Το μυστικό του «πολέμου των ελαστικών»

Το μυστικό του «πολέμου των ελαστικών»

4' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το Τζινχόγκ είναι μια μικρή πόλη 130.000 κατοίκων στη νοτιοδυτική Κίνα, πολύ κοντά στα σύνορα με τη Μιανμάρ και το Λάος. Από εδώ περνάει ο θρυλικός, λόγω του πολέμου στο Βιετνάμ, ποταμός Μεκόγκ, ένα από τα μεγαλύτερα ποτάμια της γης -τον λένε «Δούναβη της Ανατολής» – που διατρέχει έξι χώρες.

Στα ακριβά, φωτισμένα μπαρ πάνω στην ακροποταμιά, η μπίρα κοστίζει 15 γουάν (περίπου ενάμισι ευρώ), ποσό πολύ τσουχτερό για τον μέσο κάτοικο μιας πόλης με κατά κεφαλήν εισόδημα γύρω στα 10.000 γουάν (1.000 ευρώ) – όπως πολύ ακριβό είναι το μοσχαρίσιο κρέας, που το βρήκαμε στη λαϊκή αγορά 30 γουάν το κιλό, ή ακόμη και το χοιρινό των 16 γουάν.

Οι θαμώνες των καλαίσθητων μπαρ, όμως, δεν έχουν πρόβλημα με τον τιμοκατάλογο, όπως μαρτυρούν οι πανάκριβες λιμουζίνες που είναι παρκαρισμένες στην πίσω πλευρά του μπαρ, δίπλα στους σεκιουριτάδες.

Στο χωριό Μανσουμάν

Περίπου 27 χιλιόμετρα πιο μακριά βρίσκεται το χωριό Μανσουμάν, με 1.500 κατοίκους που ανήκουν στους Ντάι, μια από τις δεκάδες εθνικές μειονότητες της Κίνας. Εδώ, στην καρδιά του τροπικού δάσους με τις μπανανιές, τα φοινικόδεντρα με τις καρύδες, τα καουτσουκόδεντρα και τους ελέφαντες, αναζητήσαμε το κρυμμένο μυστικό του εμπορικού πολέμου που κήρυξε η κυβέρνηση Ομπάμα, επιβάλλοντας βαρείς δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές ελαστικών αυτοκινήτων.

Στην είσοδο του χωριού, ηλικιωμένες γυναίκες -μια από αυτές ήταν 77 ετών- δουλεύουν σε παραδοσιακούς αργαλειούς, κάτω από το βλέμμα του Μάο Τσετούγκ, καθώς, όπως οι περισσότεροι στο χωριό, δεν έχουν σύνταξη.

Λίγο πιο κάτω είναι το σπίτι του 40χρονου Μιάν Γιγκτσέν: στο κατώι με τις πιλοτές είναι οι κότες, το αποχωρητήριο, το τρακτέρ, τα σύνεργα για τις αγροτικές δουλειές και δύο αιώρες για τη μεσημεριανή σιέστα. Στο ανώι, το κυρίως σπίτι αποτελείται από μια μικρή, φτωχική κουζίνα και δύο μεγάλες αίθουσες πρακτικά χωρίς έπιπλα, το καθιστικό και την κοινή κρεβατοκάμαρα όπου κοιμούνται και τα έξι μέλη της οικογένειας: ο Γιγκτσέν, η γυναίκα του, τα δύο τους παιδιά (επειδή ανήκουν σε εθνική μειονότητα, έχουν κατ’ εξαίρεση το ελεύθερο από το κράτος να κάνουν και δεύτερο παιδί), ο παππούς και η γιαγιά.

Η δουλειά του Γιγκτσέν

Η οικογένεια έχει στη διάθεσή της δύο εκτάρια με καουτσουκόδεντρα, από τα οποία προέρχεται το βασικό της εισόδημα. Ο Γιγκτσέν ξυπνάει κάθε μέρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα, παίρνει το τρακτέρ και διανύει τα δέκα χιλιόμετρα που τον χωρίζουν από τη φυτεία. Εκεί δουλεύει από τη 1 μέχρι τις 9 το πρωί, πάνω-κάτω. Πρέπει να χαράξει με τη ματσέτα εκατοντάδες δέντρα, να βάλει πάνω από τις χαρακιές νάιλον για προστασία από τη βροχή και να τα αφήσει να βγάλουν το πολύτιμο λάτεξ, το ελαστικό γαλάκτωμα.

Υστερα πρέπει να ξαναπεράσει από όλα τα χαραγμένα δέντρα, να μαζέψει το γαλάκτωμα σε μεγάλα δοχεία, τα οποία θα κουβαλήσει πίσω στο τρακτέρ με τον παραδοσιακό ζυγό ισορροπίας, πάνω από την πλάτη του. Επειτα, θα πάει σε ένα κοντινό σημείο περισυλλογής, όπου περιμένουν οι έμποροι με τα φορτηγά. Οποιος δώσει την καλύτερη προσφορά, θα πάρει την πρώτη ύλη και θα την πάει κατ’ ευθείαν στο εργοστάσιο επεξεργασίας, από όπου θα βγει το καουτσούκ κι από εκεί τα λάστιχα των αυτοκινήτων.

Από όλη αυτή τη δουλειά, που γίνεται κάθε μέρα, επί εννέα μήνες το χρόνο, ο Γιγκτσέν εξασφαλίζει για την εξαμελή του οικογένεια 10.000 έως 20.000 γουάν (1.000 έως 2.000 ευρώ), ανάλογα με τη συγκομιδή της χρονιάς. Για να φτιάξει το ξύλινο σπίτι του χρειάστηκε να αποταμιεύσει 40.000 γουάν.

Το εισόδημα του Τέτσι

Ο 28χρονος Νο Τέτσι είναι πιο τυχερός. Τα χίλια καουτσουκόδεντρα που εκμεταλλεύεται του εξασφαλίζουν γύρω στα 2.000 γουάν το μήνα, αλλά έχει στην πλάτη του μόνο δύο ακόμη ανθρώπους, τη γυναίκα και την κόρη του. Επομένως, το κατά κεφαλήν εισόδημά τους είναι περίπου δύο ευρώ την ημέρα – πολύ καλύτερα από το εισόδημα του μέσου αγρότη. Το μαρτυρά και η μοτοσικλέτα -του στοίχισε 4.000 γουάν- πάνω στην οποία τον είδαμε να μετακινείται κάτω από την τροπική μπόρα, στον λασπωμένο δρόμο του χωριού, δίπλα στο ξεχειλισμένο ρέμα με την πολύ άσχημη μυρωδιά.

Οπως όλοι οι αγρότες, ο Τέτσι δεν έχει καθολική δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οταν γέννησε η γυναίκα του, πλήρωσε ένα μέρος των εξόδων του τοκετού, αν και πήγε σε δημόσιο μαιευτήριο.

Ονειρό του είναι να εξασφαλίσει αρκετά χρήματα για να σπουδάσει την κόρη του σε πανεπιστήμιο, αν μπορέσει και σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Δεν θα είναι εύκολο. Στο γυμνάσιο και το λύκειο, η φοίτηση είναι δωρεάν μόνο για όσους αριστεύουν και παίρνουν υποτροφίες, οι υπόλοιποι οφείλουν να πληρώνουν δίδακτρα.

Δεν ήξεραν τίποτε

Είναι αυτή η ακραία συμπίεση εισοδήματος και κοινωνικών απολαβών των χιλιάδων Γιγκτσέν και των χιλιάδων Τέτσι που σπάει τις τιμές στις διεθνείς αγορές, φτηναίνοντας τα κινεζικά ελαστικά και τα αυτοκίνητα που τα «φοράνε». Οι δύο συνομιλητές μας δεν ήξεραν, βέβαια, τίποτα για τον πόλεμο που τους κήρυξε ο Ομπάμα και δεν μπορούσαν να φανταστούν το επερχόμενο, οδυνηρό πλήγμα στα εισοδήματά τους. Ηδη, όμως, ο Τέτσι κράτησε τις τελευταίες δύο ημέρες το λάτεξ του στην αποθήκη, αποφεύγοντας να το πουλήσει γιατί οι τιμές που του πρόσφεραν οι έμποροι ήταν ξαφνικά πολύ ασύμφορες. Μια μέρα νωρίτερα, το Χρηματιστήριο της Σαγκάης είχε κάνει βουτιά 10%, αντιδρώντας στην επιβολή δασμού από την κυβέρνηση των ΗΠΑ…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή