Η ΕΟΚ, η Ελλάδα και οι χώρες της Ιβηρικής

Η ΕΟΚ, η Ελλάδα και οι χώρες της Ιβηρικής

Η προοπτική ένταξης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στην Κοινότητα περιπλέκει την ελληνική προσχώρηση

7' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΜΟΥΖΗ*

Οταν οι διαπραγματεύσεις με τη ∆ανία, την Ιρλανδία, τη Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο ολοκληρώθηκαν τον Ιανουάριο του 1972, η ΕΟΚ κατήργησε την ειδική ομάδα διεύρυνσης, καθώς δεν ανέμενε να ασχοληθεί εκ νέου με το ζήτημα αυτό στο εγγύς μέλλον. Ωστόσο, σύντομα το ζήτημα ανέκυψε ξανά το 1975, μετά την κατάρρευση των ακροδεξιών αυταρχικών καθεστώτων σε Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία. Η Κοινότητα έπρεπε να εξετάσει για πρώτη φορά τον διαφορετικό χαρακτήρα των υποψήφιων μελών – από μακρόβιες δημοκρατίες και οικονομίες της αγοράς όπως το Ην. Βασίλειο σε πρόσφατα εκδημοκρατισμένα κράτη με εύθραυστες οικονομικές δομές. Επιπλέον, οι ευρύτερες πολιτικές αλλαγές και οι διεθνείς γεωπολιτικές ανακατατάξεις της δεκαετίας του 1970 ήρθαν πολύ πιο έντονα στο προσκήνιο και για πρώτη φορά συνδέθηκαν ρητά με τη διαδικασία διεύρυνσης.

Το 1975, ειδήμονες, δημοσιογράφοι και πολιτικοί ήταν πεπεισμένοι πως οι εξελίξεις στη Νότια Ευρώπη είχαν φτάσει σε σημείο καμπής. Στον άμεσο περίγυρο της Δυτικής Ευρώπης δυνάμωνε η τέλεια καταιγίδα, με διαφορετικά στοιχεία να αλληλεπιδρούν ταυτόχρονα – και μάλιστα ενάντια στο μετασχηματιστικό περιβάλλον της ύφεσης  του Ψυχρού Πολέμου. Παρά τον συντηρητικό χαρακτήρα της, δηλαδή τη σταθεροποίηση του status quo ανάμεσα στις υπερδυνάμεις και στους αντίστοιχους συνασπισμούς, η ύφεση είχε επιπτώσεις στο περιβάλλον της νότιας Ευρώπης: εκεί, η χαλάρωση του ψυχροπολεμικού πλαισίου είχε ενισχύσει περαιτέρω την εσωτερική αστάθεια. Ο μεγαλύτερος φόβος για τις δυτικές ελίτ κατέστη η ελλιπής πολιτική νομιμοποίηση λόγω της πρόσληψης των νέων εξελίξεων του Ψυχρού Πολέμου σε αυτές τις προσφάτως εκδημοκρατιζόμενες χώρες, καθώς και οι πιθανές επιπτώσεις λόγω της μείωσης της εγχώριας λαϊκής στήριξης προς την (υπό αμερικανική ηγεσία) δυτική τάξη πραγμάτων. Αυτή η πιθανή απώλεια πίστης της κοινής γνώμης της Νότιας Ευρώπης για τα οφέλη της ενσωμάτωσης στη Δύση τροφοδοτούνταν από εξελίξεις όπως οι παγκόσμιες νομισματικές και ενεργειακές κρίσεις ή η κρίση στους διατλαντικούς δεσμούς, εξελίξεις που απειλούσαν να ανατρέψουν τους βασικούς πυλώνες που είχαν συμβάλει στη «δημιουργία της Δύσης». Ο κίνδυνος αυξανόταν ακόμη περισσότερο εφόσον στο εσωτερικό των κοινωνιών των τριών αυτών κρατών της Νότιας Ευρώπης κέρδιζε έδαφος η αντίληψη ότι η κύρια απειλή δεν προερχόταν από το ανατολικό μπλοκ.

Η ΕΟΚ, η Ελλάδα και οι χώρες της Ιβηρικής-1
Συνάντηση Καραμανλή – Σμιτ (δεξιά, ο υπ. Εξωτερικών Δ. Μπίτσιος). Ο Καραμανλής έδινε έμφαση στις διμερείς επαφές στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

Η κρίση στις χώρες της Νότιας Ευρώπης

Το πρώτο σοκ ήρθε με την ξαφνική ανατροπή της πορτογαλικής δικτατορίας στις 25 Απριλίου 1974, η οποία βύθισε τη χώρα σε πολιτική αναταραχή και έπιασε απροετοίμαστη τη Δύση. Το νέο στρατιωτικό καθεστώς στην Πορτογαλία ήταν αναποφάσιστο ως προς το ποια κατεύθυνση όφειλε να ακολουθήσει η χώρα και εάν θα έπρεπε να παραδώσει ή όχι την εξουσία σε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Υπήρχαν ανησυχίες ότι η χώρα ίσως διολίσθαινε προς ένα είδος ευρωκομμουνισμού και ότι θα υπονομευόταν η παραμονή της Πορτογαλίας στο ΝΑΤΟ. Τέτοιες ανησυχίες εκφράστηκαν έντονα στην Ουάσιγκτον. Για τον Κίσινγκερ, ήταν σημαντικό να απομονωθεί η Πορτογαλία, που εφέρετο να είχε «χαθεί» για τη Δύση προς όφελος του κομμουνισμού. Οι Εννέα ήταν εξίσου προβληματισμένοι για το αβέβαιο μέλλον της χώρας, με τον Βρετανό πρωθυπουργό Χάρολντ Ουίλσον να κηρύσσει την Πορτογαλία «δοκιμασία για τη διατήρηση της ύφεσης». Μόλις τέσσερις μήνες μετά την Επανάσταση των Γαρυφάλλων, η ελληνική δικτατορία κατέρρευσε. Η νέα ελληνική κυβέρνηση που συγκροτήθηκε, αντιμέτωπη με ένα ταχέως αναπτυσσόμενο ρεύμα αντιαμερικανισμού και τις ταπεινωτικές συνέπειες της πρόσφατης διπλής τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, βρέθηκε υπό πίεση να αντιδράσει. Ο πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής ανακοίνωσε την αποχώρηση της χώρας από τις στρατιωτικές δομές του ΝΑΤΟ και ζήτησε την επαναδιαπραγμάτευση του μελλοντικού καθεστώτος λειτουργίας των αμερικανικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος.

Η απειλή για τη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ μετά την αποχώρηση της Ελλάδας και την ασταθή πολιτική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα κατά τη μετάβαση στη δημοκρατία ήταν μεγάλη. Αν και ο Καραμανλής ήταν σταθερά προσανατολισμένος στη Δύση και η κυβέρνησή του είχε καταστήσει σαφές ότι η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ ήταν η λιγότερο επιζήμια, αλλά και η μόνη αποδεκτή πολιτική επιλογή από τον ελληνικό λαό, εκφράζονταν φόβοι για τον μελλοντικό πολιτικό προσανατολισμό της Ελλάδας λόγω της ανόδου της Αριστεράς στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Το νεοσύστατο ΠΑΣΟΚ, παρά την τρίτη θέση στις βουλευτικές εκλογές του 1974, γινόταν σταδιακά ολοένα και πιο δημοφιλές κόμμα, διεξάγοντας τον πολιτικό του αγώνα στη βάση του αντιαμερικανισμού και της αντίθεσης στην ένταξη στην ΕΟΚ.
Οι φόβοι της Ευρώπης για την Ελλάδα επιδεινώθηκαν από τις πιθανές επιπτώσεις που θα είχε μια ελληνική κρίση στις γειτονικές χώρες της Νότιας Ευρώπης. Η δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία φαινόταν να πλησιάζει στο τέλος της το 1975, με τη συμφωνία για τη λειτουργία των αμερικανικών βάσεων του 1953 να βρίσκεται υπό δυνητική αμφισβήτηση. Οι δυτικοί ηγέτες ανησυχούσαν εξίσου για την εσωτερική αστάθεια και την οικονομική κρίση της Ιταλίας. Τη δεκαετία του ’70 η Ιταλία χαρακτηρίστηκε αναξιόπιστος εταίρος και «μαλακό υπογάστριο» του ΝΑΤΟ. Η ανησυχία ενισχύθηκε με τον Ιστορικό Συμβιβασμό του 1976 και την πιθανότητα να έρθει στην εξουσία το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα.

Η ΕΟΚ, η Ελλάδα και οι χώρες της Ιβηρικής-2
Ο Χένρι Κίσινγκερ με τον βασιλιά Χουάν Κάρλος. Οι ΗΠΑ ανησυχούσαν για ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ. ASSOCIATED PRESS

Η ευρωπαϊκή διέξοδος των νέων δημοκρατιών

Στο μυαλό των πολιτικών ελίτ και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, η ασταθής πολιτική κατάσταση σε Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία, με πιθανή επίπτωση την υπονόμευση της ισχύος και συνοχής της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ, έγινε αναπόσπαστο μέρος αυτού του μεταβαλλόμενου σκηνικού κρίσεων στη Νότια Ευρώπη. Πώς θα μπορούσε η ΕΟΚ να παρέμβει και να εγγυηθεί την εσωτερική σταθεροποίηση σε αυτές τις χώρες; Η απάντηση σχετικά με το πώς θα μπορούσε να αποκλιμακωθεί η κρίση ήρθε απροσδόκητα από τους ίδιους τους αιτούντες, που επικεντρώθηκαν στην προσπάθεια ένταξής τους στην ΕΟΚ, θεωρώντας την ως το μόνο κατάλληλο φόρουμ για την υποστήριξη των διαδικασιών εκδημοκρατισμού τους. Και οι τρεις επικαλέστηκαν το απλουστευτικό αλλά πειστικό πολιτικό επιχείρημα της προώθησης του εκδημοκρατισμού (αντί της έμφασης στα οικονομικά οφέλη, όπως συνέβαινε πριν από την πτώση των δικτατορικών τους καθεστώτων).

Ο Καραμανλής, μετά την υποβολή αίτησης προσχώρησης στην Κοινότητα, επιχειρηματολόγησε στους Δυτικοευρωπαίους ομολόγους του ότι τυχόν αποτυχία του στο μέτωπο της ένταξης στην ΕΟΚ θα υπονόμευε τη θέση του, θέτοντας σε κίνδυνο την ομαλή διαδικασία εκδημοκρατισμού της χώρας και την κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής της. Σε μια στρατηγική που είχε ομοιότητες με την ελληνική, οι πορτογαλικές ελίτ συνέδεσαν τη διαδικασία εκδημοκρατισμού με την ευρωπαϊκή επιλογή και υπέβαλαν αίτηση ένταξης στις 28/3/1977. Στις 28/7/1977, μόλις ένα μήνα μετά τις πρώτες δημοκρατικές κοινοβουλευτικές εκλογές, κατατέθηκε η ισπανική αίτηση ένταξης. Η απόφαση ελήφθη χάρη και στη σχεδόν καθολική πολιτική συναίνεση –που διαπερνούσε όλο το φάσμα του ισπανικού κομματικού συστήματος και της κοινής γνώμης– για ένταξη στην ΕΟΚ. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η ισπανική κυβέρνηση ενεργούσε με την πλάτη στον τοίχο. Ο φόβος μήπως τυχόν η Ισπανία έμενε πίσω από τους άλλους δύο γείτονες της Νότιας Ευρώπης επέδρασε καίρια ώστε να αποφευχθούν τυχόν χρονοτριβές.

Η ΕΟΚ, η Ελλάδα και οι χώρες της Ιβηρικής-3
O Πορτογάλος πρωθυπουργός Μάριο Σοάρες.

Οι προκλήσεις για την Ελλάδα και οι χειρισμοί Καραμανλή

Με την υποβολή των τριών αιτήσεων προσχώρησης το 1977, κατέστη σαφές πρώτα στους Ελληνες και στη συνέχεια στις δύο χώρες της Ιβηρικής ότι οι αρχικές αντιλήψεις τους σχετικά με την ταχύτητα και τη φύση των διαπραγματεύσεων δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα της πολιτικής στο εσωτερικό της Κοινότητας. Διαπίστωσαν επίσης, προς απογοήτευσή τους, ότι οι πραγματικές διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν μεταξύ των Εννέα, και όχι μεταξύ των αιτούντων και των Εννέα. Οι ανησυχίες στην εγχώρια πολιτική σκηνή και οι εσωτερικές εκλογικές σκοπιμότητες στα κράτη-μέλη, πρωτίστως στη Γαλλία, υπήρξαν κρίσιμοι παράγοντες για τον προσδιορισμό του τι θα συζητείτο, πότε και πώς. Αυτό που ήταν ακόμη χειρότερο για τους Ελληνες ήταν η συνειδητοποίηση εκ μέρους τους ότι οι επίσημες αιτήσεις των κρατών της Ιβηρικής για ένταξη στην ΕΟΚ το 1977 αναπόφευκτα θα περιέπλεκαν το ζήτημα της διεύρυνσης. Η οικονομική πρόκληση, κυρίως ως προς τα αγροτικά προϊόντα, που έθεταν οι παραπάνω αιτήσεις, ιδίως της Ισπανίας, καθιστούσε τα εννέα κράτη-μέλη και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όλο και πιο επιφυλακτικά έναντι της ελληνικής ένταξης. Αυτό επιδείνωσε τους φόβους της Κοινότητας για τις επιπτώσεις αυτού που φαινόταν ολοένα και περισσότερο ως μια διεύρυνση γενικότερα στη Νότια Ευρώπη, και όχι ως υποδοχή μόνο της Ελλάδας.

Η ΕΟΚ, η Ελλάδα και οι χώρες της Ιβηρικής-4
O Ισπανός ομόλογός του Αντόλφο Σουάρεθ.

Για να αντιμετωπίσει και τις δύο απειλές, η Ελλάδα εκμεταλλεύθηκε τις συγκεκριμένες πολιτικές αναγκαιότητες που ενίσχυαν τη δική της προσπάθεια ένταξης. Ο Καραμανλής προτίμησε τη διμερή διπλωματία στο ανώτατο επίπεδο και συνέδεσε τη δική του πολιτική επιβίωση με την επιτυχή έκβαση των διαπραγματεύσεων της χώρας του με την ΕΟΚ. Χρησιμοποίησε την πολιτική επιρροή του προς όφελός του, διότι στα μάτια των Εννέα είχε καθιερωθεί ως ο μόνος Ελληνας πολιτικός ικανός να εξασφαλίσει τη συνεχή προσκόλληση της Ελλάδας στη Δύση. Σύντομα φάνηκε ότι το αίτημά του για χωριστό χειρισμό της ελληνικής αίτησης θα μπορούσε να γίνει δεκτό, αλλά τίποτε δεν είχε συμφωνηθεί επισήμως. Οταν τα πράγματα άρχισαν να γίνονται δύσκολα, με ελάχιστες ενδείξεις ότι επίκειται ταχεία πρόοδος στις διαπραγματεύσεις, ο Καραμανλής προσέφυγε σε εκλογές. Είτε ήταν μια πράξη απόγνωσης είτε μια επίδειξη επιδέξιων χειρισμών, σε κάθε περίπτωση ταρακούνησε τους Εννέα. Σε ποιον βαθμό, αυτό θα γινόταν εμφανές το 1978.
 
* Η κ. Ειρήνη Καραμούζη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Σέφιλντ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή