Άρθρο Ν. Αλιβιζάτου στην «Κ»: Όχι στη γενοκτονία ως πρόσχημα στρατιωτικών επεμβάσεων

Άρθρο Ν. Αλιβιζάτου στην «Κ»: Όχι στη γενοκτονία ως πρόσχημα στρατιωτικών επεμβάσεων

Η σημασία της πρόσφατης απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την Ουκρανία είναι ιστορική και υπερβαίνει τα περιστατικά του παρόντος πολέμου.

3' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με μειοψηφία δύο δικαστών –του Ρώσου και του Κινέζου– το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δέχθηκε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της Ουκρανίας και διέταξε τη Ρωσία «να αναστείλει πάραυτα τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που ξεκίνησε στις 24.2.2022».

Στο σκεπτικό τους, οι δεκατρείς δικαστές της πλειοψηφίας περιέλαβαν την ακόλουθη αιτιολογία, η σημασία της οποίας υπερβαίνει, κατά τη γνώμη μου, τα περιστατικά του παρόντος πολέμου. Και τούτο για τους ακόλουθους λόγους:

Για να ξεπεράσει το εμπόδιο της απουσίας συνυποσχετικού, το οποίο –όπως πολύ καλά γνωρίζουμε στην Ελλάδα– απαιτείται για το παραδεκτό κάθε διακρατικής προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης, η Ουκρανία επικαλούνταν παραβίαση της Διεθνούς Συμβάσεως του 1948 «Για την πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος της γενοκτονίας» (η Ελλάδα την έχει κυρώσει με το ν.δ. 3091/1954, ΦΕΚ Α΄ 250). Η σύμβαση αυτή απαριθμεί τις πράξεις που συνιστούν γενοκτονία και ορίζει ότι τα πρόσωπα που ενέχονται προσάγονται στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης χωρίς να χρειάζεται προηγουμένως η υπογραφή συνυποσχετικού από τις εμπλεκόμενες χώρες. Δεδομένου ότι τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία έχουν κυρώσει την ανωτέρω σύμβαση και κατ’ αποτέλεσμα αναγνωρίσει την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου, το τελευταίο ξεπέρασε εύκολα την ένσταση αναρμοδιότητας που υπέβαλε με έγγραφό της στις 7.3.2022 η Ρωσία και προχώρησε στην εξέταση της αίτησης της Ουκρανίας. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα στο σκεπτικό του δικαστηρίου.

Το δεύτερο ήταν να δεχθεί ότι η σύμβαση για την πρόληψη και την καταστολή της γενοκτονίας ήταν όντως εφαρμοστέα εν προκειμένω. Η Ρωσία δεν αρνήθηκε –ούτε βέβαια μπορούσε να αρνηθεί– ότι εισέβαλε στην Ουκρανία. Αρνήθηκε όμως με το ανωτέρω έγγραφό της προς το δικαστήριο ότι η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» –όπως την αποκαλεί– έγινε για να προστατεύσει τους ρωσόφωνους στις επαρχίες του Ντονμπάς. Αρνήθηκε επίσης ότι η «επιχείρησή» της συνιστά επιθετική ενέργεια, ισχυριζόμενη ότι πρόκειται τάχα για «νόμιμη άμυνα», την οποία επιτρέπει το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Επικαλούμενο σειρά δηλώσεων του κ. Πούτιν, συμπεριλαμβανομένου και του περί-φημου διαγγέλματός του προς τον ρωσικό λαό της 21ης Φεβρουαρίου 2022, όπου ο ίδιος μιλούσε ρητά για γενοκτονία, το δικαστήριο απέρριψε εξίσου εύκολα και τον ανυπόστατο έως και εξωφρενικό αυτόν ισχυρισμό.

Απέμενε, βέβαια, το ζήτημα ουσίας. Το αν δηλαδή ο ισχυρισμός της Ουκρανίας ότι η Ρωσία εισέβαλε στο έδαφός της για να αποτρέψει συντελούμενη γενοκτονία ευσταθεί ή όχι. Στο σημείο ακριβώς αυτό εντοπίζεται, όπως πιστεύω, η ιστορική σημασία της σχολιαζόμενης απόφασης. Ιδού επί λέξει το σκεπτικό του δικαστηρίου:

«59. Το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για το βάσιμο των αιτιάσεων της προσφεύγουσας μόνο στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Στο παρόν στάδιο της διαδικασίας αρκεί να επισημάνει ότι δεν διαθέτει αποδείξεις που να θεμελιώνουν τον ισχυρισμό της Ρωσικής Ομοσπονδίας ότι συντελούνταν γενοκτονία στο έδαφος της Ουκρανίας. Επιπλέον, είναι αμφίβολο αν η Σύμβαση [για την πρόληψη και την καταστολή της γενοκτονίας] επιτρέπει τη χρήση βίας από συμβαλλόμενο μέρος στο έδαφος άλλου κράτους προκειμένου να αποτρέψει ή να τιμωρήσει μια φερόμενη ως γενοκτονία» (for the purpose of preventing or punishing an alleged genocide).

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για τη δικαιολόγηση στρατιωτικών επεμβάσεων σε τρίτες χώρες προβάλλεται όλο και πιο συχνά ότι αυτές επιχειρούνται για «ανθρωπιστικούς λόγους». Είτε επρόκειτο για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (1974) είτε για την επέμβαση του ΝΑΤΟ στην πρώην Γιουγκοσλαβία για το Κόσοβο (1999) –η οποία βέβαια δεν αποτελούσε κατά κυριολεξία εισβολή–, οι εμπνευστές τους επικαλούνταν στερεότυπα εγκλήματα που συντελούνταν εις βάρος μιας συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας. Δεν θα ασχοληθώ εδώ με το αν η συντέλεση των εγκλημάτων αυτών αποδείχθηκε σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, αλλά με το αν η βάσιμη υποψία ότι συντελούνται τέτοια εγκλήματα δικαιολογεί στρατιωτική παρέμβαση για ανθρωπιστικούς λόγους, χωρίς απόφαση του μόνου αρμόδιου διεθνούς οργάνου, που δεν είναι άλλο από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

Στο ερώτημα αυτό το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης απάντησε κατηγορηματικά «όχι». Για όσους από εμάς είχαμε διατυπώσει επιφυλάξεις το 1999 για τη νομιμότητα της επέμβασης του ΝΑΤΟ στην πρώην Γιουγκοσλαβία είναι μια όψιμη δικαίωση.

* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή