Οι θεσμοί άντεξαν

3' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πολιτική είναι και θέαμα, αλλά ευτυχώς όχι μόνο θέαμα. Η πολιορκία και εκπόρθηση ενός κτιρίου, με κίνδυνο για όσους βρίσκονται μέσα σ’ αυτό, έχει πάντα μια θεατρικότητα και στοιχεία θρίλερ, που μεγιστοποιεί η ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση. Εξάλλου, από τα εμβληματικά οικοδομήματα που συμβολίζουν τη δημοκρατία, το Καπιτώλιο στην Ουάσιγκτον μάλλον είναι σήμερα το πιο αναγνωρίσιμο στον κόσμο – πιο γνωστό κι από το κτίριο του βρετανικού Κοινοβουλίου στο Ουέστμινστερ. Ηταν λοιπόν εύλογο να καθηλώσει και να σοκάρει αναρίθμητα εκατομμύρια τηλεθεατές σ’ όλη την υφήλιο η εισβολή όχλου υποστηρικτών του Τραμπ στο Καπιτώλιο.
 
Ωστόσο, το θέαμα, οσοδήποτε σοκαριστικό, δεν αντιπροσώπευε κάποια πραγματική ανατροπή. Δεν ήταν η εικόνα αληθινού πραξικοπήματος. Αντίθετα, ισοδυναμούσε με εκρηκτική παραδοχή αδυναμίας και αμηχανίας, του ίδιου του Τραμπ και των τραμπούκων του, μπροστά στην ανθεκτικότητα των αμερικανικών πολιτικών θεσμών. Οι θεσμοί άντεξαν.
 
Σύμφωνα με το Σύνταγμα, το Κογκρέσο (Βουλή και Γερουσία σε κοινή συνεδρίαση) δεν είχε κανένα δικαίωμα να ακυρώσει ούτε να αλλοιώσει το εκλογικό αποτέλεσμα, παρά μόνο να το επικυρώσει, με βάση τα επίσημα αποτελέσματα που έστειλε κάθε πολιτεία, έχοντας διενεργήσει τις εκλογές σύμφωνα με τη δική της νομοθεσία. Αυτό τόνισαν κορυφαίοι Ρεπουμπλικανοί για να δικαιολογήσουν την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις πιέσεις του Τραμπ και των τραμπούκων. Δικαιώθηκε έτσι η αρχαϊκή πολυπλοκότητα ενός συστήματος έμμεσης εκλογής (μέσω του Κολεγίου των Εκλεκτόρων), καθώς και του ομοσπονδιακού συστήματος που αναθέτει τον τρόπο διεξαγωγής των εκλογών σε κάθε πολιτεία χωριστά.
 
Αν το Κογκρέσο δεν είχε το δικαίωμα να παραμερίσει τις πολιτείες, Ρεπουμπλικανοί κυβερνήτες και άλλοι αξιωματούχοι πολιτειών αρνήθηκαν, με τη σειρά τους, να υποκύψουν στις πιέσεις. Προτίμησαν, σε κάθε περίπτωση, να προασπίσουν τους θεσμούς και τις εκλογικές διαδικασίες της πολιτείας τους, αντί να υπηρετήσουν κομματικές ή προσωπικές σκοπιμότητες στο εθνικό επίπεδο. Επιβεβαίωσαν έτσι τη ζωτικότητα του ομοσπονδιακού συστήματος, που επιτρέπει σε κάθε πολιτεία να διατηρεί τη δική της ιδιαίτερη φυσιογνωμία (όσο δυσλειτουργικό κι αν αποδεικνύεται αυτό σε πολλά ζητήματα, όπως τώρα η πανδημία).
 
Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η πανηγυρική επιβεβαίωση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Οχι λιγότερες από εξήντα προσφυγές εκ μέρους του Τραμπ κατά των εκλογικών αποτελεσμάτων, σε διάφορες πολιτείες, απορρίφθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από πολιτειακά και ομοσπονδιακά δικαστήρια, με κορυφαίο το Ανώτατο Δικαστήριο. Απορρίφθηκαν το ίδιο κατηγορηματικά ακόμη και από δικαστές που είχε επιλέξει ο ίδιος ο Τραμπ μέχρι και την παραμονή των εκλογών, προκαλώντας τότε ανησυχίες για τον ρόλο που θα έπαιζαν αν αυτός αμφισβητούσε το αποτέλεσμα.
 
Στο ίδιο το Κογκρέσο, επιβεβαιώθηκε η δομική διαφορά μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας. Η πρώτη εκλέγεται κάθε φορά για δύο μόνο χρόνια. Η δεύτερη ανανεώνεται κατά ένα τρίτο κάθε δύο χρόνια, αλλά οι γερουσιαστές έχουν εξαετή θητεία. Στη Βουλή, τις ανυπόστατες ενστάσεις κατά των αποτελεσμάτων της Αριζόνας και της Πενσυλβάνιας υπερψήφισαν περισσότεροι από τους μισούς Ρεπουμπλικανούς βουλευτές (121 και 138, αντίστοιχα, από σύνολο 211). Αξίζει να ερευνήσει κανείς πόσοι ήσαν νέοι, εκλεγμένοι χάρη στον Τραμπ. Ολοι, πάντως, πρέπει να φοβήθηκαν την εκδικητικότητά του όταν θα χρειαστούν επανεκλογή, έπειτα από δύο μόλις χρόνια.
 
Εντελώς αντίθετα, στη Γερουσία μόνο οκτώ Ρεπουμπλικανοί από τους 50 υπερψήφισαν τις ίδιες ενστάσεις (και τις δύο ή μόνο μία). Η Γερουσία δικαίωσε άλλη μία φορά τη μεγαλύτερη θεσμική της ευαισθησία και βαρύτητα. Εκφραστής της έγινε μάλιστα ο αμφιλεγόμενος αρχηγός των Ρεπουμπλικανών γερουσιαστής Μιτς Μακόνελ, με μια συγκλονιστική ομιλία. Υπογράμμισε ότι «οι ψηφοφόροι, τα δικαστήρια και οι πολιτείες έχουν μιλήσει. Αν αγνοούσαμε τη βούλησή τους, θα ζημιώναμε για πάντα το πολίτευμά μας» και «η δημοκρατία μας θα έμπαινε σε μια περιδίνηση θανάτου».
 
Ισως, τελικά, αυτός ο φόβος της «περιδίνησης» και γενικότερα του άγνωστου αποτελεί την έσχατη αλλά και ασφαλέστερη εγγύηση ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί θα προστατευθούν και θα διαφυλαχθούν, όπως τώρα στην Ουάσιγκτον.
 
* Ο κ. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι π. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το τελευταίο του βιβλίο «Εθνική ολοκλήρωση και διχόνοια: Η ελληνική περίπτωση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή