Ο Πέδρο Σάντσεθ δεν αισθάνεται πλέον μοναξιά

Ο Πέδρο Σάντσεθ δεν αισθάνεται πλέον μοναξιά

Αλλάζει ο πολιτικός χάρτης της Ευρώπης

4' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Οταν ανέλαβα καθήκοντα γενικού γραμματέα, Δεξιά και Αριστερά μιλούσαν για πασοκοποίηση του PSOE (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας)… Στα έξι χρόνια που ακολούθησαν, έκανα λάθη, καταφέραμε όμως να κρατήσουμε ζωντανό το σχέδιό μας. Η Σοσιαλδημοκρατία, την οποία ορισμένοι θεωρούσαν ξεγραμμένη, σήμερα χαίρει άκρας υγείας!». Οι αισιόδοξοι τόνοι του Πέδρο Σάντσεθ στο 40ό συνέδριο του PSOE, που ολοκλήρωσε τις εργασίες του στη Βαλένθια, την περασμένη Κυριακή, ήταν ώς ένα βαθμό δικαιολογημένοι. Οταν ανέλαβε την πρωθυπουργία, το 2018, ήταν ο μόνος σοσιαλιστής ηγέτης μεγάλης χώρας της Ε.Ε. στις συνόδους κορυφής. Σήμερα, σοσιαλιστικά κόμματα κυβερνούν, σε συμμαχία με δυνάμεις της Αριστεράς, των Πρασίνων ή του Κέντρου, σε όλες τις σκανδιναβικές χώρες και στην Πορτογαλία, ενώ σύντομα θα προστεθεί στον κατάλογο η Γερμανία, με την Ιταλία να περιμένει στη σειρά, όπως έδειξαν οι δημοτικές εκλογές της περασμένης εβδομάδας.

Το τριήμερο της Βαλένθιας επισφράγισε την απόλυτη κυριαρχία του Σάντσεθ σε ένα κόμμα που γνώρισε μεγάλες εσωτερικές αναταράξεις. To 2016, οι βαρώνοι του PSOE καθαίρεσαν τον Σάντσεθ, με την υποστήριξη και του πρώην πρωθυπουργού Φελίπε Γκονθάλεθ, ο οποίος εννοούσε να στρέψει το κόμμα προς τα δεξιά, προκρίνοντας τη συμμετοχή του σε κυβερνήσεις «μεγάλου συνασπισμού» με τη Δεξιά, κατά το γερμανικό πρότυπο. Ωστόσο ο Σάντσεθ πήρε τη ρεβάνς στο επεισοδιακό συνέδριο του 2017, όπου επανεξελέγη πανηγυρικά, εξοστρακίζοντας τους αμφισβητίες από τα κομματικά όργανα.

Αφού νίκησε το Λαϊκό Κόμμα (PP) του Μαριάνο Ραχόι στις εκλογές του 2019, ο Σάντσεθ σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας με τους αριστερούς Podemos και τη στήριξη περιφερειακών κομμάτων. Παρότι η κοινοβουλευτική του πλειοψηφία κρέμεται διαρκώς από μία κλωστή, κατάφερε να προωθήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, παρά τις έντονες αντιδράσεις της σκληροπυρηνικής Δεξιάς και των επιχειρηματικών ενώσεων. Ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε από 735 σε 965 ευρώ, αύξηση 31% μέσα σε τρία χρόνια. Ενα εκατομμύριο φτωχές οικογένειες απέκτησαν πρόσβαση στο «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» (από 462 έως 1.033 ευρώ τον μήνα, ανάλογα με τα έσοδα και τον αριθμό των μελών τους). Παράλληλα, έκανε θαρραλέα βήματα για να κλείσει ανοιχτές πληγές του ισπανικού έθνους, με την εκταφή του δικτάτορα Φράνκο από το διαβόητο εμφυλιοπολεμικό μνημείο της Κοιλάδας των Πεσόντων και με την αμνηστία σε Καταλανούς πολιτικούς κρατούμενους, τον περασμένο Ιούνιο.

«Ποτέ μην αφήσεις την ευκαιρία μιας καλής κρίσης να πάει χαμένη», είπε κάποτε ο άφθαστος, στις ατάκες και στον κυνισμό του, Ουίνστον Τσώρτσιλ. Μπορεί ο Σάντσεθ να μην έχει δώσει μέχρι σήμερα δείγματα κυνισμού, αλλά δεν παρέλειψε να χρησιμοποιήσει την πανδημία της COVID-19 προς όφελος του πολιτικού του σχεδίου. Για τον Ισπανό πρωθυπουργό, η έκτακτη συνθήκη της υγειονομικής κρίσης προσέφερε ευρύτερη νομιμοποίηση σε πολιτικές ισχυρού κρατικού παρεμβατισμού για την ενίσχυση των κοινών αγαθών εις βάρος των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων και για μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων μέσω κεϊνσιανής έμπνευσης μέτρων. Η εκλογή του Τζο Μπάιντεν και οι υποσχέσεις του για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο ενίσχυσαν τη θέση του Σάντσεθ. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί κάποιος να ερμηνεύσει τη φθινοπωρινή του εκστρατεία, με ένα νέο πακέτο μεταρρυθμίσεων, που φιλοδοξούν να ξηλώσουν μεγάλο μέρος της κοινωνικής δυστοπίας που άφησε πίσω του το PP.

Εύθραυστη η ανάκαμψη της Σοσιαλδημοκρατίας, καθώς ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων διαμορφώνει σκηνικό αστάθειας.

Τον περασμένο μήνα, ανήγγειλε σημαντικά μέτρα για την αναχαίτιση των μεγάλων αυξήσεων στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος: ο κρατικός φόρος στο ρεύμα περιορίστηκε από 5,11% σε 0,50% ενώ η κυβέρνηση κήρυξε πόλεμο στα «υπερπρονόμια» των ιδιωτικών εταιρειών παραγωγής ενέργειας, ανακατευθύνοντας 2,5 δισ. ευρώ από τα ταμεία τους προς τους καταναλωτές για τους επόμενους έξι μήνες. Στο συνέδριο της Βαλένθιας, ο Σάντσεθ προανήγγειλε το ξήλωμα της εργασιακής (αντι)μεταρρύθμισης που είχε επιβάλει το ΡΡ, καταγγέλλοντας τους προκατόχους του για «ενίσχυση της επισφάλειας και συρρίκνωση των μισθών». Επιπλέον, δεσμεύθηκε να καταργήσει άμεσα τον επονομαζόμενο «νόμο-φίμωτρο», ένα άκρως αυταρχικό νομοθέτημα που προώθησε η κυβέρνηση Ραχόι ύστερα από τις μεγάλες διαδηλώσεις των Αγανακτισμένων, επιβάλλοντας λογοκρισία και διώξεις εναντίον ακτιβιστών, διανοουμένων και ανθρώπων της τέχνης. Στις δεσμεύσεις του περιλαμβάνεται και η απονομιμοποίηση της πορνείας, την οποία χαρακτήρισε «μορφή υποδούλωσης» των γυναικών.

Το ισπανικό παράδειγμα προσφέρεται για συμπεράσματα γενικότερης σημασίας. Η τρομερή οικονομική κρίση του 2008-2010 κλόνισε το κατεστημένο πολιτικό σύστημα των «2+2» – δύο μεγάλα κόμματα, το PP και το PSOE, να εναλλάσσονται στην εξουσία με ευκαιριακά στηρίγματα από τα δύο περιφερειακά κόμματα, των Βάσκων και Καταλανών εθνικιστών. Δύο νέα, ατυπικά κόμματα «εναντίον των ελίτ», το Podemos από τα αριστερά και οι Ciudadanos από το Κέντρο, διεκδίκησαν πρωταγωνιστικούς ρόλους. Στην πορεία, όμως, ο δικομματισμός ανασυγκροτήθηκε εν μέρει, με τους Ciudadanos να συρρικνώνονται στα όρια της εξαφάνισης και τους Podemos να περιορίζονται σε ελάσσονες εταίρους των Σοσιαλιστών. Τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών της περασμένης Κυριακής – Δευτέρας στην Ιταλία, όπου το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα με τους εξασθενημένους συμμάχους του από τα Πέντε Αστέρια κέρδισε και τους πέντε μεγάλους δήμους (Ρώμη, Μιλάνο, Τορίνο, Μπολόνια, Νάπολη), εγγράφονται στην ίδια τάση.

Ο κίνδυνος ήττας

Τα παραπάνω ωστόσο δεν μεταφράζονται αναγκαστικά σε ούριο άνεμο για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις συνεργασίας έχουν οριακές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και ο κίνδυνος εκλογικής ήττας από τη Δεξιά ελλοχεύει στην πρώτη γωνία του δρόμου, όπως διαπίστωσε και ο Σάντσεθ στις δημοτικές εκλογές της Μαδρίτης, τον Μάιο. Το PSOE γλίτωσε την πασοκοποίηση, όχι όμως και άλλα ιστορικά σοσιαλιστικά κόμματα όπως το γαλλικό, που έλαβε μόλις 6% στις τελευταίες προεδρικές εκλογές. Ο κατακερματισμός των πολιτικών κομμάτων και η διευρυνόμενη «απεργία των ψηφοφόρων» από τις κάλπες είναι η γενική τάση, που διαμορφώνει σκηνικό χρόνιας αστάθειας.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 πολλοί βιάστηκαν να κηρύξουν το τέλος του νεοφιλελευθερισμού με το «ροζ» κύμα που έφερε στην εξουσία τον Μπλερ στη Βρετανία, την πληθυντική Αριστερά Σοσιαλιστών – Κομμουνιστών – Πρασίνων στη Γαλλία, τη συγκυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων στη Γερμανία και το Δημοκρατικό Κόμμα του Μάσιμο ντ’ Αλέμα στην Ιταλία. Η Ιστορία επιβεβαίωσε, όμως, για μία ακόμη φορά ότι τα «κοκκινοπράσινα» κοινωνικά συμβόλαια δεσμεύουν μόνον εκείνους που τα πιστεύουν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή