Το τέλος της ευφορίας για τον υπερδανειστή της Ευρώπης

Το τέλος της ευφορίας για τον υπερδανειστή της Ευρώπης

6' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η κρίση του 1929 θεωρείται αφετηρία της μεγαλύτερης ύφεσης που είχε ποτέ υποστεί ο διεθνής καπιταλισμός. Ηταν όμως ταυτοχρόνως η κορωνίδα των εξελίξεων της πολύ πυκνής δεκαετίας του 1920, κατά την οποία ο κόσμος αναζητούσε νέες ισορροπίες και πρότυπα για το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα μετά τον πόλεμο. Θα έλεγα ότι η μεγάλη κρίση προετοιμάσθηκε ακριβώς επειδή μέχρι το 1929 ο κόσμος δεν είχε βρει τη ζητούμενη νέα ισορροπία. Η κρίση του 1929 ήταν μία κρίση απο-διεθνοποίησης ή επαν-εθνικοποίησης οικονομικών και κοινωνικών διαδικασιών. Αυτό άλλωστε σήμαιναν οι κορυφαίες επιπτώσεις της κρίσης εκείνης: η οριστική κατάργηση του «κανόνα του χρυσού», η κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου και η τεράστια αύξηση της ανεργίας την οποία η κάθε χώρα αντιμετώπιζε με εθνική πολιτική και με ακύρωση της εισόδου μεταναστών.

Ο πρώτος πόλεμος είχε οδηγήσει σε μεγάλες ανακατατάξεις τις κεντρικές οικονομίες του διεθνούς συστήματος. Τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν υποστεί τεράστιες ανθρώπινες και υλικές απώλειες. Είχαν αναλάβει πελώρια δημόσια χρέη και βγήκαν από τον πόλεμο με νομισματική αστάθεια και πληθωριστικές πιέσεις. Η Γερμανία είχε υποχρεωθεί να αναλάβει ανυπόφορα βάρη για αποζημιώσεις έναντι των νικητών και το 1923 περιέπεσε σε έναν υπερπληθωρισμό ιστορικών διαστάσεων που σφράγισε τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα (άνοδος του ναζισμού), αλλά αποτυπώθηκε και στις συλλογικές μνήμες των Γερμανών. Η Σοβιετική Ρωσία είχε οριστικά αποσπασθεί από το διεθνές σύστημα μετά την επανάσταση του 1917 και έθετε σε εφαρμογή έναν αυταρχικό και αυτάρκη οικονομικό σχεδιασμό. Η αποδυνάμωση της Γερμανίας και η απόσπαση της Ρωσίας περιόρισαν την παγκόσμια ζήτηση και δημιούργησαν υφεσιακή προδιάθεση στη μεταπολεμική οικονομία.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αναδειχθεί σε υπερδύναμη. Είχαν συγκεντρώσει μεγάλα αποθέματα χρυσού και ήσαν η κύρια δανείστρια χώρα μεταξύ των νικητριών δυνάμεων. Με μεγάλες εξαγωγές κεφαλαίων συμμετείχαν ενεργά στην ανοικοδόμηση της τραυματισμένης Ευρώπης. Οι κεφαλαιοδοτήσεις ωστόσο συνοδεύονταν από την απαίτηση συμμόρφωσης με τον νέο «κανόνα χρυσού» (gold exchange standard). Η ίδια η Βρετανία, παλαιός στυλοβάτης και εγγυητής του κανόνα, είχε γίνει καθαρός οφειλέτης, εξαρτώμενη από αμερικανικές πιστώσεις. Η ανασυγκρότηση μέσω πιστώσεων έθεσε σε κεντρική θέση τις τράπεζες. Οι πολιτικές ελίτ της Ηπείρου εύκολα ασπάσθηκαν την αναστήλωση του «κανόνα χρυσού» ως λεωφόρου ευημερίας και σταθερότητας. Ωστόσο, ο κανόνας δημιουργούσε υφεσιακή προδιάθεση: οδηγούσε τις ελλειμματικές χώρες σε οικονομική συμπίεση, ενώ επέτρεπε στις πλεονασματικές χώρες να συσσωρεύουν χρυσό χωρίς να προχωρούν σε οικονομική επέκταση.

Ψευδαισθήσεις

Οι μεγάλες αμερικανικές παροχές κεφαλαίου προς την Ευρώπη και τον κόσμο ενίσχυσαν τη δυναμική της αμερικανικής οικονομίας. Οι εξαγωγές άνθησαν, οι επενδύσεις και η καινοτομία στην αμερικανική βιομηχανία και τη γεωργία απογειώθηκαν. Σύντομα ο οικονομικός δυναμισμός που τροφοδοτούσε τα όνειρα για μια νέα οικονομική εποχή του καπιταλισμού, μεταδόθηκε στη χρηματιστηριακή αγορά και έγινε η βάση για ένα πελώριο κύμα ευφορίας. Το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης είδε ένα από τα μεγαλύτερα ανατιμητικά επεισόδια της ιστορίας του στην περίοδο 1924-29. Στην πρωτοπορία της χρηματιστηριακής ευφορίας ήσαν οι εταιρείες «υψηλής τεχνολογίας» της εποχής, τηλεφωνία, ραδιοφωνία, αυτοκίνητο, ηλεκτρικός εξοπλισμός.

Η χρηματιστηριακή ευφορία μετατρέπει το χρηματιστήριο σε ισχυρότατο μαγνήτη ρευστότητας. Η άνοδος των τιμών των μετοχών παγιδεύει τη φαντασία των ανθρώπων στην ψευδαίσθηση ότι οι τιμές πάντα θα ανεβαίνουν. Η χρηματιστηριακή αποτίμηση μετατρέπεται σε αυτό – επαληθευόμενη προφητεία. Η ρευστότητα εξασφαλίζεται κυρίως με δανεισμό. Το ευφορικό χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης λοιπόν, ήδη πριν από το 1929, κυριαρχήθηκε από μεγάλη εισροή δανειακών κεφαλαίων. Η ανατροπή της ευφορίας -το «σκάσιμο της φούσκας»- ήλθε όταν πλέον η ρευστότητα έφθασε στα όριά της. Η δραματική πτώση των τιμών τον «μαύρο» Οκτώβρη του 1929 ήταν το τέλος μιας ευφορίας που οραματιζόταν τη νέα εποχή. Το πλήθος των αυτοκτονιών που σημειώθηκαν με το μεγάλο κραχ της αγοράς αποτελούσε μακάβρια υπενθύμιση για το δράμα του κερδοσκοπικού υπερδανεισμού: η «εξασφάλιση» δανείων με υπερτιμημένες μετοχές κατέρρεε μαζί με τις τιμές.

Κατάρρευση των τιμών και εξάπλωση του πανικού

Γενικότερα, όσο η αναδυόμενη ευφορία είχε γίνει μαγνήτης ρευστότητας, άλλο τόσο η κατάρρευση λειτούργησε ως παγίδα και καταστροφή ρευστότητας. Δάνεια που είχαν παρασχεθεί για αγορά μετοχών δεν μπορούσαν να αποπληρωθούν και οι δανειστές αντιμετώπισαν κρίση ρευστότητας. Η κρίση του χρηματιστηρίου μεταμορφώθηκε σε πιστωτική κρίση.

Η πιστωτική κρίση έγινε ο κεντρικός μηχανισμός μετάδοσης της χρηματιστηριακής κρίσης στην υπόλοιπη οικονομία αλλά και στον κόσμο. Η στενότητα ρευστότητας είχε αρχίσει να εκδηλώνεται στην Ευρώπη ήδη και πριν από το 1929. Η εκτροπή κεφαλαίων -μετοχικών και δανειακών- από όλο τον κόσμο προς το αμερικανικό χρηματιστήριο, ενώ διαρκούσε η ευφορία, είχε ήδη επιδράσει στην ύψωση των επιτοκίων στην Ευρώπη, οφθαλμοφανώς μάλιστα στη Γερμανία, τη Βρετανία, την Αυστρία. Με την πιστωτική κρίση στην Αμερική τα πράγματα χειροτέρευσαν στην Ευρώπη πολύ περισσότερο.

Υπήρξε και δεύτερος μηχανισμός μετάδοσης που έπληξε κυρίως τις περιφερειακές μη εκβιομηχανισμένες οικονομίες. Αυτός ήταν η κατάρρευση των τιμών των εμπορευμάτων (μετάλλων, σιτηρών, δερμάτων, καφέ κ.λπ.), που ακολούθησε κατά πόδας την κατάρρευση των μετοχών και δημιούργησε βαριές ζημιές στις εξαγωγικές οικονομίες της Λατινικής Αμερικής και γενικότερα των αναπτυσσόμενων οικονομιών, αποικιακών ή μη. Η κατάρρευση των τιμών εκδηλώθηκε σαφέστατα στα αμερικανικά χρηματιστήρια εμπορευμάτων όπου η πιστωτική κρίση υποχρέωνε την ταχεία ρευστοποίηση των αποθεμάτων.

Τέλος, λειτούργησε ένας «άυλος» μηχανισμός: η μετάδοση του ψυχολογικού κλίματος. Το σοκ από την κατάρρευση της Νέας Υόρκης έγινε αισθητό παντού. Το κλίμα αισιοδοξίας που προηγουμένως μεταδιδόταν από το αμερικανικό χρηματιστήριο ανατράπηκε. Η κατάρρευση διέχυσε στον κόσμο αρνητικές προσδοκίες και κλίμα απαισιοδοξίας που επηρέαζαν τις τράπεζες, τους επιχειρηματίες και τις επενδύσεις τους. Το φαινόμενο συνόψισε λίγα χρόνια αργότερα ο John Maynard Keynes όταν έγραψε για τα «animal spirits» των επιχειρηματιών και επιδράσεις στη ζήτηση από ανατροπές στο «καθεστώς των προσδοκιών». Επιπλέον, οι μεγάλες επιδόσεις του αυτάρκους σοβιετικού σχεδιασμού την ίδια εποχή δημιουργούσαν ακόμη σκοτεινότερα προαισθήματα για το μέλλον του καπιταλισμού.

Διασπορά της ύφεσης

Οι αρνητικοί κλονισμοί που διαχύθηκαν από τη Νέα Υόρκη στον υπόλοιπο κόσμο το φθινόπωρο του 1929 και την περίοδο 1930-31 επισωρεύθηκαν και συμπλέχθηκαν με τις υφεσιακές προδιαθέσεις που προϋπήρχαν στο ευρωπαϊκό σύστημα μετά τον πόλεμο. Η επίδραση του «κανόνα χρυσού» και του δημοσιονομικού συντηρητισμού διαπέρασε την πολιτική στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη, που δεν αντιστάθμισαν αλλά γενίκευσαν και διέσπειραν την ύφεση. Περικοπές δαπανών και περιστολές ρευστότητας έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον προσδιορισμό του βάθους της ύφεσης που μετατράπηκε στη «Μεγάλη Υφεση». Επομένως, η επικρατούσα ορθόδοξη πολιτική λειτούργησε ως δευτερογενής μηχανισμός διάχυσης της κρίσης.

Επέκταση της κρίσης σε ολόκληρη την υφήλιο

Η ύφεση δημιούργησε νέο κύμα κλυδωνισμών στις τράπεζες. Οι οικονομικές δυνατότητες των οφειλετών συρρικνώθηκαν και η εμπιστοσύνη των αποταμιευτών κλονίσθηκε. Στις ΗΠΑ μεταξύ 1929 και 1933 η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 50%, οι χρηματιστηριακές τιμές κατά 85%, η ανεργία έφθασε το 25% και το ένα τέταρτο των τραπεζών πτώχευσε. Στην Ευρώπη οι πιέσεις κατά τραπεζών εκδηλώθηκαν ήδη το 1930, αλλά η εμβληματική πτώχευση της εποχής ήταν η αυστριακή Creditanstalt τον Μάιο του 1931. Η πίεση διαδόθηκε σύντομα σε όλη την Ευρώπη και ειδικά στη Γερμανία. Οι πτωχεύσεις γερμανικών τραπεζών συνέβαλαν στην ασφυκτική κοινωνική κατάσταση στη χώρα. Τελικά ο κύκλος των αλληλοσυνδεόμενων πιστωτικών αγορών και τραπεζών στην Ευρώπη έκλεισε με κερδοσκοπικές πιέσεις στη στερλίνα. Τον Σεπτέμβριο του 1931 η στερλίνα διέρρηξε τον κανόνα του χρυσού και υποτιμήθηκε. Η δολαριακή ισοτιμία της στα τέλη του έτους είχε μειωθεί κατά 33%. Η υποτίμηση επέτρεψε όμως στη στερλίνα να διατηρήσει τη θέση της ως αποθεματικό νόμισμα.

Η απο-διεθνοποίηση των οικονομιών ήταν πράγματι το μεγάλο αποτέλεσμα της κρίσης του 1929. Τμήμα αυτής της διαδικασίας δεν ήταν μόνον οι νέες κρατικές πρακτικές. Αναθεωρήθηκε τελικά η οικονομική ορθοδοξία. Ο κεϋνσιανισμός και το New Deal είναι οι πιο γνωστοί άξονες της αναθεώρησης. Σημαντικό όμως στοιχείο ήταν επίσης η ανερχόμενη πεποίθηση ότι το μέλλον της οικονομίας θα στηριζόταν λιγότερο στην «αυθόρμητη δράση» των αγορών και περισσότερο στη συντεταγμένη δράση πολύπλοκων φορέων αποφάσεων (μεγάλων επιχειρήσεων, παραγωγικών συνεργασιών, κέντρων σχεδιασμού και κρατικής παρέμβασης) που θα λειτουργούσαν με ενσυνείδητο συντονισμό. Οι αναθεωρημένες ιδέες επρόκειτο να παίξουν ρυθμιστικό ρόλο στον κόσμο που τελικά αναδύθηκε από τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο.

* Ο κ. Σταύρος Β. Θωμαδάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή