Τον Ιούλιο του 1976 συνελήφθη στην Αθήνα ο Γερμανός Ρολφ Πόλε βάσει εντάλματος των γερμανικών αρχών. Ο Πόλε είχε καταδικαστεί το 1974 σε φυλάκιση έξι ετών και πέντε μηνών για συμμετοχή στην περιβόητη οργάνωση «Φράξια Κόκκινος Στρατός» (RAF) και άλλα συναφή με αυτήν αδικήματα.
Ενώ ο Πόλε εξέτιε την ποινή του σε φυλακή της Βαυαρίας, η αναρχική οργάνωση «Κίνημα της 2ας Ιουνίου» απήγαγε τον Φεβρουάριο του 1975 τον Πέτερ Λόρεντς, επικεφαλής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος στο Δυτικό Βερολίνο, και αξίωσε, με την απειλή της δολοφονίας του, να απελευθερωθούν ο Πόλε και άλλοι πέντε κρατούμενοι της RAF.
Οι ομοσπονδιακές και τοπικές αρχές της Γερμανίας αποφάσισαν, μετά ευρεία σύσκεψη, να ενδώσουν στα αιτήματα των απαγωγέων, προκειμένου να διασωθεί ο απαχθείς Λόρεντς. Πράγματι, ο Πόλε και άλλοι τέσσερις κρατούμενοι αποφυλακίστηκαν με προφορική εντολή του υπουργού Δικαιοσύνης της Βαυαρίας και επιβιβάστηκαν σε αεροσκάφος που τους μετέφερε στο Αντεν της Ν. Υεμένης, όπου τους χορηγήθηκε πολιτικό άσυλο. Οι απαγωγείς απελευθέρωσαν τον Λόρεντς και, ακολούθως, οι γερμανικές αρχές εξέδωσαν εντάλματα συλλήψεως κατά των κρατουμένων που είχαν απελευθερώσει.
Δύο διαφορετικές αποφάσεις
Μετά τη σύλληψη του Πόλε στην Αθήνα άνοιξε εναντίον του διαδικασία έκδοσης, στη διάρκεια της οποίας εκδηλώθηκε ισχυρό ρεύμα υποστήριξής του. Τη δικανική υπεράσπισή του ανέλαβαν διαπρεπείς δικηγόροι (Ευ. Γιαννόπουλος, Ν. Ανδρουλάκης, Π. Κανελλάκης). Ο Πόλε, γιος και εγγονός καθηγητών πανεπιστημίου, είχε σπουδάσει στη Νομική Σχολή του Μονάχου και συμμετείχε ενεργώς στο ορμητικό φοιτητικό κίνημα της εποχής. Η στροφή του προς τις ριζοσπαστικές ιδέες ανατροπής του καθεστώτος φαίνεται να ευνοήθηκε από δραματικά γεγονότα της εποχής, όπως η απρόκλητη θανάτωση από αστυνομικό του ειρηνιστή φοιτητή Μπένο Ονεζοργκ στις 2 Ιουνίου1967, στη διάρκεια συγκέντρωσης διαμαρτυρίας κατά του φιλοξενούμενου στο Δυτικό Βερολίνο σάχη της Περσίας, η απόπειρα δολοφονίας του Ρούντι Ντούτσκε (11/4/1968) αλλά και η δική του σύλληψη και καταδίκη για συμμετοχή στα βίαια επεισόδια που συνόδευσαν τις διαδηλώσεις για την ειρήνη τη Δευτέρα του Πάσχα του 1968.
Στην Ελλάδα, η νωπή εμπειρία της δικτατορίας και η διάχυτη συμπάθεια προς τα ανά τον κόσμο απελευθερωτικά και άλλα κινήματα τροφοδότησε κύμα συμπαράστασης προς τον εκζητούμενο Πόλε, με στόχο την απόρριψη του αιτήματος έκδοσης των γερμανικών αρχών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών (απόφαση 12-13/1976) απέρριψε κατά πλειοψηφία (3:2) το αίτημα έκδοσης του Πόλε ενόψει του πολιτικού χαρακτήρα των εγκλημάτων για τα οποία είχε καταδικαστεί. Σύμφωνα με την απόφαση, «ούτος συμμετέσχε … ως μέλος εις μίαν επαναστατικήν εξτρεμιστικήν οργάνωσιν, ήτις είχε πολιτικούς σκοπούς και απέβλεπεν εις ενεργόν δράσιν προς ανατροπήν του κρατούντος εν Δυτική Γερμανία πολιτικού καθεστώτος και εις αγώνα μετά των καταπιεζομένων εις όλον τον Κόσμον … κατά του Ιμπεριαλισμού και του μονοπωλιακού Καπιταλισμού και εστρέφετο εν γένει κατά του πολιτικού κατεστημένου της Δυτικής Κοινωνίας», τα δε εγκλήματα για τα οποία είχε καταδικαστεί «συνάπτονται αμέσως και ευθέως προς τους σκοπούς της εν λόγω οργανώσεως».
Κατά της απόφασης του Συμβουλίου Εφετών ασκήθηκε έφεση ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ο Αρειος Πάγος (απόφαση 890/1976) εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση αποκρούοντας (με ψήφους 4:1) τον πολιτικό χαρακτήρα των εγκλημάτων. Σύμφωνα με τον Αρειο Πάγο, ως πολιτικό έγκλημα «νοείται το κατά της Πολιτείας αμέσως απευθυνόμενον και εις ανατροπήν ή αλλοίωσιν της εν αυτή κατά το ισχύον πολίτευμα καθεστηκυίας τάξεως τείνον έγκλημα», ενώ «παν άλλον έγκλημα δεν υπάγεται εις την έννοιαν του πολιτικού εγκλήματος, έστω και αν εξ αφορμής πολιτικών φρονημάτων ή προς τον σκοπόν τοιούτων επιδιώξεων εξετελέσθη». Κατά την απόφαση, τα «απλά ελατήρια» και οι «απώτεροι σκοποί» του εκζητουμένου «δεν είναι ικανά να προσδώσουν στα ρηθέντα εγκλήματα τον χαρακτήρα του πολιτικού εγκλήματος».
Ο Πόλε παραδόθηκε στις Αρχές της Γερμανίας και εξέτισε την ποινή του σε φυλακή της Βαυαρίας. Το 1984 νυμφεύθηκε τη δικηγόρο Κατερίνα Ιατροπούλου, η οποία είχε ενεργό συμμετοχή στην υπεράσπισή του στη διάρκεια της εις βάρος του διαδικασίας έκδοσης, και εγκαταστάθηκε μονίμως στην Αθήνα, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του από καρκίνο, σε ηλικία 62 ετών, το 2004.
Η έννοια του πολιτικού εγκλήματος
Η υπόθεση Πόλε ανέδειξε δύο ενδιαφέροντα νομικά ζητήματα με σοβαρές πολιτικές προεκτάσεις. Το πρώτο από αυτά αφορά την έννοια του πολιτικού εγκλήματος. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών υιοθέτησε τη γνωστή ως υποκειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο χαρακτήρας ενός εγκλήματος ως πολιτικού εξαρτάται πρωτίστως από τον σκοπό που επιδιώκει ο δράστης του. Αντιθέτως, ο Αρειος Πάγος ακολούθησε την αντικειμενική θεωρία. Κατ’ αυτήν, το πολιτικό κίνητρο του δράστη δεν καθιστά αφ’ εαυτού την πράξη του πολιτικό έγκλημα, παρά μόνον αν αυτή στρέφεται ευθέως κατά του κρατούντος κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος, είναι, δηλαδή, αντικειμενικώς πρόσφορη να το ανατρέψει. Εδώ ανήκουν κατεξοχήν η εσχάτη προδοσία και οι συναφείς προς αυτήν πράξεις.
Σημειωτέον ότι στη νομολογία των δικαστηρίων μας διαχρονικώς κρατούσα για το πολιτικό έγκλημα είναι η αντικειμενική θεωρία. Υπό την έννοια αυτή, η απόφαση του Αρείου Πάγου αποκατέστησε στην υπόθεση Πόλε τα παγίως κρατούντα, ενώ η πρωτοβάθμια απόφαση είχε ασπασθεί μια υποκειμενική και υπερβολικά ευρεία έννοια του πολιτικού εγκλήματος, η οποία δεν συμβάλλει στην αποτελεσματική δικαστική συνεργασία των κρατών ούτε στην ανάπτυξη φιλικών σχέσεων μεταξύ τους.
Στην έκδοση του Πόλε, η γερμανική κυβέρνηση απέδιδε ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι οι τρομοκρατικές ενέργειες της RAF είχαν συνταράξει τη χώρα, ενώ το επόμενο έτος (1977) ακολούθησε η περίοδος που είναι γνωστή ως «Γερμανικό Φθινόπωρο» με κορύφωση την αεροπειρατεία αεροσκάφους της Λουφτχάνσα από Παλαιστινίους, που αξίωναν την απoφυλάκιση ηγετικών μελών της RAF, την απελευθέρωση των ομήρων από ειδικές δυνάμεις στο αεροδρόμιο του Μογκαντίσου της Σομαλίας, τον θάνατο στα κελιά τους των Μπάαντερ, Ενσλιν, Ράσπε και τη δολοφονία του απαχθέντος βιομηχάνου Χανς Μάρτιν Σλάγιερ.
Από την άλλη πλευρά, μια σειρά άστοχων ενεργειών των γερμανικών αρχών, όπως η λανθασμένη θανάτωση από την αστυνομία αμέτοχων τρίτων στη διάρκεια επιχειρήσεων για τη σύλληψη υπόπτων τρομοκρατίας, η εσπευσμένη ψήφιση αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας ή η κράτηση σε συνθήκες απομόνωσης υποδίκων και καταδίκων για συμμετοχή σε ενέργειες της RAF, είχε προκαλέσει διάχυτη δυσπιστία σε αρκετές χώρες. Παράλληλα, ο θάνατος από ασιτία του κρατουμένου απεργού πείνας Χόλγκερ Μάινς (1974) καθώς και της Ούλρικε Μάινχοφ, που κρεμάστηκε στο κελί της στη φυλακή του Σταμχάιμ (1976), παρείχαν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη κινημάτων συμπαράστασης σε πρόσωπα που διώκονταν για τρομοκρατία, όπως ο Ρολφ Πόλε, ο οποίος άλλωστε είχε διατελέσει μέλος της RAF για λίγους μήνες χωρίς να συμμετάσχει σε κάποια μείζονα ενέργεια της οργάνωσης.
Η νομική αξιολόγηση της αποφυλάκισης του Πόλε το 1975
Το δεύτερο ενδιαφέρον ζήτημα σχετίζεται με τη νομική αξιολόγηση, στο πλαίσιο του δικαίου της εκδόσεως, της αποφυλάκισης του Πόλε το 1975 με προφορική εντολή του Βαυαρού υπουργού Δικαιοσύνης κατόπιν αποφάσεως της γερμανικής κυβέρνησης. Το Συμβούλιο Εφετών είχε την άποψη ότι η αποφυλάκιση του Πόλε θα μπορούσε να θεωρηθεί νόμιμος λόγος που εμποδίζει την εκτέλεση του υπολοίπου της ποινής κατά την έννοια του άρθρου 438 του ημέτερου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο εν τοις πράγμασιν εξαναγκασμός των γερμανικών αρχών να αποφυλακίσουν τον Πόλε υπό την απειλή της θανατώσεως του απαχθέντος Λόρεντς δεν αναιρούσε, σύμφωνα με το Συμβούλιο Εφετών, την ισχύ της αποφυλάκισης, η οποία αποτελούσε πράξη μιας κυρίαρχης πολιτείας, η οποία, «ως αυτόνομος και μοναδικός φορεύς ασκήσεως εξουσίας» δεν νοείται, νομικώς, να ενεργεί υπό το κράτος απειλής. Ο Αρειος Πάγος, αντιθέτως, έκρινε ότι η απόλυση από τις φυλακές του Πόλε δεν είχε «νόμιμον κύρος». Η ad hoc συσταθείσα κυβερνητική επιτροπή για την αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης «ουδεμίαν είχε νόμιμον υπόστασιν και επομένως ουδ’ εξουσίαν ή αρμοδιότητα να αποφασίση περί απολύσεως του εκζητουμένου εκ των φυλακών» κατά την κείμενη γερμανική νομοθεσία.
Η αποφυλάκιση του Πόλε, η οποία έγινε πράγματι υπό έκτακτες συνθήκες που δεν ρυθμίζονται στην οικεία νομοθεσία, δεν μπορεί μεν να αγνοηθεί ως πραγματικό γεγονός. Η θεώρησή της όμως ως νομίμου λόγου που κωλύει την έκδοσή του για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του δεν φαίνεται να ευρίσκει έρεισμα στο άρθρο 438 ΚΠΔ. Τέτοιο κώλυμα θα συνέτρεχε, για παράδειγμα, αν η αποφυλάκιση του Πόλε είχε γίνει κατόπιν διαπραγματεύσεων της ελληνικής με τη γερμανική κυβέρνηση, αν η Ελλάδα του είχε χορηγήσει πολιτικό άσυλο κ.ο.κ.
Η πολύκροτη στην εποχή της υπόθεση Πόλε προσφέρεται σήμερα για αναστοχασμό. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η δράση οργανώσεων όπως η RAF έχασε την αρχική, ιστορικά εξηγήσιμη, αίγλη της και αντιμετωπίστηκε ως υπαρξιακή απειλή για τη δημοκρατία. Στις μέρες μας, ισχυρή πολιτική συναίνεση έχει επιτρέψει την επιβολή μιας επιθετικής αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και πρακτικής που προκαλεί, αυτή πλέον, ρήγματα στα θεμέλια της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης με τον άμετρο περιορισμό της ελευθερίας του λόγου, την εφαρμογή τεχνικών μαζικής επιτήρησης και τη συρρίκνωση δικαιοκρατικών εγγυήσεων. Ο καθηγητής και εκ των συνηγόρων του Πόλε, Νικόλαος Ανδρουλάκης, σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» της 21.9.1976 με αφορμή την υπόθεση αυτή, παρατηρούσε ότι στις ποινικές δίκες με κατηγορουμένους που αμφισβητούν τη φιλελεύθερη – δημοκρατική έννομη τάξη, «η Δημοκρατία δεν ρίχνεται με θυμό, μισαλλοδοξία και περιφρόνηση για να κατασπαράξει την αριθμητικά απειροελάχιστη ομάδα του πληθυσμού που τολμά να την αμφισβητή. Η Δημοκρατία ακούει και απαντά, προσπαθεί να πείση τον αρνητή της ότι η προσφυγή του στη βία ήταν αδικαίωτη γιατί οι θεσμοί της ήταν και είναι αναλλοίωτοι και ζωντανοί». Τα λόγια του παραμένουν και σήμερα επίκαιρα.
Το γεγονός
Η υπόθεση της έκδοσης από την Ελλάδα στη Δυτική Γερμανία του καταδικασθέντος για τρομοκρατική δράση Ρολφ Πόλε απέκτησε μεγάλες διαστάσεις στην ελληνική νομική και πολιτική δημόσια συζήτηση. Η πρόσφατη εμπειρία της δικτατορίας είχε ριζοσπαστικοποιήσει ένα τμήμα της ελληνικής κοινής γνώμης, που ζητούσε να αποφευχθεί η έκδοση, ενώ ο πρόσφατος θάνατος της ηγέτιδος της δυτικογερμανικής τρομοκρατικής οργάνωσης RAF, Ούλρικε Μάινχοφ, στη φυλακή στη Δ. Γερμανία, προσέθετε νέες εντάσεις στο σκηνικό.
* Ο κ. Ηλίας Αναγνωστόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών και πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Ποινικολόγων.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ