«Εχω κλάψει πολύ, τώρα επιτέλους τελείωσε»

«Εχω κλάψει πολύ, τώρα επιτέλους τελείωσε»

5' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Γιάννος Βλάχου ήταν ο μεγαλύτερος γιος σε μια ελληνοκυπριακή οικογένεια με πέντε παιδιά. Εζησε όλη του τη ζωή στο Κόμη Κεμπίρ, ένα μεικτό χωριό Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων, στον βορρά. Καλλιεργούσε ελιές, στάρι, πεπόνια και όλων των ειδών τα φρούτα. Ανάμεσα στους άλλους κοντούς, μελαχρινούς Κύπριους, ήταν γαλανομάτης και απίστευτα ψηλός. Ηταν χωρατατζής, τον έβλεπες πάντα μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, το μουστάκι να έχει κιτρινίσει από τον καπνό. Νυμφεύτηκε και απέκτησε μια κόρη, τη Γιωργούλα, καμάρι και χαρά του.

Στο χωριό, η οικογένεια ήταν το παν και ο Γιάννος ήταν άνθρωπος της οικογένειας. Τα ανίψια του τον ακολουθούσαν στα κτήματα. Υστερα, τα δύο εγγόνια του έκαναν το ίδιο. «Ηθελες πέντε βήματα για να καλύψεις ένα δικό του. Οταν τον βλέπαμε να έρχεται μέσα από το χωριό πλάι στον εγγονό του, όλοι έλεγαν ότι είναι σαν γίγαντας μ’ ένα μωρό», λέει η Ανδρούλα, η ανιψιά του. Θεωρούσε τον εαυτό του μεγάλο προστάτη, τις ημέρες που ψυχαγωγούσε την Ανδρούλα και την εξαδέλφη της Ανίτα στη δεκαετία του ’60 όταν επέστρεψαν στο χωριό από τη Νέα Υόρκη όπου είχαν μεταναστεύσει και επιχείρησαν να κάνουν διακοπές στην παραλία, σ’ ένα γειτονικό ξενοδοχείο. Ο Γιάννος έφθασε με ταξί για να τις πάρει, υπονοώντας ότι δεν θα ήταν σωστό για δύο νέες γυναίκες να κάνουν διακοπές μόνες. Τις συνόδευσε ο ίδιος στην παραλία, με έναν γάιδαρο.

Οι λίγες φωτογραφίες του έχουν παρθεί από φίλους και συγγενείς της διασποράς, οι οποίοι έφθαναν από το Λονδίνο ή την Αμερική το καλοκαίρι μαζί με τις φωτογραφικές τους μηχανές. Οπως και άλλοι στο χωριό μιλούσε ελληνικά και τούρκικα, είχε φίλους Ελληνες και Τούρκους. «Ξέρω, θα νομίσετε ότι το λέω έτσι τώρα, αλλά ήταν αγαπητός – όλοι, Ελληνες και Τουρκοκύπριοι ήθελαν την παρέα του. Ηταν ο αγαπημένος μας θείος», λέει η Ανδρούλα.

Πίστεψαν ότι είναι ασφαλείς

Τον Αύγουστο του 1974, όταν τα τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν στη βόρεια ακτή, οι χωριανοί άρχισαν να φεύγουν στο νότο. Ο Γιάννος, όπως άλλοι αγρότες, είχε κτήματα και ζώα να φροντίσει. «Πήρα στο καφενείο και του είπα. Εάν αρχίσουν οι πυροβολισμοί, φύγε», λέει η Ανδρούλα. Εκείνος απάντησε: «Γιατί να φύγω; Δεν έκανα τίποτε σε κανέναν. Γιατί να με ενοχλήσει κάποιος;» Οταν οι πυροβολισμοί άρχισαν στ’ αλήθεια, βοήθησε την αδελφή του και τη γριά μάνα του να μαζέψουν τα πράγματά τους και να φύγουν με το φορτηγάκι ενός γείτονα. Συγγενείς προσπάθησαν να του στείλουν μήνυμα μέσω του Ερυθρού Σταυρού, λέγοντάς του να φύγει, αλλά το απέρριψε.

«Αυτοί ήταν οικογενειάρχες, αθώοι άνδρες, δεν είχαν κάνει τίποτε σε κανέναν. Εμειναν επειδή πίστεψαν ότι είναι ασφαλείς», λέει ο εγγονός του, Αντης. Τουρκοκύπριοι γείτονες τον διαβεβαίωσαν ότι θα είναι ασφαλής. Οποιοσδήποτε στην περιοχή είχε λόγο να νιώθει ένοχος είχε φύγει προ καιρού όταν έφθασαν οι Τούρκοι στρατιώτες.

Λίγες ημέρες μετά, οι Ελληνοκύπριοι άνδρες στο χωριό οδηγήθηκαν στο καφενείο· οι γυναίκες και τα παιδιά κρατήθηκαν στο σχολείο. Δεκατέσσερις άνδρες από το χωριό, μεταξύ τους ο Γιάννος, ο ανιψιός του Παύλος και ο έφηβος γιος του Παύλου, δεν ξαναφάνηκαν ποτέ. «Οι νεκροί πεθαίνουν μια φορά, οι αγνοούμενοι πεθαίνουν κάθε μέρα», όπως έχει πει ο Αργεντινός συγγραφέας, Ερνέστο Σάμπατο.

Φέτος τον Φεβρουάριο, η κόρη του Γιάννου δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από την επιτροπή αγνοουμένων, που ήθελε να έλθει σε επαφή μαζί της. Ηξερε τι σημαίνει αυτό. Την επόμενη εβδομάδα, τα μέλη των οικογενειών εκλήθησαν στο εργαστήριο του ΟΗΕ για να δουν τα οστά, στο παλαιό αεροδρόμιο της Λευκωσίας, παγωμένο στον χρόνο από τη στιγμή της εισβολής και το θάνατο του Γιάννου.

Ξέρουμε τώρα ότι βρέθηκε σ’ έναν μαζικό τάφο με 12 ανθρώπους μέσα, έξι από το Κόμη Κεμπίρ και έξι από τη γειτονική Εφτακόμη, το χωριό του πατέρα μου. Ο Γιάννος κειτόταν έβδομος στη γραμμή με το ένα χέρι πάνω από το κεφάλι του. Τρεις από τους άλλους είχαν τα χέρια δεμένα. Ολοι έφεραν τραύματα και σφαίρες βρέθηκαν σπαρμένες στον τάφο. Δεν ξέρουμε εάν έπεσαν από τα σώματα των νεκρών κατά την αποσύνθεση. Οι άνδρες, ηλικίας 40 έως 60 ετών, ήταν αγρότες, αλλά και ο ιδιοκτήτης του καφενείου του Κόμη Κεμπίρ. Μερικοί είχαν γη, όπως ο Γιάννος, άλλοι όχι. Δεν φαίνεται να υπήρξε σχέση μεταξύ των ατόμων που επελέγησαν για να πεθάνουν. Ο τάφος ήταν στην άκρη των αγρών πέρα από το χωριό μας, ένα ήσυχο σημείο με θέα το μικρό βυζαντινό εκκλησάκι.

Χρειάστηκαν τρεις μέρες για να κάνει ο ΟΗΕ την ανασκαφή και να περισυλλέξει τα οστά. Κανείς από τους ντόπιους δεν πήγε να δει. Ο τάφος ήταν 12 μέτρα μακρύς με πλάτος δύο μέτρων και βάθος μόλις ένα μέτρο. Το σχήμα του σημαίνει ότι σκάφτηκε με μπουλντόζα, από κάποιον με αγροτικό εξοπλισμό. Αυτό και οι αριθμοί υποδηλώνουν ότι οι δολοφόνοι είχαν σύστημα: δώδεκα άνδρες επελέγησαν και οδηγήθηκαν για να πεθάνουν, με τον τάφο έτοιμο.

Αναζητώντας τις εκδοχές

Ως δημοσιογράφος που επέστρεψα από το Παρίσι για την κηδεία, θα μπορούσα να θέσω κάποιες ερωτήσεις στις αρχές. Αλλά ο ξάδελφός μου στο στρατό ήταν πιο κατάλληλος για την έρευνα. Καθίσαμε στο τραπέζι της κουζίνας εξετάζοντας τις εκδοχές. Θα πρέπει να χρειάστηκαν τουλάχιστον δέκα άνδρες για να κρατήσουν τους δώδεκα χωριανούς, να τους μεταφέρουν, να σκάψουν τον τάφο και να τους σκοτώσουν. Οι άνδρες είχαν σφαίρες στο κεφάλι. Αλλά μερικοί είχαν και τραύματα στο κορμί. Ισως στήθηκαν στη γραμμή, γαζώθηκαν με σφαίρες μια φορά και ύστερα πυροβολήθηκαν στο κεφάλι, ενώ κείτονταν στο έδαφος. Αλλά τα κόκαλα δεν θα μας πουν. «Θέλω απλά την αλήθεια», είπε ο ξάδελφός μου: Ποιο ήταν το άτομο που είπε στον ΟΗΕ πού να σκάψει; Ποιος, έπειτα από όλον αυτόν τον καιρό οδήγησε τις αρχές στον κρυμμένο τάφο; Οποιοσδήποτε δίνει πληροφορίες μπορεί να το κάνει ανωνύμως. Ορισμένοι διερωτώνται εάν οι ίδιοι οι δολοφόνοι έδειξαν το σημείο.

«Οι άνθρωποι γερνάνε και θέλουν να μιλήσουν πριν πεθάνουν», δηλώνει ο Κριστόφ Ζιρόντ, μέλος της επιτροπής αγνοουμένων. «Οταν ο κόσμος βλέπει ότι σκάβονται τάφοι, ότι μπορείς να μιλήσεις χωρίς να σου συμβεί τίποτε, βγαίνουν περισσότερα στη φόρα. Οταν σκάβουμε, οι γείτονες συχνά μας λένε: «Σκάβετε εδώ αλλά πρέπει να σκάψετε κι εκεί». Βρήκαμε διάφορα σημεία μ’ αυτόν τον τρόπο».

Ο Γιάννος, ο γίγαντας του χωριού, κηδεύτηκε τελικά μέσα σε παιδικό φέρετρο, διότι δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο για τα οστά. Τάφηκε δίπλα στη σύζυγό του, που πέθανε έξι χρόνια μετά την εξαφάνισή του. Επειτα, οι συγγενείς ήπιαν καφέ στον κήπο. Η ξαδέλφη μου, Χριστίνα, είπε ότι «είναι σαν να γύρισε η σελίδα», αν και ακόμη περιμένουμε να μάθουμε για την τύχη άλλων, ώστε το κεφάλαιο να κλείσει. «Είμαστε τυχεροί που τον βρήκαμε, διότι άλλοι δεν τους έχουν βρει ακόμη», λέει η κόρη του Γιάννου, Γιωργούλα. «Εχω κλάψει πολύ. Αλλά άντεξα όλα αυτά τα χρόνια. Και τώρα επιτέλους τελείωσε».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή