ΒΕΡΟΛΙΝΟ. Μεγάλες ελλείψεις εργατικού δυναμικού πρόκειται να αντιμετωπίσει στο άμεσο μέλλον η Γερμανία, εφόσον δεν προσλάβει ειδικευμένους μετανάστες για να αντικαταστήσουν τους συνταξιοδοτούμενους Γερμανούς εργαζόμενους, σύμφωνα με δηλώσεις του επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Απασχόλησης, Ντέτλεφ Σέλε.
Οι τεκτονικές δημογραφικές αλλαγές στη χώρα και η ταχεία γήρανση του πληθυσμού σημαίνουν ότι η Γερμανία χάνει κάθε χρόνο 150.000 εργαζομένους παραγωγικής ηλικίας. «Τα πράγματα θα είναι ακόμη πιο δραματικά τα επόμενα χρόνια. Η πραγματικότητα είναι ότι η Γερμανία δεν έχει πια αρκετούς εργαζομένους. Χρειαζόμαστε 400.000 μετανάστες τον χρόνο, αριθμός πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι τα τελευταία χρόνια. Ελλείψεις θα παρατηρηθούν σε κάθε τομέα, από την περίθαλψη ηλικιωμένων, τα επαγγέλματα ψυκτικών, μέχρι και τον πανεπιστημιακό κλάδο», λέει ο Σέλε στην εφημερίδα Suddeutsche Zeitung. Ο επικεφαλής της ομοσπονδιακής υπηρεσίας και μέλος του συγκυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος επισημαίνει ότι συνειδητοποιεί πόσο ευαίσθητο πολιτικά είναι το μεταναστευτικό ζήτημα, ιδίως ενόψει εκλογών. «Δεν μιλάω για άσυλο, αλλά για στοχευμένη μετανάστευση ειδικευμένων εργαζομένων για την πλήρωση κενών στην αγορά εργασίας», λέει ο Σέλε. Ο αριθμός ξένων υπηκόων, μόνιμων κατοίκων Γερμανίας, αυξήθηκε πέρυσι κατά 204.000 – η μικρότερη αύξηση εδώ και μία δεκαετία. Το πρόβλημα όξυνε η πανδημία του κορωνοϊού. Ο Σέλε αναφέρει ότι πέρα από τη διά βίου εκπαίδευση, η μόνη λύση βρίσκεται στους μετανάστες και στην αύξηση των ποσοστών έγκρισης αιτήσεων άδειας εργασίας αλλοδαπών.
Κριτική στην κυβερνητική πολιτική άσκησε ο τομεάρχης Εργασίας του κόμματος των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, Γιοάνες Φόγκελ. «Πρέπει επιτέλους να βελτιώσουμε την ικανότητά μας να προσελκύουμε ταλέντα και για να το κάνουμε χρειαζόμαστε σύγχρονο, βασισμένο σε σύστημα πόντων, μεταναστευτικό νόμο», λέει ο Φόγκελ.
Αντίθετη άποψη εκφράζει το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), κατηγορώντας τον επικεφαλής της υπηρεσίας απασχόλησης για συνέργεια με επιχειρηματικά συμφέροντα προκειμένου να συρρικνωθούν οι μισθοί των Γερμανών εργαζομένων.