Ρον Γκαλέλα: Ο πατριάρχης των παπαράτσι με τον «επικίνδυνο» βίο

Ρον Γκαλέλα: Ο πατριάρχης των παπαράτσι με τον «επικίνδυνο» βίο

4' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Μάρλον Μπράντο τού έσπασε το σαγόνι και πέντε δόντια. Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον έβαλε τους μπράβους του να τον δείρουν. Η Τζάκι Κένεντι τον έσυρε στα δικαστήρια και του έκανε ασφαλιστικά μέτρα: του απαγορεύτηκε τελικά να την πλησιάζει στα 200 μέτρα. Ο Σον Πεν τον έφτυσε. Τον έσπρωχναν βάναυσα. Του μιλούσαν με απαξιωτικό τρόπο. Τον έβριζαν. Δεχόταν άσεμνες χειρονομίες. Και όμως, αισθανόταν νοσταλγία για τον… παλιό, καλό καιρό. «Μου λείπουν τα sixties και τα seventies», μου είχε εκμυστηρευθεί πριν από περίπου μία δεκαετία, σε συνέντευξη για την «Κ», από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, ο πιο διάσημος Αμερικανός παπαράτσι, ο Ρον Γκαλέλα, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 3 Μαΐου σε ηλικία 91 ετών. «Μου λείπει η ελευθερία που είχα να κινούμαι και να τραβάω φωτογραφίες». Ταλαιπωρούνταν ήδη από αρθρίτιδα βαριάς μορφής και σπάνια έβγαινε από το σπίτι του στο Νιου Τζέρσεϊ. «Και να μπορούσα να κυκλοφορήσω, δεν υπάρχουν πια σταρ να κυνηγήσω», μου είχε πει. «Να βγω στο κατόπι για να φωτογραφίσω ποιον; Την Πάρις Χίλτον ή την Μπρίτνεϊ Σπίαρς; Αυτά είναι σκουπίδια της σόουμπιζ…».

Υπήρξε ο αγαπημένος φωτογράφος του Αντι Γουόρχολ, ο οποίος είχε εξηγήσει γιατί: «Μια φωτογραφία είναι καλή όταν απεικονίζει κάποιον διάσημο σε μία όχι και τόσο διάσημη στιγμή του». Ο Ρον Γκαλέλα το πετύχαινε σχεδόν πάντα, απαθανατίζοντας «άτυχες» στιγμές των σταρ: από τον Φρανκ Σινάτρα, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τη Σοφία Λόρεν μέχρι τον Μικ Τζάγκερ, τον Ρόμπερτ ντε Νίρο και τη Μαντόνα. Για πέντε και πλέον δεκαετίες ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να ωφελήσει ή να πλήξει ανεπανόρθωτα τη δημόσια εικόνα των σελέμπριτι με πρωτοσέλιδα σε έντυπα όπως το Life, το Time, το Vanity Fair, το People. Κι αν κάποτε οι «διανοούμενοι της φωτογραφίας» τον περιφρονούσαν, η τέχνη που ο ίδιος αισθανόταν ότι υπηρετούσε τού έχει αποδώσει τα εύσημα: οι φωτογραφίες του πωλούνται στις μεγαλύτερες γκαλερί της Νέας Υόρκης, του Παρισιού ή του Αμστερνταμ, σε υψηλότατες τιμές.

Γεννήθηκε στο Μπρονξ, το 1931. Ο πατέρας του ήταν καλαθοποιός και η μητέρα του μοδίστρα. Οι γονείς του, Ιταλοί μετανάστες και οι δύο, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τον κρατήσουν μακριά από τις συμμορίες και τη μαφία. Το κατάφεραν. Συνέβαλε σε αυτό, με έναν απροσδόκητο τρόπο, το πάθος της μητέρας του για τον κινηματογράφο. «Στο μικρό σπίτι μας, οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με αποκόμματα εφημερίδων και φωτογραφίες όλων των αστέρων της εποχής. Ακόμη και το όνομά μου, από τον Βρετανό ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου Ρόναλντ Κόλμαν προέρχεται», είχε εξηγήσει σ’ εκείνη την κουβέντα μας. Τελειώνοντας το σχολείο, ο νεαρός Ρον έφυγε για σπουδές στο Art Center College της Πασαντίνα και σύντομα άρχισε να εργάζεται ως επαγγελματίας φωτογράφος. Αφοσιώθηκε στο ανηλεές κυνήγι των σταρ.

Για πέντε και πλέον δεκαετίες ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να ωφελήσει ή να πλήξει ανε- πανόρθωτα τη δημόσια εικόνα των σελέμπριτι με πρωτοσέλιδα σε έντυπα όπως το Life, το Time, το Vanity Fair, το People.

Τον είχα ρωτήσει για την περίφημη φωτογραφία στην οποία φαίνεται να ακολουθεί τον Μάρλον Μπράντο φορώντας κράνος του ράγκμπι. «Στις 12 Ιουνίου 1973, στη Νέα Υόρκη, ο Μπράντο βρισκόταν σε τηλεοπτικό στούντιο για τα γυρίσματα του “The Dick Cavett Show”. Οταν τελείωσαν, μαζί με τον οικοδεσπότη της εκπομπής έφυγαν για φαγητό στην Τσαϊνατάουν. Τους ακολούθησα τραβώντας συνεχώς φωτογραφίες. Κάποια στιγμή σταμάτησαν και γύρισαν προς το μέρος μου. “Τι άλλο θέλεις που δεν το έχεις ήδη;” με ρώτησε εκνευρισμένος ο Μπράντο. Δεν του απάντησα και απευθύνθηκα στον Ντικ Κάβετ, ζητώντας του να βγάλει τα γυαλιά ηλίου που φορούσε για μια τελευταία εικόνα. Η γροθιά που μου έριξε τότε ο Μπράντο ήταν τόσο δυνατή που έφυγαν πέντε δόντια μου από την κάτω γνάθο. Απομακρύνθηκε ατάραχος κι εγώ βρέθηκα στο νοσοκομείο. Τελικά δέχτηκα να πάρω 40.000 δολάρια, για να μην κάνω μήνυση. Στο εξής τον ακολουθούσα φορώντας κράνος…».

Πέρα, όμως, από τα δεκάδες παραλειπόμενα που είχε να διηγηθεί, υπάρχει μία κορυφαία στιγμή, ένα «κλικ» για το οποίο αισθανόταν τη μεγαλύτερη υπερηφάνεια; «Αν ο Λεονάρντο ντα Βίντσι ξεχώρισε με τη Μόνα Λίζα, εγώ καμαρώνω για τη Windblown Jackie!». Αυτόν τον τίτλο είχε δώσει ο Ρον Γκαλέλα σε μια φωτογραφία της Τζάκι Ωνάση, με τα μαλλιά της να μπλέκονται από τον αέρα, η οποία τραβήχτηκε στις 7 Οκτωβρίου 1971. «Ηταν απόγευμα. Την είδα να περπατάει στη λεωφόρο Μάντισον. Δεν φορούσε τα μεγάλα σκούρα γυαλιά της, όπως συνήθως. Αντιλήφθηκε μια παρουσία κοντά της, γύρισε και, όταν με αναγνώρισε, μου έσκασε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο – σαν τη Μόνα Λίζα. Είναι η καλύτερη φωτογραφία μου και αυτή για την οποία έχω πάρει τα περισσότερα χρήματα». Πόσα, πάντως, δεν μου είχε αποκαλύψει…

Ποια ήταν τα προσόντα που τον έκαναν να ξεχωρίσει; «Ενας σωστός παπαράτσι πρέπει κατ’ αρχάς να είναι καλός οδηγός, για να μπορεί να ακολουθεί τους σταρ. Επίσης, να είναι γρήγορος, να έχει καλά αντανακλαστικά. Να διαθέτει υπομονή· εγώ για παράδειγμα είχα κάνει δεύτερο σπίτι μου το παγκάκι έξω από την πολυκατοικία της Τζάκι. Και, τέλος, να είναι ευέλικτος και να ξέρει να κρύβεται!». Υπάρχουν σήμερα επαγγελματίες με ένα τέτοιο χάρισμα; «Παπαράτσι υπάρχουν πολλοί. Αλλά πάνε όλοι μαζί. Είναι ένα μπουλούκι που δεν μπορεί να πετύχει ΤΗΝ εικόνα…». Ο Ρον Γκαλέλα θυμόταν πάντα και την Ελλάδα. Το κυνήγι του Αριστοτέλη Ωνάση και της Τζάκι Κένεντι τον είχε φέρει στην Αθήνα και τον Σκορπιό – εκεί, μάλιστα, είχε ντυθεί ψαράς για να τους πλησιάσει.

Τα τελευταία χρόνια ζούσε με τις αναμνήσεις του. «Εχω μια πιο ισορροπημένη ζωή τώρα», είχε εξομολογηθεί στην «Κ». «Υπάρχουν πολλά πράγματα που μου προσφέρουν ικανοποίηση. Εχω χρόνο να ασχοληθώ με την κηπουρική, να κάνω το σπίτι μου πιο όμορφο. Και κάθε φορά που μαθαίνω ότι μια φωτογραφία μου πουλήθηκε σε κάποια μεγάλη γκαλερί, λέω πως όλα αυτά τα χρόνια δεν πήγαν χαμένα…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή