καταστροφή της ικανότητάς της να ανταγωνισθεί τη Βρετανία σε επιστημονικό επίπεδο.
Παρόμοιο πρόγραμμα αφορούσε τους Γερμανούς επιχειρηματίες, οι οποίοι κατόπιν πιέσεων ταξιδέψαν μεταπολεμικά στη Γηραιά Αλβιόνα και ανακριθήκαν από τους εμπορικούς τους αντιπάλους. Αν δεν αποκάλυπταν τα μυστικά τους απλώς φυλακίζονταν.
Τα προγράμματα οικονομικού – επιστημονικού πολέμου περιγράφονται σε έγγραφα του υπουργείου Εξωτερικών της Βρετανίας, που είχαν χαρακτηρισθεί άκρως απόρρητα και πρόσφατα, ήλθαν σε γνώση του Guardian. Στα έγγραφα περιγράφεται λεπτομερώς ο τρόπος με τον οποίο οι Βρετανοί προσπάθησαν να αποκρυπτογραφήσουν τα στρατιωτικά μυστικά των ναζί στην τελευταία φάση του πολέμου στην Ευρώπη έτσι ώστε να φέρουν γρηγορότερα σε πέρας τον πόλεμο στην Απω Ανατολή.
Τάχιστα, όμως, έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στα εμπορικά και επιστημονικά μυστικά της χώρας έτσι ώστε να μην πέσουν στα χέρια των Σοβιετικών. Ταυτόχρονα, όμως, οι Βρετανοί θέλησαν να εκμεταλλευτούν την επιστημονική τεχνογνωσία της ναζιστικής Γερμανίας.
Αν και ήταν γνωστό ότι Γερμανοί επιστήμονες εργάζονταν στις ΗΠΑ και τη Βρετανία μεταπολεμικά, η κοινή γνώμη θεωρούσε ότι ήταν εθελοντές που είχαν ξενιτευθεί προσδοκώντας καλύτερες συνθήκες ζωής. Τα έγγραφα, ωστόσο, καθιστούν σαφές ότι τουλάχιστον για δύο χρόνια μετά το πέρας των εχθροπραξιών, οι Βρετανοί τους εξανάγκαζαν βιαίως να εγκαταλείψουν τη Γερμανία. Μνημόνιο που ανακαλύφθηκε στα Εθνικά Αρχεία και χρονολογείται από τον Αύγουστο του 1946, περιγράφει τον τρόπο λειτουργίας του προγράμματος. «Συνήθως ένας μη μάχιμος αξιωματικός φτάνει στην κατοικία ή το γραφείο του Γερμανού για τον οποίο ενδιαφερόμαστε και τον προειδοποιεί ότι θα χρειαστεί να παρουσιαστεί ενώπιον των αρχών. Δεν του αποκαλύπτει τους λόγους ούτε το αξίωμά του. Κάποια στιγμή ο Γερμανός πέφτει θύμα απαγωγής (συνήθως μέσα στη νύχτα) και μεταφέρεται φρουρούμενος εκεί όπου θέλουμε. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται θυμίζει Γκεστάπο και πέρα από το ότι προκαλεί μεγάλη αναταραχή στη ζωή του ατόμου και στη βιομηχανία στην οποία εργάζεται, θα προκαλέσει γενικότερα συναισθήματα ανησυχίας και ανασφάλειας».
Τα βρετανικά έγγραφα του Εθνικού Αρχείου καταγράφουν πώς απήχθησαν 50 επιστήμονες από τα σπίτια τους στο Μαγδεμβούργο, στη ρωσική ζώνη κατοχής, τον Ιούνιο του 1945.
Ταυτόχρονα, ειδικοί επιθεωρητές αναζητούσαν στα συντρίμμια της ηττημένης Γερμανίας πρωτοποριακά μηχανήματα και συσκευές, που θα μπορούσαν να μεταφέρουν πίσω στη Βρετανία.
Ευθύνη για τις απαγωγές των επιστημόνων είχε μία ειδική μονάδα του βρετανικού στρατού, γνωστή ως «Δύναμη Τ». Συστάθηκε μερικές ημέρες μετά την απόβαση στη Νορμανδία και προπορευόταν των συμμαχικών στρατευμάτων συλλέγοντας αντικείμενα που θα μπορούσαν να έχουν επιστημονική αξία ή να προσφέρουν πληροφορίες που θα βοηθούσαν στο πέρας του πολέμου. Πολλοί από τους απαχθέντες εργάζονταν στη βιομηχανία όπλων, ενώ ιδιαίτερα «περιζήτητοι» ήταν όσοι ασχολούνταν με την τεχνολογία των υπέρυθρων ακτίνων, ηλεκτρονικών μικροσκοπίων, τον σχεδιασμό κινητήρων αεροσκαφών, καθώς και οι τεχνικοί που «μπορούσαν να προκαλέσουν προσωρινή τύφλωση με υπεριώδεις ακτίνες» και εκείνοι που ασχολούνταν με την παρασκευή αερίου σαρίν και τον χημικό πόλεμο.
Παραμένει άγνωστο πόσοι επιστήμονες έπεσαν θύματα του προγράμματος, αλλά σύμφωνα με έγγραφα των στρατιωτικών αρχών 1.500 επιστήμονες «αναγκάστηκαν βιαίως» να εγκαταλείψουν τη Γερμανία. Οι 500 από τη βρετανική ζώνη κατοχής.