Γονιδίωμα αρχαίου αλόγου, δέκα φορές παλαιότερο από οτιδήποτε είχε ανακτηθεί έως τώρα, ανασυνέθεσαν επιστήμονες, σύμφωνα με μελέτη που δημοσίευσε η επιθεώρηση Νature. Το άλογο του οποίου το DNA μελετήθηκε έζησε πριν από 700.000 χρόνια στον Καναδά, και οι επιστήμονες θεωρούν ότι πλέον μπορούν να ανακτήσουν γενετικό υλικό ακόμη και από οργανισμούς που έζησαν πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια.
Ως τώρα, το αρχαιότερο γονιδίωμα που είχε μελετηθεί προερχόταν από άνθρωπο που έζησε πριν από 70.000 χρόνια. Ομως η παλαιογενετική, η μελέτη του γενετικού υλικού απολιθωμάτων με στόχο την ανασύσταση της ιστορίας της εξέλιξης, έχει γίνει όλο και σημαντικότερο συστατικό της παλαιοντολογίας.
«Νομίζω ότι το πεδίο έχει από πολλές απόψεις ωριμάσει», είπε ο Σβάντε Πάαμπο του Ινστιτούτου Εξελικτικής Ανθρωπολογίας Μαξ Πλανκ. Το DNA του αλόγου προήλθε από κόκαλο δαχτύλου που βρέθηκε στο Θισλ Κρικ του Γιούκον, θαμμένο σε αιωνίως παγωμένο έδαφος. «Είναι σαφές ότι, όταν το υλικό είναι παγωμένο, μπορεί κανείς να πάει πολύ πίσω, προσεγγίζοντας το ένα εκατομμύριο χρόνια», προσέθεσε ο Πάαμπο, τονίζοντας ότι η πρόκληση τώρα είναι να ανακτηθεί προϊστορικό γονιδίωμα από εύκρατες ζώνες, όπου συναντώνται περισσότερα απολιθώματα.
Οι ειδικοί των Πανεπιστημίων της Αλμπέρτα και της Κοπεγχάγης που ανακάλυψαν το οστό στο Θισλ Κρικ προχώρησαν σε μια πρώτη χρονολόγηση με βάση τις γύρω στρώσεις ηφαιστειακής τέφρας. Επίσης έκαναν ελέγχους, που έδειξαν ότι το κόκαλο είναι πιθανό να περιέχει DΝΑ, παρά την ηλικία του και παρά το γεγονός ότι το DNA αρχίζει να εκφυλίζεται αμέσως μετά τον θάνατο του ζώου.
Οι ερευνητές ανέλυσαν το DNA ενός μεταγενέστερου αλόγου, που έζησε πριν από 43.000 χρόνια, καθώς και πέντε αλόγων από σύγχρονες ράτσες και ενός γαϊδάρου που ζει στον ζωολογικό κήπο της Κοπεγχάγης. Η γενετική ποικιλία του αλόγου του Θισλ Κρικ ήταν διαφορετική από αυτήν των υπολοίπων, πράγμα που δείχνει ότι δεν υπήρξε επιμόλυνση με DNA σύγχρονου αλόγου. Επίσης, το DNA ήταν πολύ πιο κατακερματισμένο από ό,τι αυτό αλόγων που έζησαν στην ίδια περιοχή την ύστερη εποχή των παγετώνων, κάτι που σημαίνει ότι το κόκαλο ήταν παλιότερο. «Οι γεωλογικές ενδείξεις για την ηλικία του οστού είναι πολύ ασφαλείς», επισημαίνει ο Λουντοβίκ Ορλάντο του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης.
Ο Μπρους Μακ Φάντεν, ειδικός στα απολιθώματα αλόγων στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, είπε ότι τα ευρήματα της δανικής ομάδας φαίνονται εύλογα. «Είναι πάντα υπέροχο να συμπίπτουν οι ενδείξεις που μας δίνουν τα απολιθώματα με τις ενδείξεις που μας δίνει ο μοριακός έλεγχος», είπε. Το συμπέρασμα των επιστημόνων ήταν ότι το Equus, το είδος από το οποίο προήλθαν τα σημερινά άλογα, οι ζέβρες και τα γαϊδούρια, εμφανίστηκε πριν από τέσσερα εκατομμύρια χρόνια δύο φορές παλιότερα απ όσο εθεωρείτο έως τώρα. Ο ακόμη παλαιότερος πρόγονος του αλόγου, το Εohippus, ήταν ένα ζώο σε μέγεθος γάτας, που ζούσε στα δάση πριν από 50 εκατομμύρια χρόνια. Οι απόγονοί του ξεκίνησαν να τρέφονται με χορτάρι, αλλά χρειάστηκε να γίνουν μεγαλύτεροι και ταχύτεροι προκειμένου να επιβιώσουν στα ανοικτά λιβάδια. Πριν από 700.000 χρόνια, το άλογο του Θισλ Κρικ, που ήταν αρσενικό, είχε το μέγεθος των σύγχρονων αλόγων.