Το να επιβάλλονται κυρώσεις σε μια χώρα ως αντίποινα για τις επιθετικές τις ενέργειες είναι κάτι μάλλον σύνηθες, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες.
Το μέγεθος και το εύρος των κυρώσεων που έχουν ωστόσο επιβληθεί πια στη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι όντως πρωτοφανή.
Παράλληλα, τις τελευταίες δεκαετίες έχει αυξηθεί αισθητά και η συχνότητα/ένταση της χρήσης του εργαλείου των κυρώσεων από τη Δύση ως εναλλακτική στην χρήση ακραιφνώς στρατιωτικών μέσων.
Οι κυρώσεις ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν εδώ και καιρό τις κυρώσεις ως εργαλείο εξωτερικής πολιτικής. Ωστόσο, τα τελευταία 20 χρόνια έχουν εντείνει την χρήση τους, ενώ παράλληλα μειωνόταν η υποστήριξη για τους δαπανηρούς και αντιδημοφιλείς πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν», σημειώνουν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης σε σχετικό άρθρο, επικαλούμενοι τα σχετικά στοιχεία της βάσης δεδομένων Global Sanctions Database του αμερικανικού Πανεπιστημίου Drexel.
Σύμφωνα με τους κ.κ. Κωνσταντίνο Συρόπουλο και Γιότο Γιοτόφ, δύο από τους ακαδημαϊκούς που βρίσκονται πίσω από την Global Sanctions Database, οι κυρώσεις έχουν τις τελευταίες δεκαετίες καταστεί περισσότερο «δημοφιλείς» επειδή πολλές χώρες δεν θέλουν να εμπλακούν με στρατιωτικά μέσα σε συρράξεις όπως συνέβαινε παλαιότερα.
Σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά στοιχεία από το 1950 και έπειτα, το 42% των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί προήλθε από την πλευρά των ΗΠΑ, το 12% από την ΕΕ και το 7% από τα Ηνωμένα Έθνη, ενώ στην πλειονότητά τους οι κυρώσεις που επιβάλλονται είναι οικονομικές, έπειτα ταξιδιωτικές και έπειτα εμπορικές.
Εν τω μεταξύ ωστόσο, τις περασμένες δεκαετίες, οι κυρώσεις έγιναν και περισσότερο συγκεκριμένες αναφορικά με τους στόχους (τους ιδιώτες, τους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες, τους φορείς κ.ά.) που κάθε φορά μπαίνουν στο στόχαστρο.
Οικονομικά πολύ επίπονες
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον ωστόσο, υπάρχουν και κάποια ερωτήματα τα οποία επανέρχονται: Έχουν πρακτικά αποτελέσματα οι κυρώσεις; Αποδίδουν; Πετυχαίνουν τους στόχους τους;
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι κυρώσεις είναι οικονομικά πολύ επίπονες, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι εκείνες πετυχαίνουν πάντοτε απαραιτήτως και τον απώτερο στόχο τους», δηλώνει ο ακαδημαϊκός-καθηγητής Γιότο Γιοτόφ των Πανεπιστημίων του Drexel και του Μονάχου, μιλώντας στους New York Times.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα δεδομένα στην Global Sanctions Database του Πανεπιστημίου Drexel, οι κυρώσεις εκτιμάται γενικώς πως πετυχαίνουν τους απώτερους στόχους τους περίπου στις μισές περιπτώσεις και σε αυτές συχνά όχι πλήρως αλλά μερικώς.
Στην τρέχουσα κρίση, η απειλή των κυρώσεων δεν απέτρεψε τη Ρωσία από το να εισβάλει στρατιωτικά στην Ουκρανία. Είναι, δε, ακόμη πολύ νωρίς για να πούμε εάν οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί έπειτα από την εισβολή θα συμβάλουν τελικώς στον τερματισμό του πολέμου ή όχι. Η εξίσωση της αποτελεσματικότητας των όποιων κυρώσεων είναι άλλωστε πολυπαραγοντική. Υπενθυμίζεται πάντως πως η Ρωσία του Πούτιν βρισκόταν σε κλοιό κυρώσεων ήδη από το 2014, λόγω Κριμαίας.
Υπό το βάρος πια και των νέων κυρώσεων, «η οικονομία της Ρωσίας αναμένεται να οδηγηθεί σε χρεοκοπία», σημειώνουν οι NY Times, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι οι επιπτώσεις των κυρώσεων δεν είναι πάντοτε προβλέψιμες.
Συσπείρωση της ρωσικής ελίτ
Η Μόσχα θα μπορούσε, για παράδειγμα, κάτω από το βάρος των δυτικών κυρώσεων, να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τους δεσμούς της με το Πεκίνο.
Στο ίδιο πλαίσιο, υπάρχει πάντα και το ενδεχόμενο οι δυτικές κυρώσεις να μην προκαλέσουν ρήγματα στις τάξεις των κυβερνώντων στη Ρωσία αλλά αντιθέτως να συσπειρώσουν την ρωσική ελίτ γύρω από τον Πούτιν ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τον αυταρχισμό του.
«Όταν ένα έθνος απομονώνεται, η πρόσβαση στους κρατικούς πόρους καθίσταται ακόμη πιο σημαντική και οι ελίτ ενώνονται πίσω από τον ηγέτη καταπνίγοντας την αντιπολίτευση […] Η Ρωσία θα γίνει πολύ πιο αυταρχική, θα απομονωθεί περισσότερο και είναι ο μέσος Ρώσος που θα επιβαρυνθεί με το μεγαλύτερο κόστος», σημειώνει χαρακτηριστικά από την πλευρά του ο Dursun Peksen, του Πανεπιστημίου του Μέμφις.
Πηγή: the New York Times