Αλλαγή σελίδας

4' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν νέο Πρόεδρο. Τον κύριο Τζο Μπάιντεν. Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς εξελίχθηκε η κούρσα για τον Προεδρικό θώκο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και πώς επικράτησε ο 78χρονος υποψήφιος των Δημοκρατικών.

Το 2020 ήταν μια χρονιά που τα είχε όλα. Ειδικά στην Αμερική, νομίζω ότι θα κάνουν πολύ καιρό να την ξεχάσουν. Η πανδημία και οι οικονομικές συνέπειές της, οι φυλετικές διακρίσεις και το κίνημα Black Lives Matter, η κλιματική αλλαγή και η υγειονομική πρόνοια είναι μερικά από τα θέματα που βρίσκονται στην κορυφή της ατζέντας. Το πρώτο debate μεταξύ Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν δεν επιδέχεται ιδιαίτερο σχολιασμό. Ήταν απογοητευτικό. Ο Τραμπ διέκοπτε συνέχεια τον αντίπαλό του, ενώ από την άλλη, ο Μπάιντεν δεν κατάφερε να δώσει πνοή στη συζήτηση σε κανένα σημείο της βραδιάς. Ουσιαστική και εποικοδομητική αντιπαράθεση για τα κρίσιμα ζητήματα που «καίνε» τους Αμερικανούς πολίτες αλλά και ολόκληρο τον πλανήτη δεν έγινε ποτέ. Παρακολουθούσα πριν μερικές εβδομάδες τη δεύτερη τηλεμαχία μεταξύ των δύο, η οποία έγινε σε πιο ήπιους τόνους. Ίσως έπαιξε ρόλο σε αυτό, το γεγονός ότι τα μικρόφωνα των δύο υποψηφίων ήταν κλειστά όταν μιλούσε ο αντίπαλος, κι έτσι δεν είχαν τη δυνατότητα να διακόπτουν ο ένας τον άλλον. Βλέποντας, λοιπόν, το δεύτερο debate αναρωτιόμουν. Μπορεί κάποιος από αυτούς τους δύο ανθρώπους να δώσει όραμα για την επόμενη μέρα και να εμπνεύσει εκατομμύρια Αμερικανούς;

Κι εδώ έρχεται άλλο ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα. Γιατί οι Δημοκρατικοί επέλεξαν το Τζο Μπάιντεν για να αντιμετωπίσει τον Τραμπ; Η λογική εξήγηση που μπορώ να δώσω εγώ είναι ότι ο Μπάιντεν αποτελεί τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή μεταξύ των δυνάμεων του Δημοκρατικού Κόμματος. Είναι ένας μετριοπαθής πολιτικός με εξαιρετικό βιογραφικό, ήπιων τόνων και ενωτικός. Μάλιστα σε δηλώσεις του μετά το αποτέλεσμα, ανέφερε ότι παρόλο που είναι υποψήφιος των Δημοκρατικών, θα κυβερνήσει ως Πρόεδρος όλων των Αμερικανών. Χρησιμοποίησε παρόμοια, αν όχι ίδια, φρασεολογία με αυτή που είχε χρησιμοποιήσει το 2004 ο Μπαράκ Ομπάμα στην περίφημη ομιλία του στο Συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος («There are no blue States or red States. Only the United States of America»). Ενδεχομένως, λοιπόν, τα στελέχη των Δημοκρατικών να πόνταραν στο γεγονός ότι ο Μπάιντεν μπορεί να προσελκύσει ένα ευρύ φάσμα ψηφοφόρων από την Αριστερά έως το Κέντρο, σε αντίθεση με άλλες πιο προοδευτικές και ριζοσπαστικές για τα αμερικανικά δεδομένα υποψηφιότητες, όπως του Μπέρνι Σάντερς ή της Ελίζαμπεθ Ουόρεν. Αυτό, βέβαια, δεν εμπόδισε τον Τραμπ να αποκαλεί συνεχώς τον Μπάιντεν σοσιαλιστή και ακραίο, κατηγορώντας τον ότι θέλει να κάνει την Αμερική Βενεζουέλα.

Ο Τραμπ επένδυσε στο διχασμό και, εν μέρει, τα κατάφερε. Το κλίμα στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιο πολωμένο από ποτέ. Και είναι, επίσης, αλήθεια ότι δεν κυβέρνησε με θεσμικό τρόπο, ερχόμενος συχνά σε ρήξη με διεθνείς οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου ή πιο πρόσφατα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Δεν ακολούθησε το φιλελεύθερο μοντέλο Παγκόσμιας Διακυβέρνησης. Πλασαρίστηκε ως ο «αντισυστημικός», που δεν χρησιμοποιεί ξύλινο πολιτικό λόγο και με το σύνθημα «Make America Great Again» έδωσε ελπίδα στο μέσο Αμερικανό ψηφοφόρο. Κι ας μην ξεχνάμε, ότι οι ηθοποιοί του Hollywood δεν είναι ο μέσος ψηφοφόρος. Ο μέσος Αμερικανός πολίτης είναι ο Τεξανός που φοβάται την παγκοσμιοποίηση, ανησυχεί για τις τεχνολογικές εξελίξεις καθώς βλέπει παραδοσιακά επαγγέλματα να χάνονται και, τέλος, δε θέλει τους μετανάστες γιατί «μας παίρνουν τις δουλειές». Πάνω σε αυτά πάτησε ο Τραμπ, κέρδισε τις εκλογές το ‘16 και παραλίγο να επανεκλεγεί τώρα. Είπε ότι για όλα φταίει η Κίνα, το Μεξικό, η «διεφθαρμένη Χίλαρι», τα μίντια και πουθενά ο ίδιος. Και πολύ φοβάμαι, ότι αν δεν υπήρχε ο κορονοϊός, θα είχε κερδίσει τις εκλογές με σχετική άνεση. Όχι ότι έπαιξαν ιδιαίτερο ρόλο οι σχεδόν 240 χιλιάδες θάνατοι στη διαμόρφωση του αποτελέσματος. Απλώς οι Αμερικάνοι είναι γνωστό ότι ψηφίζουν, κυρίως, με βάση την τσέπη τους. Η πανδημία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την οικονομική τους κατάσταση και, ως εκ τούτου, ευνοήθηκε ο Μπάιντεν.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αλλάζουν σελίδα. Ο Τζο Μπάιντεν είναι βέβαιο ότι θα σεβαστεί τους θεσμούς και το κράτος δικαίου. Όσον αφορά τα Ελληνοτουρκικά, βλέπω να διατυπώνεται συχνά η άποψη ότι θα μας βοηθήσει στην κρίση της Ανατολικής Μεσογείου. Διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. Πράγματι, ο Μπάιντεν γνωρίζει καλά τα θέματα της περιοχής και έχει τοποθετηθεί δημόσια. Μάλιστα, έχει διατελέσει Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας κι έχει υπογραμμίσει τη μεγάλη σημασία των Ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Παρ’ όλα αυτά, η Τουρκία παραμένει χώρα στρατηγικής σημασίας κι έχω την εντύπωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δε θέλουν να της «κλείσουν την πόρτα». Σε κάθε περίπτωση, όλα θα φανούν στην πράξη. Σημασία έχει ότι ο Τζο Μπάιντεν αναδείχθηκε νικητής στη μονομαχία με τον Ντόναλντ Τραμπ. Ας ελπίσουμε ότι η ρητορική του θα συνεχίσει να είναι ενωτική και ότι θα λειτουργήσει προς όφελος κάθε Αμερικανού πολίτη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε θα δρα τόσο παρορμητικά και δε θα είναι τόσο απρόβλεπτος όσο ο προκάτοχός του. Άλλωστε, δεν είναι και πολύ ψηλά ο πήχης.

*Ο Παναγιώτης Ρέππας είναι φοιτητής Οικονομικών στο Bocconi University.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή