Η Επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα»

Η Επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα»

5' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 18 Δεκεμβρίου 1940 εκδόθηκε η Οδηγία 21, γνωστή ως «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα», με την οποία ο Χίτλερ διέταξε τον στρατό να ξεκινήσει τις προετοιμασίες για την εισβολή στη Σοβιετική Ενωση, ώστε σύντομα ο μισητός εχθρός να έχει συντριβεί. Στην πραγματικότητα, ο Χίτλερ είχε καταστεί δέσμιος του δικού του πολέμου, του «πραγματικού» πολέμου εναντίον του μπολσεβικισμού και της Σοβιετικής Ενωσης, ανοίγοντας ένα δεύτερο μέτωπο πριν καν ολοκληρώσει τις επιχειρήσεις για την καθυπόταξη της Αγγλίας. Η έννοια του ζωτικού χώρου και της εδαφικής επέκτασης προς τα ανατολικά, σε συνδυασμό με τις γνωστές θεωρίες περί του «εβραιομπολσεβικισμού», μετέβαλαν στη σκέψη του δικτάτορα την επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» σε «παιχνιδάκι» και αναπόφευκτα οδήγησαν στην υποτίμηση του αντιπάλου.

Ανάλογες ιδεολογικές αγκυλώσεις παρατηρήθηκαν και στο σοβιετικό καθεστώς και επέτρεψαν στη Βέρμαχτ να καταγάγει θριάμβους στις αχανείς εκτάσεις πριν την αναχαιτίσει ο «στρατηγός χειμώνας» και η ρωσική αντεπίθεση του Δεκεμβρίου 1941. Για τον Ιωσήφ Στάλιν προείχε η κομμουνιστική πειθαρχία, έναντι των κατακλυσμιαίων πληροφοριών που έκαναν λόγο για επικείμενη γερμανική εισβολή. Και εδώ οι βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις της προβοκάτσιας, της διεθνούς συνωμοσίας των δυτικών δυνάμεων και ενός άλλου αλάθητου -κομμουνιστικής έμπνευσης αυτή τη φορά- μετέβαλαν προσωρινά την τεράστια χώρα σε «γίγαντα με πήλινα πόδια» και την έσπρωξαν έως το χείλος της καταστροφής. Ο χρόνος στην περίπτωση της Ρωσίας λειτουργούσε υπέρ της, καθώς η ηγεσία της είχε φροντίσει να αποδυναμώσει τη χώρα στρατιωτικά, προβαίνοντας σε εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στο στράτευμα μεταξύ 1937-38, την ώρα δηλαδή που τα σύννεφα του πολέμου μαζεύονταν απειλητικά πάνω από την Ευρώπη.

Η έναρξη της εισβολής

Στις 22 Ιουνίου 1941, η Γερμανία και οι σύμμαχοί της εισέβαλαν από τις τρεις κατευθύνσεις στη Σοβιετική Ενωση και έως το τέλος του έτους η Βέρμαχτ είχε φτάσει έως τις πύλες της Μόσχας, επιφέροντας στον αντίπαλο συντριπτικά χτυπήματα. Ωστόσο, η τεράστια γερμανική στρατιά των εκατόν πενήντα μεραρχιών γρήγορα βρέθηκε αντιμέτωπη με μια πείσμονα αντίσταση και ανεξάντλητους πόρους, αλλά και με πολλές αντικειμενικές δυσκολίες (διασπορά των δυνάμεων, προβληματική επιμελητεία, εξάντληση των εφεδρειών κ.λπ.). Ετσι, οι αισιόδοξες προβλέψεις του Χίτλερ για ταχεία νίκη -με τις οποίες καταρχήν συμφωνούσαν Βρετανοί και Αμερικανοί- έδωσαν σταδιακά τη θέση τους σε μια ολοκληρωτική αναμέτρηση, μετατρέποντας στην πράξη τις αχανείς εκτάσεις σε «παγίδες θανάτου» για τη Βέρμαχτ. Εκεί όπου η τελευταία και τα ειδικά τμήματα των SS είχαν προλάβει να εξοντώσουν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, θέτοντας σε κίνηση μια μηχανή εξολόθρευσης Εβραίων, κομματικών στελεχών, αμάχων και αιχμαλώτων. Η κομβική μάχη του Στάλινγκραντ έγειρε οριστικά την πλάστιγγα της αναμέτρησης στην πλευρά του Κόκκινου Στρατού και των συμμαχικών όπλων, κάτι που ήρθε λίγους μήνες αργότερα να επιβεβαιώσει η τιτανομαχία των τεθωρακισμένων στο Κουρσκ. Η «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα» είχε λήξει, με τη Σοβιετική Ενωση να καταμετρά περίπου είκοσι εκατομμύρια νεκρούς -ήτοι το 10% του πληθυσμού της από τους οποίους οι μισοί ήταν άμαχοι- και τον Κόκκινο Στρατό να βρίσκεται στην καρδιά του «χιλιόχρονου» Ράιχ. Ο Χίτλερ είχε αποφασίσει μια κολοσσιαίων διαστάσεων εισβολή, επιταχύνοντας την έλευση του νέου κόσμου της μεταπολεμικής περιόδου που ήταν το ακριβώς αντίθετο εκείνου που είχε ονειρευτεί.

Λένινγκραντ, συνώνυμο του λιμού και της εξόντωσης αμάχων

Ενα από τα δραματικότερα «επεισόδια» στον πόλεμο εξόντωσης που διεξήχθη στα εδάφη της ΕΣΣΔ διαδραματίστηκε στο Λένινγκραντ, το οποίο είχε παρακάμψει η κεραυνοβόλα προέλαση της Βέρμαχτ. Ηταν ένα «επεισόδιο» ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού που αφενός δεν θα μείωνε τις πολεμικές αντοχές της Γερμανίας και συγχρόνως θα έθρεφε τον πληθυσμό της, και αφετέρου θα αποδεκάτιζε από την πείνα τους Ρώσους και ταυτόχρονα θα στραγγάλιζε πολιτισμικά και φυσικά τις πόλεις τους. Επομένως για τους Γερμανούς ο αποκλεισμός του Λένινγκραντ, όπως και η περικύκλωση πόλεων στη σιτοπαραγωγό Ουκρανία, ήταν μια ξεκάθαρη επιλογή κυνισμού και βαρβαρότητας. Ο Χίτλερ δεν ενδιαφερόταν αναγκαστικά να καταλάβει τη μεγάλη πόλη, αλλά να την εξαφανίσει με κάθε τρόπο από τον χάρτη, καθώς αποτελούσε την κοιτίδα της μπολσεβίκικης επανάστασης αλλά και κέντρο της βαριάς βιομηχανίας. Αρκούσε ο συνεπής βομβαρδισμός της, η καταστροφή των υποδομών και η αποστέρηση όλων των χρειαζούμενων για την επιβίωση του πληθυσμού. Στο ερώτημα πόσο θα άντεχαν οι άμαχοι, οι στρατιωτικοί συμβουλεύτηκαν έναν ειδικό διατροφολόγο που αποφάνθηκε πως ο πρώτος χειμώνας αρκούσε για να αποδεκατιστεί ο πληθυσμός. Τότε η πόλη θα έπεφτε σαν ώριμο φρούτο στα χέρια του γερμανικού στρατού.

Στο αντίπαλο στρατόπεδο, η σταλινική ηγεσία σχοινοβατούσε μεταξύ ανικανότητας (η περίπτωση του στρατάρχη Κλιμέντ Βοροσίλοφ πριν από την αντικατάστασή του από τον Γκεόργκι Ζούκοφ) και διαφθοράς. Η εικόνα ενός καθεστώτος που θυσίαζε χωρίς δισταγμό τα παιδιά του (συγκρότηση του Στρατού των Εθελοντών, δημιουργία του προγεφυρώματος Νέφσκι, ολοσχερής καταστροφή των αποθηκών τροφίμων Μπαντάγεφ, η σφαγή των παιδιών στο Λιτσκόβο) αναδύθηκε σε όλη της την έκταση κατά τη διάρκεια του φοβερού πρώτου χειμώνα του αποκλεισμού. Από τη μια βρίσκονταν οι αξιωματούχοι της πόλης που αφενός είχαν εξαπολύσει ανθρωποκυνηγητό εναντίον αντικαθεστωτικών, όπου ως αντισοβιετική πράξη λογιζόταν και η παραμικρή διαμαρτυρία για τη λιμοκτονία στην οποία είχε καταδικαστεί ο πληθυσμός και αφετέρου οι ίδιοι δεν στερούνταν τίποτε, κάνοντας μάλιστα και επίδειξη της καλοζωίας τους.

Από την άλλη, ήταν οι απλοί άνθρωποι που η πείνα τούς έκανε ικανούς για τα πιο μεγάλα και απίστευτα πράγματα, αλλά και για τα πιο μικρά και απάνθρωπα. Με τη θερμοκρασία στους -40, χωρίς νερό και ηλεκτρικό, οι κόλλες από τις ταπετσαρίες, οι ζώνες, οι γάτες και οι σκύλοι, τα πτώματα, τα ξύλα, τα χόρτα και τα απομεινάρια, περιλήφθηκαν στο «μενού» του άνισου αγώνα που έδινε η ζωή έναντι του θανάτου. Ο κανιβαλισμός, οι δολοφονίες για τον εφοδιασμό με κρέας αλλά και με κουπόνια προμήθειας ψωμιού, ήταν μερικές μόνο από τις οδυνηρές προεκτάσεις του αποκλεισμού που δεν παρήγαγαν ηρωισμό και επομένως σκοπίμως αποσιωπήθηκαν από τους κομματικούς αξιωματούχους.

Την ίδια στιγμή που οι άνθρωποι «πέθαιναν σαν τις μύγες» διατρανωνόταν η πίστη για τη ζωή, η θέληση να παραμείνει κανείς άνθρωπος, να διατηρήσει τον αυτοσεβασμό του. Η συνέχιση της καθημερινότητας -στο μέτρο του δυνατού- ήταν από μόνη της μια φυγή από τη σκληρή πραγματικότητα. Εν μέσω της πείνας, των χιλιάδων θανάτων και των καταιγιστικών πυρών του γερμανικού πυροβολικού, η εκτέλεση της Εβδομης Συμφωνίας του Σοστακόβιτς, αλλά και οι παραστάσεις από ηθοποιούς που μόλις και μετά βίας μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους από την εξάντληση, ήταν τα προμηνύματα της καταρχήν ηθικής ήττας των Γερμανών ή διαφορετικά της νίκης του ρωσικού λαού. Το Λένινγκραντ των δυόμισι εκατομμυρίων κατοίκων κατάφερε να επιβιώσει παγιδευμένο επί 872 ημέρες μεταξύ ενός βάρβαρου εισβολέα και ενός καθεστώτος σε πλήρη σύγχυση, χάνοντας από τους βομβαρδισμούς και την πείνα κάτι παραπάνω από ένα εκατομμύριο ψυχές. Στα τέλη Ιανουαρίου 1944 η πόλη ανέπνεε και πάλι ελεύθερη από τον γερμανικό κλοιό, αλλά όχι και από τις μνήμες του πολέμου. Αυτή η σχεδόν απίστευτη εξόντωση αμάχων έχει βρει τα τελευταία χρόνια τη θέση της στην ιστοριογραφία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επί Σοβιετικής Ενωσης, παρέμεινε εσκεμμένα στα ιστορικά αζήτητα, καθώς δεν μπορούσε να ενταχθεί στο σοβιετικό αφήγημα των μεγάλων επιτευγμάτων, και μόλις το 1989 άνοιξε τις πύλες του το Μουσείο του Αποκλεισμού.

* Ο κ. Στράτος Ν. Δορδανάς είναι λέκτορας Ιστορίας στο Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή