Ruth Bader Ginsburg: τι μας αφήνει;

2' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Οι συνάδελφοί μου δεν υπήρξαν ποτέ κορίτσια 13 ετών και επομένως δυσκολεύονται να καταλάβουν!». Σε μια περίοδο που ήταν η μόνη γυναίκα δικαστής στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ουάσιγκτον, η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ θέλησε με αυτές τις λέξεις να «προκαταλάβει» την κρίση των οκτώ ανδρών συναδέλφων της, που έμελλε να καταγραφεί σε μιαν ιστορική απόφαση του Δικαστηρίου. Και τα κατάφερε: με την απόφαση Safford κατά Redding (2009), το Δικαστήριο έκρινε ότι το ξεγύμνωμα μιας 13χρονης κοπέλας στο σχολείο, με ξεκούμπωμα του σουτιέν και κατέβασμα της κιλότας της, για να διαπιστωθεί εάν είχε πάνω της ναρκωτικά, πήγαινε πολύ μακριά. Και τούτο ακόμη και αν τη σωματική έρευνα έκανε γυναίκα υπάλληλος, με διακριτικότητα, πίσω από παραβάν.

Δεκάδες παρόμοιες φράσεις της Γκίνσμπεργκ έχτισαν τον «μύθο» της ως κορυφαίας υπερασπίστριας των δικαιωμάτων των γυναικών και των μειονοτήτων και ηγετικής προσωπικότητας της φιλελεύθερης πτέρυγας του Supreme Court, από το 1993, οπότε τη διόρισε ο Μπιλ Κλίντον, έως τον θάνατό της, την περασμένη εβδομάδα. Με το βιβλίο της «Με τα λόγια μου» («My own words»), που κυκλοφόρησε το 2016 και έκανε ρεκόρ πωλήσεων, και προπάντων με τις μειοψηφίες της σε αποφάσεις της συντηρητικής πλειοψηφίας του Δικαστηρίου, διατήρησε ζωντανή τη ριζοσπαστική παράδοση του Δικαστηρίου, σε μιαν εποχή συντηρητικής στροφής.

Θα σταθώ, εν τούτοις, σε μιαν άλλη πλευρά της προσωπικότητάς της, η οποία καλό είναι να υπενθυμίζεται στην Ελλάδα: τη μετριοπάθεια του ύφους της, την οποία ορθά ανέδειξε στη συγκινητική ανάρτησή της και η κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Παρά την αβυσσαλέα διαφορά απόψεων, η Γκίνσμπεργκ συνδεόταν με στενό φιλικό δεσμό με τον αντίποδά της στο Δικαστήριο, τον δικαστή Αντονίν Σκαλία, ηγετική φυσιογνωμία των συντηρητικών δικαστών έως τον θάνατό του, το 2016. Σε αυτόν ο Τζορτζ Μπους όφειλε μεταξύ άλλων και την εκλογή του, το 2000, αφού αυτός είχε διατάξει τη διακοπή της καταμέτρησης των ψηφοδελτίων στη Φλόριντα, με μια πολύ αμφιλεγόμενη απόφαση (Bush v. Gore). Για τον Σκαλία, η Γκίνσμπεργκ είχε πει το περίφημο «μερικοί πολύ καλοί άνθρωποι έχουν πολύ κακές ιδέες» («some very good people have some very bad ideas»). Αυτό δεν τους εμπόδιζε να παρακολουθούν μαζί όπερα. Συνέβη μάλιστα και το εξής αμίμητο: Ενας ασιατικής καταγωγής Αμερικανός μουσικός, ο Ντέρικ Βανγκ, συνέθεσε το 2015 όπερα με λιμπρέτο τον φανταστικό διάλογό τους στο Δικαστήριο, όπου τα επιχειρήματα του μεν αντικρούονταν από τη δε, πάνω σε πολύ γνωστές μελωδίες. Αφού «πέρασε» από την έγκριση των δύο ενδιαφερομένων, η όπερα «Scalia/Ginsburg» πρωτοπαίχτηκε σε ένα φεστιβάλ το 2016, με διευθυντή ορχήστρας τον Λόριν Μάαζελ και πέρυσι έσπασε τα ταμεία, όταν ανέβηκε στην όπερα του Ντελαγουέαρ.

Θα ήταν άραγε πολύ ουτοπικό εκ μέρους μου να ευχηθώ, κάποια στιγμή, να συμβεί κάτι ανάλογο και στη χώρα μας; Ισως, σε πρώτη φάση, όχι με δικαστές, αλλά με κάποιους άλλους πρωταγωνιστές της δημόσιας ζωής του τόπου μας, που μας έχουν πρήξει με τους –σε μεγάλο βαθμό τεχνητούς– φανατισμούς τους;

* Ο κ. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή