Δύση και Ρωσία δεν θα επιστρέψουν στον Ψυχρό Πόλεμο

Δύση και Ρωσία δεν θα επιστρέψουν στον Ψυχρό Πόλεμο

4' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο ιστορικός του μέλλοντος θα εξηγήσει την πρόσφατη ανάφλεξη στον Καύκασο ως αποτέλεσμα δύο παραγόντων: Πρώτον, της κακής εκτίμησης του προέδρου της Γεωργίας Σαακασβίλι (που δεν φαίνεται να είχε το πράσινο φως της Ουάσιγκτον) όσον αφορά την αντίδραση της Μόσχας στις στρατιωτικές επιχειρήσεις που διεξήγαγε η Γεωργία στη Νότια Οσετία, και δεύτερον, την προσπάθεια της Ρωσίας τα τελευταία χρόνια να εδραιώσει εκ νέου την επιρροή της σε περιοχές ζωτικού ενδιαφέροντος («εγγύς εσωτερικό»), όπως ο Καύκασος και η Μαύρη Θάλασσα, περιορίζοντας ταυτόχρονα τον ρόλο της Δύσης (ΗΠΑ και ΝΑΤΟ) στις περιοχές αυτές. Το ενεργειακό ζήτημα δεν ήταν το σημαντικότερο διακύβευμα, αφού η Μόσχα έχει ήδη επιτύχει σε σημαντικό βαθμό τον έλεγχο των ενεργειακών αποθεμάτων του πρώην σοβιετικού χώρου.

Εκτός των τοπικών ισορροπιών και δυναμικών, η κατάσταση στον Καύκασο θα πρέπει να εξεταστεί και στο πλαίσιο της ευρύτερης σχέσης της Ρωσίας με τη Δύση. Είμαστε, όπως προβλέπουν πολλοί αναλυτές, στα πρόθυρα ενός νέου Ψυχρού Πολέμου με στόχο τον έλεγχο της Ευρασίας; Βρίσκονται ΗΠΑ και Ρωσία αναπόφευκτα σε τροχιά σύγκρουσης; Ποια είναι τα ζητήματα στα οποία διαφωνούν οι δύο πλευρές και ποια τα βαθύτερα αίτια της αντιπαράθεσης; Η εγκατάσταση συστατικών στοιχείων της αμερικανικής αντιπυραυλικής ασπίδας στην Πολωνία και την Τσεχία αποτέλεσε την αφορμή για την όξυνση των σχέσεων, αλλά σε καμία περίπτωση τέτοια συστήματα δεν αποτελούν μια πραγματική απειλή για τη Ρωσία. Η ρωσική ενόχληση οφείλεται στην αμερικανική πολιτική επιρροή στην πρώην ανατολική Ευρώπη. Και βεβαίως οι «χρωματιστές» επαναστάσεις στην Ουκρανία και τη Γεωργία και η γενικότερη αμερικανική πολιτική ενεργούς ανάσχεσης και περιορισμού της ρωσικής επιρροής στις περισσότερες περιοχές της πρώην ΕΣΣΔ κατά την περίοδο της ρωσικής αδυναμίας δεν συνέβαλαν στην ανάπτυξη μιας ουσιαστικής συνεργατικής σχέσης ανάμεσα στις δύο χώρες. Οσο για το Κοσσυφοπέδιο, οι ρωσικές αντιρρήσεις μάλλον στόχευαν κυρίως σε μια προσπάθεια εξασφάλισης οφελών σε άλλα ζητήματα.

Νέες ισορροπίες

Ουσιαστικά, οι αμερικανο-ρωσικές τριβές και εντάσεις αποτελούν φυσικές συνέπειες μιας συνεχούς, σύνθετης και δυναμικής διαδικασίας αναδιαμόρφωσης του διεθνούς συσχετισμού ισχύος. Η οικονομική και συνακόλουθα πολιτική άνοδος των λεγόμενων χωρών BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) ανακατεύει εκ νέου την «παγκόσμια τράπουλα», διαμορφώνοντας νέες παγκόσμιες και περιφερειακές ισορροπίες. Με βασικό όπλο τους ενεργειακούς της πόρους, η Ρωσία διεκδικεί περισσότερη επιρροή, ρόλο και σεβασμό, σε μια περίοδο όπου οι ΗΠΑ παραμένουν μεν η σημαντικότερη δύναμη, αλλά έχουν «πληγωθεί» από τις επιλογές τους σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Ωστόσο, στη μετά-Μπους εποχή (αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Τζον Μακέιν είναι προϊόν του Ψυχρού Πολέμου, όπως και πολλοί άλλοι Αμερικανοί αξιωματούχοι) δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό ότι οι σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση θα επιδεινωθούν, αφού το κόστος μιας ανοικτής αντιπαράθεσης θα ήταν δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τα όποια οφέλη. Εξάλλου, πόσους εχθρούς αντέχουν να έχουν ταυτόχρονα οι ΗΠΑ (Κίνα, Ρωσία, τμήμα του ισλαμικού κόσμου); Θεωρούμε ότι τα κοινά συμφέροντα ΗΠΑ και Ρωσίας εξακολουθούν να είναι σημαντικά και, ενώ η σχέση τους θα παραμείνει κατά βάση ανταγωνιστική, μπορεί κανείς να περιμένει συνέχιση της αμερικανο-ρωσικής συνεργασίας (έστω και υπό επιφυλάξεις και περιορισμούς) σε ζητήματα όπως π.χ. το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (όπου ακόμη και συντηρητικοί Αμερικανοί αναλυτές προτείνουν διάφορα ανταλλάγματα από πλευράς Ουάσιγκτον για να εξασφαλιστεί η ρωσική υποστήριξη), ενώ κοινή (αν και ανομολόγητη) ανησυχία για τις δύο χώρες παραμένει η ραγδαία άνοδος της Κίνας.

Ο Σαακασβίλι δεν δείχνει διατεθειμένος να αποδεχτεί τη φινλανδοποίηση της Γεωργίας και βεβαίως δεν νοείται, έστω και στις παρυφές της Ευρώπης, να μην γίνονται σεβαστές οι επιλογές μιας ανεξάρτητης χώρας όσον αφορά το μέλλον της. Από την άλλη πλευρά, στο σημερινό διεθνές πολιτικό σύστημα η ισχύς παραμένει βασικός παράγοντας. Η δε Γεωργία έχει την ατυχία να συνορεύει με μια μεγάλη δύναμη, που λειτουργεί ακόμη με βάση την παραδοσιακή λογική της «σκληρής ισχύος» ως μέσου άσκησης εξωτερικής πολιτικής και αυτό υποχρεώνει την Τιφλίδα να σέβεται κάποιες «κόκκινες γραμμές», πολλώ μάλλον δε που παρά τη σκληρή γλώσσα που χρησιμοποιείται ενίοτε από ΗΠΑ, Βρετανία, Πολωνία και Βαλτικές χώρες, είναι σαφής η έλλειψη ενθουσιασμού από πλευράς σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών για μια αντιπαράθεση με τη Μόσχα στο θέμα της ένταξης στο ΝΑΤΟ Ουκρανίας και Γεωργίας.

Η στάση της Ε.Ε.

Οι πρόσφατες εξελίξεις υποχρεώνουν την Ε.Ε., που μέχρι τώρα ακολουθούσε ασθμαίνουσα τις ΗΠΑ, να αναβαθμίσει την εμπλοκή της στις προσπάθειες επίλυσης των επονομαζόμενων «παγωμένων συγκρούσεων» στον Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα (Υπερδνειστερία, Ναγκόρνο-Καραμπάχ, Νότια Οσετία, Αμπχαζία). Παρά τις ιδιαιτερότητες κάθε σύγκρουσης, κοινό στοιχείο αποτελεί ο κεντρικός ρόλος της Ρωσίας. Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη προόδου αποτελεί η ρωσική συναίνεση και συνεργασία, ως αποτέλεσμα διπλωματικών διεργασιών με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε.

Στο πλαίσιο αυτό η Ε.Ε., η οποία συνεχίζει να αναζητά την απαραίτητη συναίνεση μεταξύ των μελών της για τη χάραξη ενεργειακής και πολιτικής στρατηγικής απέναντι στη Ρωσία, θα πρέπει να κινηθεί μεταξύ των ακραίων θέσεων Μόσχας και Τιφλίδας/Ουάσιγκτον. ΗΠΑ και ΝΑΤΟ δεν θέλουν να δώσουν στη Ρωσία δικαίωμα βέτο στη διεύρυνση της Συμμαχίας, αλλά δεν είναι ρεαλιστικό να μην περιμένουμε την ιδιαίτερα έντονη αντίδραση της Μόσχας στο ενδεχόμενο γεωπολιτικής περικύκλωσης. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να επικριθεί η ρωσική άρνηση να συναινέσει σε ευρεία αυτονομία Νότιας Οσετίας και Αμπχαζίας εντός της Γεωργίας, όταν αυτή ακριβώς τη λύση υποστηρίζει για το Κοσσυφοπέδιο.

Σε περίπτωση ανάληψης σοβαρής διπλωματικής πρωτοβουλίας από πλευράς Ε.Ε., που ίσως να περιλαμβάνει και την ανάπτυξη ειρηνευτικών δυνάμεων, πώς σκοπεύει να κινηθεί η Ελλάδα, η οποία αναλαμβάνει και την προεδρία του ΟΑΣΕ το 2009; Εξάλλου, χωρίς μια καλά σχεδιασμένη διπλωματική στρατηγική, η Αθήνα ίσως βρεθεί σε δυσχερή θέση -και με ανοικτές τις διαπραγματευτικές διαδικασίες ΠΓΔΜ και Κυπριακού- σε περίπτωση που σε κάποια ζητήματα κληθεί να πάρει σαφή θέση μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας.

* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι Γενικός Διευθυντής στο Ελληνικό Ιδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή