Η τελευταία χρονιά της Μέρκελ και η ιστορική διαδοχή της

Η τελευταία χρονιά της Μέρκελ και η ιστορική διαδοχή της

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Aν η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ ολοκλήρωνε τη θητεία της στην αρχή της πανδημίας, θα αποχωρούσε από το πόστο της στο απόγειο της δόξας της. Ομως ο πολιτικός χρόνος είναι τόσο συμπυκνωμένος, ώστε λίγους μήνες αργότερα η δημοτικότητά της φθίνει εκ νέου, όπως και η αποδοχή του κυβερνητικού έργου στο ζήτημα. Τον Απρίλιο, το 60% των πολιτών ήταν μάλλον ικανοποιημένο από τη διαχείριση της κρίσης, ενώ σήμερα το ποσοστό αυτό έχει περιοριστεί στο 49%. Και ενώ την άνοιξη μόνο το 25% πίστευε ότι το Βερολίνο ακολουθεί μάλλον λάθος κατεύθυνση, τώρα το αντίστοιχο ποσοστό έχει εκτοξευθεί στο 42%. 

Την ίδια στιγμή, πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι πέντε χρόνια μετά τη μεγάλη προσφυγική κρίση και τη θρυλική ρήση της Μέρκελ «Θα τα καταφέρουμε», οι μισοί Γερμανοί εξακολουθούν να αμφισβητούν τη σοφία της φράσης – πόσο μάλλον μετά την ανακοίνωση ότι η χώρα θα υποδεχθεί άλλους 1.500 μετανάστες, που έχουν εξασφαλίσει άσυλο, από τη χώρα μας. Kαι όμως, από τα σχεδόν δύο εκατομμύρια που έφθασαν στη χώρα το 2015-16, τα τρία τέταρτα μένουν σε δικά τους διαμερίσματα και τα δύο τρίτα εργάζονται ή μετεκπαιδεύονται. Η Μέρκελ διανύει τον τελευταίο χρόνο της θητείας της και τη διαδοχή της θα αποφασίσει το συνέδριο των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), που θα πραγματοποιηθεί στη Στουτγάρδη στις 4 Δεκεμβρίου, υπό ειδικές συνθήκες λόγω κορωνοϊού. Η κούρσα μέχρι τις αρχές του έτους ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη, καθώς η ίδια η Μέρκελ είχε επιλέξει για διάδοχό της την Ανεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ (ΑΚΚ), η οποία παραμένει υπουργός Αμυνας της χώρας. Εξαρχής, όμως, διεφάνη ότι η επονομαζόμενη «μίνι Μέρκελ» είναι πολύ μίνι και ελάχιστα Μέρκελ. «Δεν ελέγχει το κόμμα, κάνει ατυχείς δηλώσεις, οδήγησε σε κατάρρευση το κόμμα στη Θουριγγία» τον Φεβρουάριο, ήταν μερικά από τα επιχειρήματα εναντίον της ΑΚΚ – ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία ο υπόλοιπος κόσμος έμαθε να προφέρει ολόκληρο το όνομά της. 

Μετά την παραίτησή της από την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών, τρεις ήταν οι επικρατέστεροι διεκδικητές του πόστου: ο πρωθυπουργός του μεγαλύτερου κρατιδίου της χώρας, της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Αρμιν Λάσετ, ο οποίος είναι ο πιο κεντρώος υποψήφιος, ο ειδικός σε θέματα εξωτερικής πολιτικής Νόρμπερτ Ρέτγκεν, που τάσσεται υπέρ της οριστικής διακοπής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας στην Ε.Ε. και ο σκληρός εκλεκτός του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και του επιχειρηματικού κόσμου, Φρίντριχ Μερτς. Παρά την τελευταία του συνέντευξη, στην οποία πλέκει το εγκώμιο της Μέρκελ (θαυμάζει «την ικανότητά της να κυβερνά τη χώρα με σταθερό χέρι εν μέσω κρίσης»), είναι σαφές ότι ενδεχόμενη εκλογική νίκη του Μερτς θα σημάνει πολύ διαφορετική πολιτική του κόμματος από εκείνη της καγκελαρίου. 

Χαρακτηριστική ήταν η στάση του στο ζήτημα της Μόριας. Τη στιγμή που σύσσωμο σχεδόν το συντηρητικό στρατόπεδο τόνιζε την ανάγκη γερμανικής συνδρομής στην κρίση, ο Μερτς υιοθετούσε την πλέον αμείλικτη στάση. Αφενός αποκήρυξε τη «μοναχική» προθυμία του Βερολίνου για φιλοξενία μεταναστών, αφετέρου πρότεινε να διαμένουν οι αιτούντες άσυλο σε κρουαζιερόπλοια και να γίνεται εκεί η επεξεργασία των αιτήσεων. Παράλληλα, υπογράμμισε ότι δεν βλέπει να έχει νόημα μια ευρωπαϊκή λύση και επέμεινε ότι σκηνές σαν αυτές του 2015, με μαζικές αφίξεις μεταναστών στη Γερμανία, δεν πρέπει να επαναληφθούν. 

Αντίθετα, ο Λάσετ επισκέφθηκε ο ίδιος τη Μόρια (πριν τη φωτιά) και ο Βαυαρός πρωθυπουργός Μάρκους Ζέντερ χαρακτήρισε «χριστιανικό καθήκον» του Βερολίνου να φιλοξενήσει πρόσφυγες από τον κατεστραμμένο καταυλισμό. Θεωρητικά, δεν είναι απαραίτητο όποιος εκλεγεί επικεφαλής του CDU να είναι και υποψήφιος καγκελάριος στις εκλογές του 2021. Ο Μερτς πιστεύει ότι θα έπρεπε να είναι το ίδιο πρόσωπο, χωρίς όμως να αποκλείει και μια μοιρασιά στους θώκους. Πάντως, η διανομή των ρόλων είναι υπόθεση των συνέδρων τον Δεκέμβριο. Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, το 31% των ερωτηθέντων προτιμά ως καγκελάριο τον Ζέντερ, το 14% τον υπουργό Υγείας Γιενς Σπαν, το 13% τον Μερτς και μόλις το 8% τον Λάσετ. 

Οι Σοσιαλδημοκράτες εταίροι της Μέρκελ βιάστηκαν να ανακοινώσουν την υποψηφιότητα του υπουργού Οικονομικών και πρώην πρωθυπουργού του Αμβούργου, Ολαφ Σολτς, η οποία όμως έχει αρχίσει ήδη να «καίγεται». Ο Σολτς βάλλεται πανταχόθεν τόσο για τον ρόλο του στην υπόθεση Wirecard, ένα από τα μεγαλύτερα μεταπολεμικά σκάνδαλα στη Γερμανία, αφού αποδείχθηκε ότι από τις αρχές του 2019 είχε αρχίσει να ερευνάται η εταιρεία για χειραγώγηση μετοχών, όσο και για διόγκωση του γερμανικού δημοσιονομικού χρέους και την παράταση του καθεστώτος της Kurzarbeit στο όνομα της πανδημίας. «Ξοδεύει σαν να μην υπάρχει αύριο», είπε εναντίον του ο Μερτς. Εκτός απροόπτου, οι σημερινοί εταίροι δεν θα ξαναβρεθούν στην κυβέρνηση μετά τις εκλογές του 2021. Σχεδόν ένας στους δύο Γερμανούς ψηφοφόρους θα προτιμούσε του χρόνου μια συμμαχία Συντηρητικών και Πρασίνων σε ομοσπονδιακό επίπεδο παρά μια κεντροαριστερή κυβέρνηση, αποτελούμενη από Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινους και το Κόμμα της Αριστεράς. Με βάση τη δημοσκόπηση της Infratest Dimap για τη Welt τον περασμένο μήνα, το 49% βλέπει με καλό μάτι μια πρασινόμαυρη συνεργασία έναντι μόλις 34% που προκρίνουν την κεντροαριστερή συμμαχία στο Βερολίνο. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή