Ο Τραμπ δεν… ανακάλυψε την Αμερική

Ο Τραμπ δεν… ανακάλυψε την Αμερική

8' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Από σήμερα, ένα νέο όραμα θα κυβερνά τον τόπο μας. Από αυτή τη στιγμή, θα έρχεται πάντα Πρώτα η Αμερική». Αυτή ήταν η φράση με την οποία, τον Ιανουάριο του 2017, ο νέος πρόεδρος της Αμερικής, Ντόναλντ Τραμπ, επέλεξε να συνοψίσει την πολιτική της μελλοντικής του διοίκησης. Για πολλούς δεν ήταν εύκολα κατανοητό και ίσως για ακόμα περισσότερους, παγκοσμίως, ήταν δύσκολο να γίνει και αποδεκτό, τόσο πολιτικά όσο και συναισθηματικά. Το σοκ, χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο κατ’ αρχάς, προσομοίαζε με αυτό της ανάδειξης του Τραμπ στην προεδρία και της διάχυτης ανησυχίας που αυτή προκαλούσε. Ο νέος –τότε– πρόεδρος της χώρας που πολλοί «αγαπάνε να μισούν», αν και στην οποία συχνάκις προστρέχουν για βοήθεια, είπε: «Για εμάς, από τώρα και στο εξής, θα έρχεται Πρώτα η Αμερική». Το οποίο, αν το Google Translate είχε ψυχή, θα μεταφραζόταν σε πολλές γλώσσες αυτόματα: «Και τώρα, μόνοι σας». Ευτυχώς (για άλλους δυστυχώς), στον ελεύθερο κόσμο δεν υπάρχει «από δω και στο εξής», αλλά μια συνεχής δυναμική που ανατρέπει, εξισορροπεί, διαμορφώνει, αλλάζει. Και για τις Ηνωμένες Πολιτείες η ανάγνωση αυτής της δυναμικής με φιλελεύθερο αλφάβητο ήταν πάντοτε ο καθοριστικός παράγοντας και οδηγός δράσης. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους εχθρούς και τους συμμάχους τους.

Ωστόσο, η εσωτερική διελκυστίνδα ανάμεσα στην άποψη ότι η προνομιακή Αμερική έχει ηθική, ιεραποστολική υποχρέωση να τρέχει προς βοήθεια των δημοκρατικών ιδεών και της βελτίωσης του υπόλοιπου κόσμου και στην άποψη που υποστηρίζει ότι πρέπει να φροντίζει αποκλειστικά για την ευημερία του αμερικανικού έθνους, προηγείτο σχεδόν πάντοτε της (καθοριστικής) αντίδρασης της ηγέτιδος χώρας του δυτικού κόσμου προς τα ζητήματα που, φαινομενικά τουλάχιστον, λάμβαναν χώρα πέραν των συνόρων της. Οπως το θέτει ο Χένρι Κίσινγκερ: «Το ταξίδι της Αμερικής στη διεθνή πολιτική υπήρξε ένας θρίαμβος της πίστης έναντι της εμπειρίας. Διχασμένη ανάμεσα στη νοσταλγία για ένα παρθένο παρελθόν και στη λαχτάρα για ένα τέλειο μέλλον, η αμερικανική σκέψη ταλαντεύεται πάντα μεταξύ της απομόνωσης και της ηθικής δέσμευσης». 

Ο Τραμπ, λοιπόν, δεν… ανακάλυψε την Αμερική. Οι ρίζες αυτής της διελκυστίνδας και η άποψη «Πρώτα η Αμερική – America First» βρίσκονται στους «Πατέρες του Εθνους». Το 1796, στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του, ο Τζορτζ Ουάσιγκτον επισήμαινε με πατρικό τόνο: «Προκειμένου το έθνος μας να ευημερεί, πρέπει να βάλει στην άκρη τις βαθιά ριζωμένες αντιπάθειες απέναντι σε συγκεκριμένα έθνη και την παθιασμένη συμπάθεια απέναντι σε άλλα. Το έθνος που συμπαθεί ή μισεί παθιασμένα γίνεται σκλάβος της εχθρότητάς του ή της αγάπης του. Και τα δύο αρκούν για να το παρασύρουν μακριά από το καθήκον και τα πραγματικά ενδιαφέροντά του. […] Ο κύριος δικός μας κανόνας συμπεριφοράς απέναντι στα ξένα έθνη πρέπει να είναι η επέκταση των εμπορικών μας σχέσεων και η όσο το δυνατόν μικρότερη πολιτική σύνδεση. Εφόσον έχουμε ήδη δημιουργήσει δεσμεύσεις, ας τις εκπληρώσουμε με απόλυτα καλή πίστη. Αλλά εδώ να σταματήσουμε. Η Ευρώπη έχει ένα σύνολο πρωταρχικών συμφερόντων τα οποία δεν μας αφορούν ή με τα οποία έχουμε μια εξαιρετικά μακρινή σχέση. Η Ευρώπη εμπλέκεται σε συχνές αντιπαραθέσεις, οι αιτίες των οποίων είναι ουσιαστικά ξένες προς τις δικές μας ανησυχίες […]»

Ο Τραμπ δεν… ανακάλυψε την Αμερική-1
«Διχασμένη ανάμεσα στη νοσταλγία για ένα παρθένο παρελθόν και στη λαχτάρα για ένα τέλειο μέλλον, η αμερικανική σκέψη ταλαντεύεται πάντα μεταξύ της απομόνωσης και της ηθικής δέσμευσης» (Χένρι Κίσινγκερ).

«Οχι μόνιμες συμμαχίες»

«Δεν είναι μακρινό το μέλλον που, υπό αποτελεσματική διακυβέρνηση, θα επιτρέπει να αψηφούμε εξωτερικές ενοχλήσεις, να τηρούμε την ουδετερότητά μας και να επιλέγουμε την ειρήνη ή τον πόλεμο κατά πως συμβουλεύει το συμφέρον μας, καθοδηγούμενο από αίσθημα δικαίου. Διότι, αναμειγνύοντας το πεπρωμένο μας με εκείνο οποιουδήποτε μέρους της Ευρώπης, θέτουμε την ειρήνη και την ευημερία μας στην υπηρεσία της ευρωπαϊκής φιλοδοξίας. Πρέπει να αποφεύγουμε τις μόνιμες συμμαχίες με οποιοδήποτε μέρος του ξένου κόσμου. Φροντίζοντας την άμυνά μας σε όλα τα επίπεδα μπορούμε να εμπιστευθούμε με ασφάλεια προσωρινές συμμαχίες όταν προκύπτουν καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Και η εμπορική μας πολιτική δεν πρέπει ούτε να αναζητεί ούτε να παραχωρεί αποκλειστικές εύνοιες και προτιμήσεις». 

Ο Τόμας Τζέφερσον υποστήριζε το ίδιο: «Το “εμπόριο με όλα τα έθνη – συμμαχία με κανένα” πρέπει να είναι το σύνθημά μας». Το 1823, το περίφημο Δόγμα Μονρό επέλεγε επίσης την απομόνωση από τα διεθνή αλλά κυρίως –και πάντα– από τα ευρωπαϊκά προβλήματα, θέτοντας τα όρια στον αποικιστικό «εθισμό» των Ευρωπαίων και έχοντας, ταυτόχρονα, κατά νου την αυξανόμενη οικονομική διείσδυση της Ρωσίας, μετά την ήττα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και τη σύσταση της Ιεράς Συμμαχίας: «Περαιτέρω προσπάθειες των ευρωπαϊκών εθνών να αποικίσουν ή να αναμειχθούν στα πολιτικά πράγματα των κρατών της Βόρειας ή Νότιας Αμερικής θα μπορούσε να θεωρηθεί επιθετική ενέργεια, που απαιτεί παρέμβαση των ΗΠΑ», έγραφε ο Τζον Ανταμς και ανακοίνωνε ο πρόεδρος Μονρό. 

Στα χρόνια που ακολούθησαν, φάνηκε ότι το ένστικτο του απομονωτισμού στην Αμερική επικράτησε για το καλό της. Μέχρι το 1900 οι ΗΠΑ θα ασχολούνταν με τα του οίκου τους προσαρτώντας τη Χαβάη, κυριαρχώντας στις νήσους της Καραϊβικής και στις Φιλιππίνες, δημιουργώντας τη δική τους ευρύτερη σφαίρα ενδιαφέροντος.

Στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς η Ευρώπη τρέχει και δεν φτάνει και τα κάποτε ανώτερα έθνη αγωνίζονται να ορθοποδήσουν, οι ΗΠΑ αντιθέτως φαίνονται ευημερούσες, γεγονός που κάποιοι παρατηρητές απέδιδαν στο ότι είχαν αφήσει τον υπόλοιπο κόσμο για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Από την έναρξη παραμένουν ουδέτερες. Αποτελούν, ωστόσο, τον μεγάλο χρηματοπιστωτικό αρωγό της Αντάντ και προμηθευτή όπλων και πυρομαχικών και για τις δύο πλευρές. Οταν το 1915 γερμανικά υποβρύχια βυθίζουν το αγγλικό υπερωκεάνιο «Λουζιτάνια», που μεταφέρει και Αμερικανούς επιβάτες, το γεγονός προκαλεί αγανάκτηση στην κοινή γνώμη των ΗΠΑ, αλλά ο πρόεδρος Ουίλσον περιορίζεται σε μιαν αυστηρή ανακοίνωση, χωρίς να μετακινηθεί από την ουδετερότητα: «Ενόψει των πρόσφατων ενεργειών των γερμανικών Αρχών που παραβιάζουν τα αμερικανικά δικαιώματα στην ανοιχτή θάλασσα και οι οποίες κορυφώθηκαν με τον τορπιλισμό του βρετανικού ατμοπλοίου “Λουζιτάνια” στις 7 Μαΐου 1915, ως συνέπεια του οποίου έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από 100 Αμερικανοί πολίτες, είναι σαφώς σοφό και επιθυμητό η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών και η αυτοκρατορική γερμανική κυβέρνηση να καταλήξουν σε σαφή και πλήρη συνεννόηση ως προς τη ζοφερή κατάσταση που έχει προκύψει».

Ο Τραμπ δεν… ανακάλυψε την Αμερική-2
Ντόναλντ Τραμπ εναντίον Τζο Μπάιντεν. Η θέση της Αμερικής απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο είναι ένα από τα διακυβεύματα των μεθαυριανών εκλογών.

Το τηλεγράφημα Ζίμερμαν

Αλλά ακόμα και οι καλύτερες στρατηγικές πέφτουν θύμα των εκπλήξεων. Ενώ είναι όλα τακτοποιημένα υπό τη σκέπη του «America First», φτάνει το τηλεγράφημα Ζίμερμαν, το οποίο –για τους λάτρεις της λεπτομέρειας– πήρε το όνομά του από τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας, Αρθουρ Ζίμερμαν. Το Μεξικό, βγαίνοντας από μια περίοδο πολιτικής αστάθειας (στην οποία μάλλον είχαν συνεισφέρει οι ΗΠΑ), εκτιμά πως οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές για να συνεργαστεί με τη Γερμανία εναντίον του κοινού εχθρού. Σύμφωνα με το τηλεγράφημα, η Γερμανία μετά τη νίκη θα απέδιδε στο Μεξικό τις περιοχές που αυτό είχε χάσει στον πόλεμο του 1846-1848: τις πολιτείες του Τέξας, του Νέου Μεξικού και της Αριζόνας. Το έγγραφο γνωστοποιείται στον πρόεδρο Ουίλσον στις 24 Φεβρουαρίου του 1917 και δημοσιεύεται στον αμερικανικό Τύπο. Η κοινή γνώμη πλέον δεν είναι αμέτοχη, η αφορμή έχει δοθεί, και ο εμπνευστής της Κοινωνίας των Εθνών, προγόνου των Ηνωμένων Εθνών, Γούντροου Ουίλσον, απομονωτιστής που ήλπιζε να λύσει τα προβλήματα ειρηνικά, αναγκάζεται να βάλει την Αμερική στον πόλεμο. Βρισκόμαστε όμως ήδη στο 1917 και ο πόλεμος είναι στα τελευταία του, οπότε λογικά το 1923 η λονδρέζικη Daily Express γράφει ότι «Οι ΗΠΑ κατάφεραν να ευημερήσουν εξαιτίας της σοφής πολιτικής “America First”». To σλόγκαν ενισχύεται όταν το Σικάγο εκλέγει ως δήμαρχο τον Ουίλιαμ Χέιλ Τόμσον, του οποίου η καμπάνια είναι «America First, Last and Always». Υπόσχεται να υποστηρίξει την ίδρυση συλλόγων «America First» σε όλη τη χώρα, ξεκινώντας από την ίδρυση των «κεντρικών» στο Σικάγο. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, το Αμερικανικό Κογκρέσο, βλέποντας το κακό να έρχεται… ξαναψηφίζει, τον έναν μετά τον άλλον, νόμους υπέρ της αμερικανικής ουδετερότητας, η Ευρώπη μαζεύει τα κομμάτια της, ζητώντας φυσικά λεφτά και βοήθεια από την Αμερική, το κραχ του 1929 καραδοκεί και η αντοχή του «America First» θα δοκιμαστεί πολύ σύντομα. Ωστόσο, έκανε ό,τι μπορούσε. 

Οι αντιδράσεις για την έξοδο στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Τον Σεπτέμβριο του 1940, φοιτητές του πανεπιστημίου Γέιλ, με επικεφαλής τον υιό του συνιδρυτή της εταιρείας του πασίγνωστου «θρεπτικού πρωινού με κουάκερ», R. Douglas Stuart Jr., ιδρύουν την American First Committee (AFC) με στόχο την αποχή των ΗΠΑ από τον επερχόμενο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενα ισχυρό λόμπι με επικεφαλής διακεκριμένες προσωπικότητες από τον εκδοτικό, εμπορικό (το «Vicks για βουλωμένη μύτη» που όλοι αγαπήσαμε), ακαδημαϊκό, δικαστικό, στρατιωτικό και πολιτικό χώρο ενισχύουν και οικονομικά την Επιτροπή «Πρώτα η Αμερική», με πιο γνωστούς στην Ελλάδα δύο μελλοντικούς προέδρους των ΗΠΑ: τον Τζον Κένεντι και τον Τζέραλντ Φορντ. Σε πείσμα της πίεσης από την AFC, τον Μάρτιο του 1941 οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό τον πρόεδρο Ρούσβελτ ψηφίζoυν τη Lend-Lease Act, που επιτρέπει στις ΗΠΑ να προμηθεύουν τα συμμαχικά έθνη με τρόφιμα, πετρέλαιο, πολεμικά πλοία, όπλα και υλικό. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο Τσαρλς Λίντμπεργκ, το πιο διάσημο πρόσωπο της AFC, δίνει την ομιλία με την οποία αναγνωρίζει στη Βρετανία και στη διοίκηση Ρούσβελτ εκείνες τις δόλιες δυνάμεις οι οποίες ωθούν την Αμερική σε έναν πόλεμο που δεν την αφορά, στους «ασφυκτικούς πολέμους της Ευρώπης». Κατηγορεί, κυρίως, τους Αμερικανούς Εβραίους ότι χειραγωγούν το σχετικό «αφήγημα» επειδή ελέγχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οπως και ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Λίντμπεργκ προωθεί την ιδέα ότι η πλειοψηφία των Αμερικανών είναι στο πλευρό του, αλλά ότι ισχυρές φωνές του Τύπου, που υποστηρίζουν μια «παρεμβατική» Αμερική, πνίγει τις απόψεις τους. Καθώς η AFC συσχετίζεται με αυτές τις απόψεις –παρά τις διαμαρτυρίες του ότι δεν ήταν αντισημιτική ομάδα και ότι φρόντιζε για τα συμφέροντα των Αμερικανών Εβραίων–, οι πιο μετριοπαθείς απομονωτιστές αποχωρούν από την επιτροπή. Η επίθεση της 7ης Δεκεμβρίου 1941 στο Περλ Χάρμπορ εξαφανίζει οποιαδήποτε πιθανότητα πολιτικής απομόνωσης. Η Αμερική βρίσκεται σε πόλεμο. «Η περίοδος της δημοκρατικής συζήτησης για το θέμα της ένταξης στον πόλεμο έχει τελειώσει», ανακοινώνει ο πρόεδρος της Επιτροπής «Πρώτα η Αμερική», Ρόμπερτ Ε. Γουντ, και «καλεί όλους εκείνους που την έχουν ακολουθήσει [την επιτροπή] να υποστηρίξουν πλήρως την πολεμική προσπάθεια του έθνους, έως ότου επιτευχθεί η ειρήνη». Η America First Committee τελείωσε. Η ιδέα, η πολιτική τάση και τα συνθήματα που την εκφράζουν έμειναν, και όπως το θέτει η ιστορικός Μάργκαρετ Μακμίλαν: «Εχουν ακόμα οι Αμερικανοί ηθικό καθήκον να προσπαθούν να βοηθήσουν τον υπόλοιπο κόσμο, διαδίδοντας τη δημοκρατία; Το πλαίσιο αλλάζει, αλλά η συζήτηση για τον ρόλο της Αμερικής στον κόσμο συνεχίζει να μαίνεται».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή