Ο πόλεμος μεταξύ Κίνας και Βιετνάμ

Ο πόλεμος μεταξύ Κίνας και Βιετνάμ

43 χρόνια πριν. Το κομμουνιστικό καθεστώς του Ανόι αντιστέκεται και στον κινεζικό γίγαντα

7' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η απόσυρση και των τελευταίων αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από το Βιετνάμ, στις αρχές του 1973, έδωσε την ευκαιρία στους επαναστατικούς στρατούς να καταγάγουν μια σειρά από εντυπωσιακές νίκες, εδραιώνοντας κομμουνιστικά καθεστώτα στο σύνολο της Ινδοκίνας.

Πράγματι, έως το 1975 η κατίσχυση των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη και του Πάθετ-Λάο στο Λάος, κυρίως όμως η επανένωση του Βιετνάμ υπό κομμουνιστικό έλεγχο, έτειναν να επιβεβαιώσουν τους φόβους όσων υποστήριζαν ότι μετά την αποχώρηση των Αμερικανών από την Ινδοκίνα θα ξεκινούσε ένα ανεξέλεγκτο «ντόμινο», που θα κατέληγε στην υπαγωγή της Νοτιοανατολικής Ασίας στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Εντούτοις, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Τα ανταγωνιστικά εθνικά συμφέροντα των κρατών της Ινδοκίνας σε συνδυασμό με τις νέες ψυχροπολεμικές πραγματικότητες της δεκαετίας του 1970 –δραματική επιδείνωση των σινο-σοβιετικών σχέσεων και προσέγγιση της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο– διέψευσαν όσους πίστευαν ότι ένα μονολιθικό κομμουνιστικό κίνημα είχε καθυποτάξει τη Νοτιοανατολική Ασία.

Εισβολή και νίκη στην Καμπότζη

Η βίαιη επανένωση του Βιετνάμ το 1975, απόρροια της συντριπτικής στρατιωτικής επικράτησης των Βορειοβιετναμέζων κατά του καθεστώτος του Νγκουγέν Βαν Θιέου, δεν ήταν προορισμένη να επαναφέρει τη χώρα σε περίοδο ομαλότητας και οικονομικής ανάπτυξης. Οι κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν στο νότιο τμήμα της χώρας –κολεκτιβοποίηση της γεωργίας, κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και επιβολή κεντρικού σχεδιασμού στην οικονομία– δεν συνέβαλαν στην παραγωγική ανασυγκρότηση, ύστερα από δεκαετίες αιματηρών συγκρούσεων. Ταυτόχρονα, ένα εκατομμύριο Νοτιοβιετναμέζοι, μέλη της «μπουρζουαζίας» –επιχειρηματίες, καθηγητές και αξιωματικοί–, στάλθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας και επανεκπαίδευσης, ενώ πάνω από ενάμισι εκατομμύριο Βιετναμέζοι υπολογίζεται ότι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους λόγω φόβου ή οικονομικής ανέχειας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εξάρτηση του Βιετνάμ από τη Σοβιετική Ενωση αυξήθηκε μετά την επανένωση της χώρας, ενώ το 1978 τα δύο κράτη υπέγραψαν συνθήκη συνεργασίας, με την οποία η Μόσχα ανέλαβε την οικονομική και τη στρατιωτική ενίσχυση του Ανόι.

Ο πόλεμος μεταξύ Κίνας και Βιετνάμ-1
Βιετναμέζοι εγκαταλείπουν τη μεθοριακή πόλη Λανγκ Σον μετά την εισβολή των κινεζικού στρατού. [ASSOCIATED PRESS]

Στην Καμπότζη τα πράγματα εξελίχθηκαν με πολύ πιο επώδυνο τρόπο για τον τοπικό πληθυσμό. Ο Πολ Ποτ, ηγέτης των Ερυθρών Χμερ και πρωθυπουργός της χώρας, πίστευε σε μια ακραία μορφή μαοϊσμού, στην οποία η επιδίωξη της φυλετικής καθαρότητας συνυπήρχε με την ανάγκη εξασφάλισης της αυτάρκειας και εκκαθάρισης της χώρας από τα «απομεινάρια της μπουρζουαζίας». Αποβλέποντας στη δημιουργία μιας κομμουνιστικής ουτοπίας και μιας «νέας κοινωνίας», οι Ερυθροί Χμερ εξανάγκασαν εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους των πόλεων να εγκαταλείψουν τα αστικά κέντρα και να μεταβούν στην ύπαιθρο προκειμένου να ασχοληθούν με τις βασικές γεωργικές εργασίες. Παράλληλα, το νέο καθεστώς προέβη στην καταστροφή ναών, σχολείων και βιβλιοθηκών, εξαπολύοντας παράλληλα ένα ανελέητο κύμα διωγμών κατά των εθνικών μειονοτήτων που ζούσαν στην Καμπότζη – συμπεριλαμβανομένων χιλιάδων Βιετναμέζων. Υπό αυτές τις συνθήκες, το 1975-1978 συντελέστηκε στην ασιατική χώρα πραγματική γενοκτονία, με το ένα τρίτο του πληθυσμού (δύο με δυόμισι εκατομμύρια) να χάνει τη ζωή του ως συνέπεια των πολιτικών του Πολ Ποτ.

Οι δραματικές αυτές εξελίξεις στην Καμπότζη δεν άφησαν αδιάφορο το Βιετνάμ, που δεν μπορούσε να ανεχθεί τις πολιτικές γενοκτονίας στη γείτονα χώρα, οι οποίες στρέφονταν και εναντίον των Βιετναμέζων κατοίκων της. Προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και έναντι του Βιετνάμ, ο Πολ Ποτ προχώρησε στη σύσφιγξη των σχέσεων με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η οποία τότε ακριβώς, μετά τον θάνατο του Μάο Τσε Τουνγκ και την άνοδο του Ντενγκ Σιαοπίνγκ στην εξουσία, βίωνε τη μετάβαση σε μια νέα εποχή, στην οποία ο εκσυγχρονισμός και η περαιτέρω προσέγγιση με τις ΗΠΑ αποτελούσαν βασικές προτεραιότητες. Στο μεταξύ, η παράτολμη όσο και παράλογη απόφαση των Ερυθρών Χμερ να προκαλέσουν μεθοριακά επεισόδια και (περιορισμένες) στρατιωτικές επιδρομές κατά του Βιετνάμ έδωσε την αφορμή στο Ανόι να εισβάλει, τον Δεκέμβριο του 1978, στην Καμπότζη με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος του Πολ Ποτ, οι δεσμοί του οποίου με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας απειλούσαν τον ηγεμονικό ρόλο που το Βιετνάμ φιλοδοξούσε να παίξει στην Ινδοκίνα. Πράγματι, μέσα σε λίγες εβδομάδες οι βιετναμέζικες στρατιωτικές δυνάμεις κατέλαβαν την πρωτεύουσα της Καμπότζης, Πνομ Πενχ, ανέτρεψαν τον Πολ Ποτ και επέβαλαν κυβέρνηση φιλική προς το Βιετνάμ. Αν και οι δυνάμεις του Πολ Ποτ ενεπλάκησαν έκτοτε σε έναν μακροχρόνιο ανταρτοπόλεμο κατά του νέου καθεστώτος, οι Βιετναμέζοι διατήρησαν τον έλεγχο της Καμπότζης έως και την οριστική ήττα των Ερυθρών Χμερ, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Ο πόλεμος μεταξύ Κίνας και Βιετνάμ-2
8.3.1979. Οι μάχες συνεχίζονται, αλλά και το Πεκίνο και το Ανόι μιλούν για μεγάλη νίκη, όπως αποτυπώνει ο πρωτοσέλιδος τίτλος της «Κ».

 

Οι φόβοι του Πεκίνου για τον ρόλο του Ανόι

Η επικράτηση του Βιετνάμ στον πόλεμο με την Καμπότζη προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Μολονότι τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 το Πεκίνο είχε υποστηρίξει ενεργά το Βόρειο Βιετνάμ στους αγώνες του κατά των Γάλλων και κατόπιν των Αμερικανών, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 και κυρίως μετά την ενοποίηση του Βιετνάμ, οι σχέσεις των δύο κρατών διένυαν περίοδο παρατεταμένης και κλιμακούμενης κρίσης. Ο ηγεμονικός ρόλος που το Ανόι φιλοδοξούσε να διαδραματίσει στη Νοτιοανατολική Ασία, οι διώξεις που υφίσταντο οι κινεζικοί πληθυσμοί του Βιετνάμ και κυρίως η προσέγγιση της Μόσχας με το Ανόι –που ενίσχυε τον φόβο «περικύκλωσης» της Κίνας– είχαν προκαλέσει την έντονη καχυποψία των Κινέζων έναντι των Βιετναμέζων «συντρόφων» τους, πριν ακόμα ξεσπάσει ο πόλεμος Καμπότζης – Βιετνάμ. Το γεγονός ότι το Ανόι είχε ακολουθήσει ξεκάθαρη φιλοσοβιετική πολιτική –ιδιαίτερα μετά το 1975– δεν μπορούσε να γίνει εύκολα αποδεκτό από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, που «απαιτούσε» από τα γειτονικά κομμουνιστικά κράτη να αναγνωρίζουν τον ηγετικό ρόλο της τόσο σε περιφερειακό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Εξάλλου, μια τέτοια αντίληψη δεν ήταν ασύμβατη με την παραδοσιακή «αυτοεικόνα» και κοσμοθεωρία της αυτοκρατορικής Κίνας –συνεχιστής της οποίας ήταν η μαοϊκή Κίνα μετά το 1949– ως «μεσαίου βασιλείου», γύρω από το οποίο περιστρεφόταν η διεθνής πολιτική.

Η απόφαση για πόλεμο με το Βιετνάμ ελήφθη από την κινεζική ηγεσία στα τέλη του 1978, πριν ακόμα τα βιετναμέζικα στρατεύματα ολοκληρώσουν την κατάληψη της Πνομ Πενχ. Οπωσδήποτε, δεν επρόκειτο για μια απόφαση απαλλαγμένη από ενστάσεις και ανησυχίες εκ μέρους κορυφαίων αξιωματούχων του Πεκίνου. Τι θα συνέβαινε, για παράδειγμα, εάν η Μόσχα έσπευδε σε βοήθεια του Βιετνάμ; Ποια θα ήταν η αντίδραση της διεθνούς κοινής γνώμης στην κινεζική εισβολή; Μήπως ο σχεδιαζόμενος πόλεμος απειλούσε να «τινάξει στον αέρα» το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Ντενγκ; Αν και είχε πλήρη επίγνωση των συνεπειών που πιθανότατα θα είχε για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας η εμπλοκή της σε πόλεμο, ο Ντενγκ δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι έπρεπε να δοθεί ένα «σκληρό μάθημα» στο Βιετνάμ. Και αυτό ακριβώς διεμήνυσε στην ηγεσία του Λευκού Οίκου, όταν τον Ιανουάριο του 1979 πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στις ΗΠΑ σε μια προσπάθεια να δώσει νέα ώθηση στις σινο-αμερικανικές σχέσεις.

Ο πόλεμος μεταξύ Κίνας και Βιετνάμ-3
Τα συντρίμμια κινεζικού μαχητικού που κατέπεσε στις 19 Μαρτίου 1979 (Πολεμικό Μουσείο του Ανόι). [ASSOCIATED PRESS]

Σύγκρουση μικρής διάρκειας με μεγάλες απώλειες

Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ από την πλευρά του δεν ήταν έτοιμος να υποστηρίξει ανοιχτά μια απροκάλυπτη επίθεση της Κίνας κατά του Βιετνάμ και για τον λόγο αυτό δημοσίως καταδίκασε την κινεζική εισβολή, που τελικά εκδηλώθηκε τον Φεβρουάριο του 1979. Παρασκηνιακά, όμως, οι Αμερικανοί όχι μόνο αποδέχτηκαν ως ορθή την απόφαση του Ντενγκ, αλλά παράλληλα τον διαβεβαίωσαν ότι οι ΗΠΑ θα υποστήριζαν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας σε περίπτωση απειλής από τη Σοβιετική Ενωση. Σύντομα, μάλιστα, η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο θα ενίσχυαν τους Ερυθρούς Χμερ στον ανταρτοπόλεμο κατά των Βιετναμέζων στην Καμπότζη. Επρόκειτο για ακόμα μία φορά που τη δεκαετία του 1970 οι δύο χώρες θα συνεργάζονταν σε επιχειρήσεις στον Τρίτο Κόσμο κατά των Σοβιετικών.

Ο πόλεμος Κίνας – Βιετνάμ επρόκειτο να διαρκέσει μόλις τέσσερις εβδομάδες, από τις 17 Φεβρουαρίου έως τις 16 Μαρτίου 1979, όταν και τα κινεζικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από το βιετναμέζικο έδαφος. Οπωσδήποτε, η έκβαση του πολέμου δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες του Πεκίνου. Κατ’ αρχάς, ο πόλεμος αποκάλυψε διεθνώς τις σοβαρές αδυναμίες του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Είναι ενδεικτικό ότι παρά τη σύντομη διάρκεια των συγκρούσεων, οι κινεζικές δυνάμεις υπέστησαν σημαντικές απώλειες: κινεζικές πηγές κάνουν λόγο για 6.900 νεκρούς και 15.000 τραυματίες, με τη σύγχρονη έρευνα πάντως να καταλήγει σε αρκετά υψηλότερους αριθμούς (25.000 νεκροί και 37.000 τραυματίες). Δεύτερον, η κινεζική εισβολή απέτυχε να περιορίσει σημαντικά την περιφερειακή επιρροή του Βιετνάμ, το οποίο, παρά τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε, διατήρησε την επιρροή του τόσο στην Καμπότζη όσο και στο Λάος. Τέλος, ο πόλεμος του 1979 επιδείνωσε τις σχέσεις της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας με το Βιετνάμ, οι οποίες δεν αποκαταστάθηκαν, ακόμα και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης.
 
* Ο κ. Μανόλης Κούμας είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

⇒ Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή