«Ηταν η 11η Σεπτεμβρίου του κυβερνοχώρου». Με αυτά τα λόγια περιέγραφε, σε άρθρο του στη γαλλική Le Figaro, ο Τιερί Μπρετόν τα πρωτοφανή γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο. Ο παραλληλισμός του επιτρόπου Ενιαίας Αγοράς είναι εύλογος. Αν το σοκ της 11ης Σεπτεμβρίου οδήγησε σε ριζικό αναπροσανατολισμό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η έφοδος του ακροδεξιού όχλου στο Κογκρέσο ασκεί πίεση για αλλαγή υποδείγματος στα social media, τα οποία τόσο επιδέξια αξιοποιούσε ο Ντόναλντ Τραμπ. Ο εξοστρακισμός του Αμερικανού προέδρου από το Twitter και το Facebook ήταν η πρώτη, θεαματική ένδειξη.
Ωστόσο, η αναλογία του Γάλλου επιτρόπου περιέχει και μία προειδοποίηση: όπως συνέβη με την αντίδραση των Αμερικανών νεοσυντηρητικών στην 11η Σεπτεμβρίου, οι θεραπείες που δρομολογούνται στο ψηφιακό σύμπαν μπορεί να αποδειχθούν χειρότερες από την ασθένεια. «Το γεγονός ότι ο εκτελεστικός διευθυντής μιας εταιρείας έχει τη δυνατότητα να σιγάσει το μεγάφωνο ενός προέδρου των ΗΠΑ είναι κάτι παραπάνω από προκλητικό», έγραφε ο Μπρετόν. Αν ο Ζούκερμπεργκ του Facebook ή ο Ντόρσι του Twitter, άνθρωποι που δεν εκλέχτηκαν ποτέ σε δημόσιο αξίωμα, έχουν τη δύναμη να βουλώνουν το στόμα τού θεωρητικά ισχυρότερου ανθρώπου του κόσμου, πώς πρέπει άραγε να αισθάνονται οι απλοί πολίτες;
Η καθυστερημένη φώτιση (ανήμερα τα Φώτα) των «βαρώνων» του Διαδικτύου δεν πείθει. Επί πέντε χρόνια, το Twitter, το Facebook, το YouTube και η Google επέτρεπαν στους παρανοϊκούς συνωμοσιολόγους της QAnon, στο ακροδεξιό δίκτυο Parler, σε παραστρατιωτικές συμμορίες τύπου Oath Keepers, Three Percenters και σε σειρά άλλων μορφωμάτων στον αστερισμό του Τραμπ να διαδίδουν μηνύματα ρατσιστικού μίσους, συμπάθειας στους ναζί ή και οργάνωσης πογκρόμ. Δεν είχαν κανένα πρόβλημα με τον Τραμπ και τους ακραίους οπαδούς του, στον βαθμό που μεγάλωναν τη ροή δεδομένων, επομένως και τα διαφημιστικά κέρδη για τις πλατφόρμες τους. Αποφάσισαν να αλλάξουν ρότα μόλις δύο εβδομάδες πριν από το τέλος της θητείας ενός ατιμασμένου Τραμπ, κάνοντας τα γλυκά μάτια στον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος δέχεται ισχυρή πίεση από την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών για την επιβολή κοινωνικού ελέγχου στις ψηφιακές πλατφόρμες. Οι ιδιοκτήτες τους πολύ θα ήθελαν ο νέος πρόεδρος να ακολουθήσει την κλασική συνταγή που περιέγραφε ο Λαμπεντούζα στον «Γατόπαρδο»: Πρέπει να αλλάξουν πολλά, για να μείνουν όλα ίδια.
Το 2008, ο τότε εκτελεστικός διευθυντής της Google Ερικ Σμιντ είχε το γενικό πρόσταγμα στο προεκλογικό επιτελείο του Μπαράκ Ομπάμα, στο Σικάγο, επιφορτισμένος με την έρευνα και τον επηρεασμό της συμπεριφοράς του εκλογικού σώματος. Συγκέντρωνε δεδομένα από τη δραστηριότητα 250 εκατομμυρίων Αμερικανών στο Ιντερνετ και στα social media, λεηλατώντας προσωπικά δεδομένα τους. Εκτιμώντας τις υπηρεσίες του, ο Ομπάμα τον έβαλε στο οικονομικό επιτελείο του όταν ετοιμαζόταν να αναλάβει την εξουσία. Υστερα από την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία, ο ίδιος άνθρωπος, ο Ερικ Σμιντ, ανέλαβε επικεφαλής της Διεύθυνσης Καινοτομίας του αμερικανικού Πενταγώνου. Η περίπτωσή του δεν είναι μοναδική. Πολιτικοί χαμαιλέοντες σαν τον Σμιντ προσωποποιούν το αναδυόμενο στρατιωτικο-ψηφιακό σύμπλεγμα της εποχής μας, κατ’ αναλογία με το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα του Ψυχρού Πολέμου, μια μείζονα απειλή για τα προσωπικά δεδομένα και τις ελευθερίες των πολιτών.
Κώδων κινδύνου
Πολιτικοί κάθε άλλο παρά φιλικοί έναντι του Τραμπ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Ο αποκλεισμός του από τα social media είναι «προβληματικός», γιατί «η ελευθερία της έκφρασης είναι θεμελιώδους σημασίας», δήλωσε η Αγκελα Μέρκελ. Για «παντοδυναμία και αλαζονεία του Μαρκ Ζούκερμπεργκ» μίλησε ο πρόεδρος του Μεξικού, Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ. Θα πει κάποιος: Χθες τους κατηγορούσαμε για απεριόριστη ανοχή στον Τραμπ και στους ακραίους οπαδούς του, σήμερα τους κατηγορούμε ότι ασκούν λογοκρισία, πότε τελικά είχαμε δίκιο;
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος: της έλλειψης θεσμοθετημένου, δημοκρατικού – κοινωνικού ελέγχου στις ψηφιακές πλατφόρμες, γεγονός που αφήνει στους μεγιστάνες ιδιοκτήτες τους την ευθύνη της όποιας ρύθμισης. Το πρόβλημα ξεκίνησε το 1996, όταν το Web βρισκόταν ακόμη στην παιδική ηλικία του. Πρωταθλήτρια στην «απελευθέρωση των αγορών», από το χρηματοπιστωτικό σύστημα μέχρι την ψηφιακή σφαίρα, η κυβέρνηση των «Νέων Δημοκρατικών» υπό τον Μπιλ Κλίντον προώθησε στο Κογκρέσο τον νόμο για τη δημοκρατία των επικοινωνιών, ο οποίος, στο επίμαχο άρθρο 230, καθιέρωνε την απαλλαγή των ιδιοκτητών από κάθε νομική ευθύνη για το περιεχόμενο που δημοσιεύουν τρίτοι στις πλατφόρμες τους. Επιπλέον, δεν θέσπιζε κανένα αποτελεσματικό μέτρο για τη λεηλασία των προσωπικών δεδομένων των πολιτών.
Τα τελευταία χρόνια, με καταλύτη το μέγα σκάνδαλο της Cambridge Analytica στις αμερικανικές εκλογές του 2016, η πίεση για θεσμοθετημένο έλεγχο στις ψηφιακές πλατφόρμες ενισχύθηκε κατά πολύ και στις δύο ακτές του Ατλαντικού. Πιο προχωρημένη σε αυτό το επίπεδο εμφανίζεται η Ευρώπη, η οποία υφίσταται τις επιπτώσεις της αμερικανικής κυριαρχίας στο Διαδίκτυο. Πριν από ένα μήνα, η Κομισιόν κατέθεσε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τη νομοθετική πρόταση Digital Security Act, η οποία θεσπίζει την επίβλεψη, σε πραγματικό χρόνο, του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι πλατφόρμες και προβλέπει κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης των συμφωνημένων κανόνων.
Απομένει το καίριο πρόβλημα που έθεσε στο κύριο άρθρο της, την περασμένη Τρίτη, η γαλλική Le Monde: «Το πραγματικό ερώτημα είναι γιατί εκατομμύρια άνθρωποι είναι έτοιμοι να πιστέψουν αδιανόητα fake news… Χωρίς την απαιτούμενη ευαισθησία απέναντι σε αυτό το κομμάτι της κοινωνίας, οι ελίτ άφησαν το φαινόμενο να εξελιχθεί, σε σημείο που να κλονίσει μία από τις ισχυρότερες Δημοκρατίες. Το πρόβλημα δεν θα λυθεί με τη φίμωση των λογαριασμών του Τραμπ, αλλά με τον σοβαρό προβληματισμό για την εκτροπή ενός οικονομικού και πολιτικού συστήματος στο οποίο αυτό το τμήμα του πληθυσμού δεν πιστεύει πια».
Οικονομική ασυδοσία
Με εξαίρεση την Κίνα και ελάχιστες άλλες χώρες του κόσμου, οι περίφημες GAFAM (Google, Amazon, Facebook, Apple, Microsoft) κυριαρχούν συντριπτικά στον κυβερνοχώρο. Το γεγονός ότι ελάχιστες αμερικανικές πολυεθνικές μονοπωλούν τον πιο δυναμικά αναπτυσσόμενο χώρο της παγκόσμιας οικονομίας, από τον οποίο εξαρτώνται άμεσα κρίσιμες κρατικές υποδομές, αποτελεί καιρό τώρα πηγή ανησυχίας. Το ενδεχόμενο να επιβληθεί σε αυτές τις εταιρείες αντι-τραστ νομοθεσία, όπως εκείνες που επέβαλαν στο παρελθόν το σπάσιμο γιγαντιαίων μονοπωλίων, σαν τη Standard Oil και την AT&T, έχει ήδη τεθεί στην ημερήσια διάταξη στις ΗΠΑ. Η πίεση ενισχύεται λόγω των μυθικών κερδών που αποκομίζουν οι εν λόγω εταιρείες στην εποχή της πανδημίας, όταν ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας απειλείται με οικονομικό αφανισμό. Λίγους μήνες μετά την έκρηξη της πανδημίας και τα lockdowns στις ΗΠΑ, οι πέντε GAFAM έφτασαν να αντιπροσωπεύουν το 20% της αξίας των 500 μεγαλύτερων αμερικανικών επιχειρήσεων, που περιλαμβάνονται στον χρηματιστηριακό δείκτη S&P 500. Από την πλευρά τους, οι Ευρωπαίοι βρίσκονται από καιρό σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ για την επιβολή φορολογίας στις GAFAM και τίποτα δεν δείχνει ότι η αλλαγή φρουράς στον Λευκό Οίκο θα λύσει αυτομάτως το πρόβλημα. Η Γαλλία δίνει στον εαυτό της περιθώριο μέχρι το καλοκαίρι για να πείσει τον Μπάιντεν να στηρίξει την υιοθέτηση διεθνούς φόρου στις μεγάλες επιχειρήσεις του Διαδικτύου, δήλωσε την Τετάρτη ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρινό Λε Μερ. Το θέμα ήδη συζητείται στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, αλλά για την ώρα προσκρούει στις αμερικανικές αντιρρήσεις.