Εν μέσω του καλοκαιρινού καύσωνα και της χαλάρωσης των περιορισμών είναι εύκολο να δημιουργηθεί η εικόνα πως η πανδημία οδεύει προς το τέλος της. Η επιδημιολογική πραγματικότητα, ωστόσο, διαψεύδει κάθε ψευδαίσθηση. Ο αριθμός των κρουσμάτων στην Ε.Ε. κατέγραψε εκθετική άνοδο μέσα στον Ιούλιο, ενώ η πτώση των κρουσμάτων στις αρχές του Αυγούστου είναι εμφανής αλλά όχι ικανοποιητική – στη χώρα μας, μάλιστα, καταγράφεται αισθητή άνοδος. Κατά τη διάρκεια ενός ακόμα κύματος COVID-19, κατευθυνόμενου από τη μετάλλαξη «Δέλτα», εύλογα πολλοί αναρωτιούνται τι τους επιφυλάσσει το πανδημικό μέλλον του φθινοπώρου και των επόμενων ετών.
Στο ερώτημα αυτό απαντά, με ενιαίο κείμενό της, ομάδα 32 διακεκριμένων επιστημόνων από 17 χώρες της Ευρώπης. Ανάμεσά τους βρίσκονται τέσσερις κορυφαίοι Ελληνες επιστήμονες: ο Χρήστος Λιονής, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, ο Γιώργος Παυλάκης, γιατρός και ερευνητής στις ΗΠΑ, η Ελενα Πιτέλου από την Ευρωπαϊκή Ένωση Δημόσιας Υγείας και, τέλος, ο λοιμωξιολόγος Σωτήρης Τσιόδρας. Ο τόνος του κειμένου τους είναι ανησυχητικός: οι επιστήμονες ισχυρίζονται πως δίχως μια ενιαία αποτελεσματική στρατηγική, η Ευρώπη κινδυνεύει να υπνοβατήσει σε νέα έξαρση, παρόμοια με του προηγούμενου φθινοπώρου.
Επαναφορά μέτρων
Οι ερευνητές προτείνουν στις ευρωπαϊκές χώρες να ενεργήσουν από κοινού για να διατηρήσουν χαμηλά τα επίπεδα του ιού, καθώς και να εξετάσουν τη λήψη εκ νέου ορισμένων περιοριστικών μέτρων ενόσω μεταβαίνουμε στους ψυχρότερους μήνες. Σύμφωνα με υπολογισμούς των ερευνητών, με βάση την αποτελεσματικότητα του εμβολίου και την προβλεπόμενη μελλοντική εμβολιαστική κάλυψη, μια πιθανή έξαρση της πανδημίας το φθινόπωρο ενδέχεται να κατακλύσει νοσοκομεία και μονάδες εντατικής θεραπείας με ασθενείς σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ τους και την Ελλάδα.
«Η Ελλάδα έχει ανεπαρκείς υποδομές υγείας, ιδιαίτερα όσον αφορά την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας», σημειώνει στην «Κ» η δρ Πιτέλου. «Στην Κρήτη, για παράδειγμα, βρισκόμαστε ήδη στα όρια του συστήματος και είμαστε ακόμα στο καλοκαίρι. Ακόμα και στο καλύτερο πιθανό σενάριο, η κατάσταση είναι ανησυχητική», συμπληρώνει. Ο δρ Παυλάκης συμφωνεί. «Η Ελλάδα είχε βρεθεί σε ένα “οροπέδιο κρουσμάτων” για τέσσερις εβδομάδες, το οποίο πλέον ξεπερνά. Η επόμενη εβδομάδα θα είναι πολύ επικίνδυνη, για την Κρήτη και άλλα μέρη. Το lockdown στο Ηράκλειο δεν πρέπει να είναι απλώς εικονικό», υπογραμμίζει.
Επιπρόσθετος παράγοντας κινδύνου το φθινόπωρο, προειδοποιούν οι επιστήμονες, είναι και η συνήθης εποχική γρίπη. Παρότι συρρικνώθηκε το 2020 λόγω των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας, με την αυξημένη κυκλοφορία η γρίπη κινδυνεύει να επανέλθει και να μεγεθύνει το βάρος στις δομές δημόσιας υγείας. Ακόμα και πέρα από τη γρίπη, το βάρος της διαχείρισης της πανδημίας ενδέχεται να υπονομεύσει δεκάδες άλλους τομείς δημόσιας υγείας, θέτοντας σε κίνδυνο εκατοντάδες ζωές. «Ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, νευρολογικά νοσήματα, με καρκίνους, που βρίσκονται σε νοσοκομεία που κατακλύζονται από ασθενείς με COVID-19, δυστυχώς θα μένουν πίσω», εξηγεί στην «Κ» ο δρ Λιονής.
Η πανδημία, σύμφωνα με τους επιστήμονες, δεν έχει ξεπεραστεί – το τέλος της όμως είναι εφικτό. Φαίνεται πλέον απίθανο να επιτύχουμε την εκρίζωση του ιού, λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες στην επίτευξη υψηλής εμβολιαστικής κάλυψης, την εξέλιξη του ιού και την ατελή ανοσία ως προς τη λοίμωξη. Συνδυάζοντας, ωστόσο, την ολοένα ισχυρότερη ανοσοποίηση με μέτριες αλλαγές στην καθημερινή ζωή, όπως καλύτερο αερισμό και συχνότερη χρήση μασκών, η πανδημία μπορεί να ελεγχθεί. «Οι περιορισμοί μπορούν να αρθούν πλήρως και με ασφάλεια όταν επιτευχθεί υψηλή εμβολιαστική κάλυψη και όσο τα εμβόλια εξελίσσονται και παραμένουν αποτελεσματικά έναντι νέων μεταλλάξεων», επισημαίνει χαρακτηριστικά το άρθρο των επιστημόνων.
Στο μέλλον που χαρτογραφούν οι 32 επιστήμονες, τρεις είναι οι κατηγορίες προκλήσεων που πρέπει να ξεπεραστούν: η διαθεσιμότητα του εμβολίου και ο αντιεμβολιασμός, η εσφαλμένη αντίληψη ότι η ελευθερία μας θα μεγιστοποιηθεί την ώρα που αγνοείται η υψηλή συχνότητα του ιού και, τέλος, η έλλειψη μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής αντιμετώπισης τόσο της πανδημίας όσο και της επιδημίας παραπληροφόρησης.
«Οφείλουμε να προστατεύσουμε τις τοπικές κοινότητες, να δώσουμε διάσταση σε μια άλλη φωνή που θα κάνει τους κατοίκους να δεχτούν τις προτροπές του εμβολιασμού. Από την επικοινωνιακή στρατηγική έλειπαν οι φωνές που, σε τοπικό επίπεδο, θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές. Ακόμα και σήμερα, στην Κρήτη διατηρούμε υψηλό ποσοστό μη εμβολιασμένων στην τρίτη ηλικία, γεγονός το οποίο εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους», καταλήγει με ανησυχία ο δρ Λιονής.