Οφείλουμε να αντισταθούμε στον απάνθρωπο πόλεμο του Βλαντιμίρ Πούτιν. Κάθε ένας που ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την εθνική αυτοδιάθεση ή την εδαφική ακεραιότητα ανεξάρτητων κρατών πρέπει να αναγνωρίσει τη σημασία της ανάσχεσης του Πούτιν και της προσπάθειάς του να ενσωματώσει την Ουκρανία στη νέα ρωσική αυτοκρατορία.
Για τον λόγο αυτό, στηρίζω απόλυτα τις σκληρές κυρώσεις των ΗΠΑ και άλλων δημοκρατιών. Αποτελούν σήμερα την ύστατη και καλύτερη ελπίδα για να ανακοπεί η εισβολή στην Ουκρανία και να προληφθούν μελλοντικοί «a la carte» πόλεμοι από τον Πούτιν και άλλους αυταρχικούς ηγέτες, που παρακολουθούν με αγωνία τις εξελίξεις.
Σε μια στιγμή, κατά την οποία η συναισθηματική φόρτιση είναι δικαίως έντονη, είναι σημαντικό να θυμηθούμε μια απλή αλήθεια. Παρότι διεξάγουμε δίκαιο πόλεμο κατά του Βλαντιμίρ Πούτιν, δεν είμαστε σε πόλεμο με τον ρωσικό λαό. Οι Ρώσοι υπήρξαν, με πολλούς τρόπους, τα πρώτα θύματα του Πούτιν. Η αδυναμία τους να τον αντικαταστήσουν μέσω ελεύθερων εκλογών ή να τον επικρίνουν χωρίς να υποστούν τρομακτικές συνέπειες, αποτελεί μέρος της καθημερινότητας για τους Ρώσους πολίτες. Αυτοί πληρώνουν το τίμημα για δύο δεκαετίες διαφθοράς και αυταρχισμού, ενώ το δικό τους βιοτικό επίπεδο είναι αυτό που θα υποχωρήσει περισσότερο από κάθε άλλου λαού τους ερχόμενους μήνες.
Είναι βέβαιο ότι ο Πούτιν απολαμβάνει ευρεία αποδοχή. Τις τελευταίες εβδομάδες, όμως, πολλοί Ρώσοι βρήκαν το θάρρος να ασκήσουν κριτική για την επίθεση στην Ουκρανία, αντιμετωπίζοντας μεγάλο προσωπικό κίνδυνο. Χιλιάδες έχουν ήδη συλληφθεί διαδηλώνοντας κατά του πολέμου. Περισσότεροι από 7.000 χιλιάδες επιστήμονες υπέγραψαν ανοικτή επιστολή καλώντας τη χώρα τους «να διακόψει κάθε στρατιωτική επιχείρηση εναντίον της Ουκρανίας». Ανάλογα ψηφίσματα κυκλοφορούν μεταξύ εκπαιδευτικών και ιατρών, κωμικών και μελετητών του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Το μεγαλύτερο από αυτά, στην ιστοσελίδα change.org, φέρει ήδη τις υπογραφές ενός εκατομμυρίου πολιτών.
Ακόμη περισσότεροι Ρώσοι μοιράζονται το αίσθημα αυτό, αλλά δεν έχουν το κουράγιο ή την ευκαιρία να το εκφράσουν. Μεταξύ τους βρίσκονται σίγουρα πολλοί από τους εφέδρους στρατιώτες, που διατάχθηκαν να εκτελέσουν βαθιά ανήθικες πράξεις, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους για ένα δικτάτορα.
Ολα αυτά υπογραμμίζουν τη σημασία του διαχωρισμού μεταξύ της ρωσικής κυβέρνησης και του ρωσικού λαού, κάτι το οποίο πολλοί ειδήμονες, πολιτικοί και θεσμικοί παράγοντες απέφυγαν, δυστυχώς, να κάνουν. Τις τελευταίες ημέρες, Αμερικανός βουλευτής κάλεσε τα αμερικανικά πανεπιστήμια να διώξουν όλους τους Ρώσους φοιτητές. Η καναδική ομοσπονδία χόκεϊ ανακοίνωσε ότι νέοι Ρώσοι παίκτες δεν θα μπορούν εφεξής να διεκδικούν θέσεις σε ομάδες του Καναδά. Οι εκδότες επιστημονικής επιθεώρησης αποφάσισαν να ακυρώσουν ειδική έκδοση για τη ρωσική φιλοσοφία του 19ου και του 20ού αιώνα. Ιταλικό πανεπιστήμιο έφθασε μέχρι το σημείο να αναστείλει μάθημα για τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι (προτού το επαναφέρει ύστερα από την κατακραυγή που ακολούθησε). Ολα αυτά είναι ανήθικα και αντιπαραγωγικά.
Ενα κυνήγι μαγισσών εναντίον Ρώσων πολιτών θα ήταν ανήθικο και αντιπαραγωγικό.
Οι σκληρές οικονομικές κυρώσεις θα επιβαρύνουν σοβαρά τους Ρώσους πολίτες. Αφού είναι, όμως, αναγκαίο να βοηθήσουμε την Ουκρανία και να πλήξουμε τον Πούτιν, οι κυρώσεις είναι ηθικά αποδεκτές. Είναι σωστό να διακόψουμε τις σχέσεις μας με ρωσικές επιχειρήσεις, να κατασχέσουμε την περιουσία Ρώσων ολιγαρχών που πλούτισαν χάρη στις διασυνδέσεις τους με το Κρεμλίνο και να απαγορεύσουμε τη συμμετοχή αθλητών και ομάδων από τη Ρωσία σε διεθνείς διοργανώσεις.
Δεν υπάρχει, ωστόσο, κανένας λόγος να τιμωρούμε φυσικά πρόσωπα επειδή είχαν την ατυχία να γεννηθούν στο λάθος μέρος ή να αντιμετωπίζουμε με καχυποψία τον πλούσιο ρωσικό πολιτισμό. Οι δικτάτορες δεν εκφράζουν όλους τους συμπατριώτες τους. Πρέπει έτσι να αποφύγουμε να τιμωρήσουμε τους Ρώσους πολίτες, που δεν εκπροσωπούν επίσημα τη χώρα τους. Θα ήταν μεγάλη αδικία εάν αποκλείαμε Ρώσους πανεπιστημιακούς από επιστημονικά συνέδρια, εάν υποβάλλαμε κάθε Ρώσο μετανάστη σε ιδεολογικό τεστ ή αν ακυρώναμε εμφανίσεις Ρώσων καλλιτεχνών, με μοναδικό κριτήριο την εθνικότητά τους.
Ο Πούτιν κάνει ό,τι μπορεί για να παρουσιάσει τη διένεξη αυτή ως προϊόν του δυτικού μίσους προς το ρωσικό έθνος. Αυτό είναι απολύτως ψευδές. Η αιτία της παρούσας σύρραξης είναι η απόφαση του Πούτιν να εξαπολύσει επίθεση εναντίον κυρίαρχου κράτους.
Αυτό σημαίνει ότι οι δυτικές δημοκρατίες πρέπει να αποφύγουν πάση θυσία να εμπλακούν στην προπαγάνδα του Πούτιν. Πρέπει να αντισταθούμε σε κάθε ύπουλη μορφή ρωσοφοβίας, προτού τέτοιες τάσεις ανθήσουν. Τα αυταρχικά καθεστώτα του 20ού αιώνα απέδειξαν τις φρικτές επιπτώσεις της επιβολής συλλογικής τιμωρίας σε ολόκληρους λαούς. Οι φιλελεύθερες δυτικές δημοκρατίες, οι οποίες επαίρονται για την περιφρούρηση του κράτους δικαίου εντός των συνόρων τους, δεν θα πρέπει να υποπέσουν σε τέτοιο σφάλμα, έχοντας διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος.
Οι δημοκρατίες πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να τιμωρήσουν τους υπευθύνους για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ας κυνηγήσουμε την τεράστια προσωπική περιουσία του Πούτιν. Ας κατασχέσουμε τις θαλαμηγούς και τις επαύλεις των ολιγαρχών που τον στηρίζουν. Ας χρεοκοπήσουμε τις Gazprom, Lukoil και Rosneft.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, οι δημοκρατίες θα πρέπει να βρουν έναν τρόπο για να αποδείξουν την καλή τους θέληση απέναντι στον ρωσικό λαό. Σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, οι δικτάτορες ήλθαν και παρήλθαν, αλλά οι καταπιεσμένοι άντεξαν, για να πολεμήσουν μία άλλη μέρα. Γι’ αυτό δεν πρέπει ποτέ να χάνουμε την ελπίδα ότι θα μπορέσουμε και πάλι να γιορτάσουμε τη φιλία μας με τη Ρωσία, ίσως και νωρίτερα από ό,τι νομίζουμε σήμερα.
* Ο κ. Γιάσα Μουνκ είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς των ΗΠΑ.