Μια επιτάχυνση που θα μπορούσε να διαρκέσει: η πανδημία της Covid-19 θα έχει μακροχρόνιες συνέπειες στην παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια, αφότου συνέβαλε το 2020 στην απότομη αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που βρέθηκαν αντιμέτωποι με την πείνα, προειδοποίησε ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ.
Αυτή η επιδείνωση της πείνας στον κόσμο (+18% σε έναν χρόνο), η μεγαλύτερη τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια, υπονομεύει περισσότερο από ποτέ τον στόχο του ΟΗΕ για την εκρίζωση του λιμού έως το 2030.
«Το 2020, μεταξύ 720 και 811 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο αντιμετώπισαν την πείνα, δηλαδή σχεδόν 118 εκατομμύρια άνθρωποι περισσότεροι σε σχέση με το 2019, αν λάβουμε υπόψη το μέσο της ψαλίδας (768 εκατομμύρια)», αναφέρει ο FAO στο έγγραφο αυτό που δημοσίευσε με τη συνδρομή του Διεθνούς Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης, της Unicef, του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Περισσότεροι από τους μισούς από τους ανθρώπους αυτούς ζουν στην Ασία (418 εκατομμύρια), περισσότερο από το ένα τρίτο στην Αφρική (282 εκατομμύρια) και 8% (60 εκατομμύρια) στη Λατινική Αμερική.
«Βλέπουμε ότι οι αριθμοί είναι ωστόσο στα ύψη», δήλωσε με αποδοκιμασία ο Ντομινίκ Μπιρζόν, διευθυντής στη Γενεύη του γραφείου του FAO.
Γενικότερα, 2,37 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν είχαν πρόσβαση σε κατάλληλη διατροφή καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020, δηλαδή 320 εκατομμύρια άνθρωποι περισσότεροι σε σχέση με το 2019.
Πρόκειται για αύξηση «ίση με εκείνη που παρατηρήθηκε κατά την προηγούμενη πενταετία», σύμφωνα με την έκθεση.
«Υπήρχαν τομείς που συνέβαλαν σε αυτή την κατάσταση, οι οποίοι συνδέονται κυρίως με τις συγκρούσεις, την κλιματική αλλαγή, το οικονομικό σοκ με τον οποίο βρέθηκαν αντιμέτωπες ορισμένες χώρες», υπενθυμίζει ο Μπιρζόν.
«Όλα αυτά επιδεινώθηκαν από την πανδημία», τονίζει.
Σε ορισμένες χώρες, «κυρίως στις φτωχότερες ανά τον κόσμο, όπου έχουν ληφθεί μέτρα για την πρόληψη της εξάπλωσης της πανδημίας, οι περιορισμοί στις μετακινήσεις για παράδειγμα εμπόδισαν τους μικροκαλλιεργητές να πουλήσουν την παραγωγή τους στις αγορές, στερώντας τους έτσι έσοδα για τη διαβίωσή τους».
Από την άλλη πλευρά, «στο επίπεδο των πόλεων, μερικές φορές υπήρχαν προβλήματα εφοδιασμού, που σημαίνει ότι οι τιμές αυξάνονταν», υπογραμμίζει ο Μπιρζόν, αναφερόμενος κυρίως στις χώρες της περιοχής Σαχέλ, της υποσαχάριας Αφρικής, όπως το Κονγκό.