ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ. Τριάντα πέντε βουλευτές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος συμφώνησαν χθες με τους συναδέλφους τους των Δημοκρατικών να συσταθεί εξεταστική επιτροπή για τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου. Ωστόσο, η δημιουργία της επιτροπής θεωρείται εξαιρετικά αμφίβολη, λόγω της άρνησης των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία να συγκατανεύσουν στην έρευνα που αφορά την εισβολή οργισμένων οπαδών του τέως προέδρου Τραμπ στο Κογκρέσο.
Η υπόθεση αντικατοπτρίζει την ισχύ του Ντόναλντ Τραμπ στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ενώ τις πρώτες ημέρες μετά την εισβολή προβεβλημένοι γερουσιαστές, όπως ο Μιτς Μακόνελ, είχαν καταδικάσει τα ψεύδη του Τραμπ περί νοθείας και είχαν αναγνωρίσει τη νίκη του Τζο Μπάιντεν, τώρα εκφράζουν διαφωνίες για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής. Ο Μακόνελ υποστηρίζει ότι οι έρευνες που ήδη διενεργεί το υπουργείο Δικαιοσύνης, καθώς και οι εργασίες επιμέρους επιτροπών της Γερουσίας, επαρκούν για να βγει στην επιφάνεια η αλήθεια.
Για όσους Δημοκρατικούς διατηρούσαν ψευδαισθήσεις ότι μπορεί να υπάρξει διακομματική συνεννόηση με τους Ρεπουμπλικανούς, το κλίμα στη Γερουσία λειτουργεί ως επαναφορά στην πραγματικότητα. Οι Δημοκρατικοί (και όσοι Ρεπουμπλικανοί αψήφησαν την ηγεσία του κόμματος, συμφωνώντας με την ίδρυση της επιτροπής) ήλπιζαν ότι η εξεταστική επιτροπή για την 6η Ιανουαρίου θα συσταινόταν με διακομματική συναίνεση, στα πρότυπα της εξεταστικής επιτροπής για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Η πρόεδρος της Βουλής Νάνσι Πελόσι εκτίμησε ότι η άρνηση σχετίζεται με την επιθυμία των στελεχών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, μεταξύ αυτών και του Μιτς Μακόνελ, να αποφύγουν τη δημοσιοποίηση των συνομιλιών τους με τον Ντόναλντ Τραμπ την επίμαχη περίοδο. Επί της ουσίας, πάντως, πρόκειται για ακόμη μία επιβεβαίωση ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αδυνατεί να απεξαρτηθεί από τη θεωρία του «μεγάλου ψέματος».