Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης: Το ψαλίδι του πολεμικού δανείου και η διαθήκη

Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης: Το ψαλίδι του πολεμικού δανείου και η διαθήκη

Από την Καταστροφή, στη Δίκη των Εξι

8' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο παππούς του βρέθηκε να κρατάει τα ηνία της χώρας σε μια από τις πιο ζοφερές στιγμές της σύγχρονης Iστορίας της – λίγο πριν από την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου. Σήμερα, ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, πρώην υφυπουργός Βιομηχανίας και Ενέργειας και πρώην ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, περιγράφει τα γεγονότα του 1922 μέσα από τα προσωπικά αρχεία του παππού του, Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, ο οποίος έμεινε στην πρωθυπουργία για κάτι λιγότερο από τέσσερις μήνες –από τον Μάιο έως το τέλος Αυγούστου 1922– προτού καταδικαστεί σε θάνατο στη Δίκη των Εξι και εκτελεστεί στου Γουδή τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.

Την 24η Ιανουαρίου 1922 ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης αναλαμβάνει υπό την ηγεσία του Δημητρίου Γούναρη υπουργός Οικονομικών και Επισιτισμού, σε μια περίοδο όπου ο οικονομικός στραγγαλισμός και η υποτίμηση της δραχμής απαιτούσαν άμεσα μέτρα και λήψη δανείων. Ο Πρωτοπαπαδάκης σε μια πρωτοποριακή και καινοτόμα οικονομική μεταρρύθμιση παρουσιάζει το σχέδιο «διχοτόμησης» του χαρτονομίσματος, που αντικαθιστούσε το ήμισυ του τραπεζογραμματίου (δεξιό μέρος) με εγγύηση του Δημοσίου.

Οπως περιγράφει ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, «ο Γούναρης γύρισε όλες τις πόλεις του εξωτερικού γυρεύοντας δάνεια, αλλά κανείς δεν έδινε. Οπότε λοιπόν γυρνώντας πίσω στην Ελλάδα απελπισμένος, του λέει ο Πρωτοπαπαδάκης, “τα βρήκα τα λεφτά” και έπιασε ένα κατοστάρικο και ένα ψαλίδι και το έκοψε στη μέση». Το ψαλίδι, σκουριασμένο πια, βρίσκεται ακόμη στα χέρια του εγγονού Πρωτοπαπαδάκη – ιστορικό κειμήλιο εκείνου του πολεμικού δανείου.

«Οποιος είχε μετρητά ήταν ζημιωμένος, γιατί έπρεπε να τα κόψει. Βέβαια τελικά τα πήρανε πίσω. Ο ίδιος είχε πάρει δάνειο χωρίς να το χρειάζεται και έκοψε τα χαρτονομίσματα, αλλά έπρεπε να το επιστρέψει ολόκληρο και έτσι δεν μπορούσε κανείς να πει ότι τα έκανε αυτά για να έχει προσωπικό όφελος».

Ο αναγκαστικός δανεισμός του 1922 απέφερε στα κρατικά ταμεία 1,55 δισ. δραχμές, επιτρέποντας την προσωρινή κάλυψη των τεράστιων χρεών και αναγκών του μικρασιατικού μετώπου. Οταν στις 9 Μαΐου 1922 ο Πρωτοπαπαδάκης αναλαμβάνει πρωθυπουργός, οι προκλήσεις και οι τριγμοί στο διασπασμένο ιδεολογικά και στρατιωτικά ελληνικό στράτευμα σχημάτιζαν εικόνα μιας σταδιακής εσωτερικής αποσύνθεσης.

Το ευρύτερο κλίμα της αποδιοργάνωσης των Ελλήνων συνέπεσε με την αναπτέρωση του ηθικού των τουρκικών δυνάμεων και τις πρώτες νικηφόρες επιχειρήσεις του Κεμάλ. Οι ελληνικές δυνάμεις απέτυχαν να οργανώσουν αμυντικές γραμμές στα κατακτημένα εδάφη. Σύμφωνα με τον απολογισμό του Πρωτοπαπαδάκη, από τη στιγμή που έγινε η απόβαση στη Σμύρνη εξαγριώθηκαν οι Τούρκοι. Επρεπε να μείνει ο ελληνικός στρατός κοντά για να προστατεύει τους Ελληνες Μικρασιάτες μετά τις νίκες.

«Εάν ο στρατός γύριζε προς τα πίσω θα άφηνε τους Ελληνες Μικρασιάτες απροστάτευτους και με την αυξημένη οργή των Τούρκων λόγω της απόβασης στη Σμύρνη θα τους σκότωναν όλους. Τότε έγινε αυτό που δεν ξέρει ο κόσμος. Ο Γούναρης έστειλε στον Λόιντ Τζορτζ (σ.σ. Βρετανός πρωθυπουργός) επιστολή όπου του έλεγε: “Πρέπει να στείλετε στρατό, αεροπλάνα και χρήματα, αλλιώς ο στρατός μας πρέπει να φύγει”. Και ο Λόιντ απάντησε: “Είστε υπερβολικός. Δεν χρειάζεται. Μπορείτε να μείνετε εκεί μέχρι του χρόνου τον Μάιο”.

»Το Γενικό Επιτελείο Στρατού είπε ότι το να φύγουμε δεν είναι ένας βραδινός περίπατος χωρίς να ξέρει κανείς τίποτα. Για να ξεκινήσει όλος αυτός ο στρατός και ο κόσμος να πάνε προς την παραλία ήταν μια επιχείρηση η οποία θα στοίχιζε 900 εκατ. δραχμές και ήθελε τεσσερισήμισι μήνες. Υπολόγιζαν δηλαδή τη μεταφορά όλων αυτών των ανθρώπων προς τη θάλασσα και ήταν σε δύσκολη θέση. Ομως, στο διάστημα αυτό οι Τούρκοι θα χτυπούσαν από πίσω με συνεχείς επιθέσεις».

Οι συγκρούσεις και οι έριδες στο εσωτερικό του ελληνικού στρατοπέδου μεταξύ της βασιλικής και της βενιζελικής παράταξης επέτρεψαν στις δυνάμεις του Κεμάλ να ανασυγκροτηθούν και να ξεκινήσουν τη μεγάλη αντεπίθεση. Οπως χαρακτηριστικά καταθέτει ο Πρωτοπαπαδάκης, «ακόμη και στα μαγειρεία πήγαιναν και βάζανε βρώμικα πράγματα μέσα στα φαγητά για να ενοχλείται ο στρατός εναντίον της εξουσίας και οι τραυματίες φώναζαν “αλλάξτε γάζες στα τραύματα” και τους απαντούσαν “φωνάξτε εδώ τον Γούναρη να σας τις αλλάξει”. Γνώρισα τον εγγονό ενός χειρουργού που υπηρετούσε στο μέτωπο και μου λέει ότι ο παππούς του ήταν βασιλικός, αλλά ο νοσοκόμος ήταν βενιζελικός και όταν επρόκειτο να γίνει μια εγχείρηση, ο νοσοκόμος έκρυβε τα εργαλεία για να μη φανεί ότι ο χειρουργός πέτυχε την εγχείρηση».

Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης: Το ψαλίδι του πολεμικού δανείου και η διαθήκη-1
Η διαθήκη του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη με αναφορά στην αποπληρωμή του προσωπικού του δανείου. «Είχε πάρει δάνειο χωρίς να το χρειάζεται και έκοψε τα χαρτονομίσματα, αλλά έπρεπε να το επιστρέψει ολόκληρο και έτσι δεν μπορούσε κανείς να πει ότι τα έκανε αυτά για να έχει προσωπικό όφελος», λέει ο εγγονός του.

Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης: Το ψαλίδι του πολεμικού δανείου και η διαθήκη-2
Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας από τον Μάιο έως και τον Αύγουστο του 1922. Καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε στου Γουδή στις 15 Νοεμβρίου του 1922. Κατόπιν ενεργειών του εγγονού του Μιχαήλ, το 2010 ο Αρειος Πάγος ακύρωσε την απόφαση του στρατοδικείου.

Η «κρίση»

Οπως διηγείται ο Πρωτοπαπαδάκης, «το ζητούμενο στην ιστορία είναι ότι πριν από την απόβαση των Ελλήνων στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919, η Αμερική, η Γαλλία και η Αγγλία ήταν σε συμβούλιο και έλαβαν ένα τηλεφώνημα από τον Αμερικανό πρόξενο στη Νάπολη ότι οι Ιταλοί προχωρούν να καταλάβουν τη Σμύρνη. Ο ιταλικός στρατός είχε πλησιάσει τη Σμύρνη και τα ιταλικά πλοία ερχόντουσαν, οπότε οι τρεις είπαν, “και τι θα κάνουμε τώρα;”.

»Ο Λόιντ, λοιπόν, που ήθελε να βάλει πόδι στη Μικρά Ασία, είπε, “να στείλουμε τους Ελληνες” και έτσι έγινε η απόβαση των Ελλήνων στη Σμύρνη για να εμποδίσουν τους Ιταλούς, αλλά αυτό ήταν προσωρινή συμφωνία.

Οταν όμως έφυγαν οι Ιταλοί, ο Λόιντ Τζορτζ δεν άφηνε να φύγουν οι Ελληνες και μάλιστα ο Κλεμανσώ, ο Γάλλος πρωθυπουργός, ο οποίος ήθελε να φύγουν οι Ελληνες, τους είπε να φέρει στρατό και από άλλα κράτη, να καθίσουν εκεί 10 μέρες και μετά να πούνε πως το καθήκον τους τελείωσε και όλοι μαζί να φύγουν. Ο Λόιντ δεν άφηνε τον Βενιζέλο να απομακρύνει τους Ελληνες, έμεινε εκεί και από εκεί άρχισε το κακό.

«Οταν ο Γούναρης επέστρεψε στην Ελλάδα απελπισμένος, του λέει ο Πρωτοπαπαδάκης “τα βρήκα τα λεφτά” και έπιασε ένα κατοστάρικο και ένα ψαλίδι και το έκοψε στη μέση».

Δηλαδή, ο Βενιζέλος δεν έκανε την απόβαση στη Σμύρνη για να προωθήσει τη “Μεγάλη Ιδέα”, αλλά το έκανε γιατί του είπαν να το κάνει και μάλιστα στο ημερολόγιό του την κατάσταση την ονομάζει “κρίση”, δηλαδή ότι πολέμησε για να ανεβάσει την Ελλάδα, αλλά βρέθηκε σε μια κρίση. Εβλεπε ότι είναι μία “κρίση” εδώ, δεν την έβλεπε σαν εθνική αποστολή, αλλά ήταν μπλεγμένος σε μια “κρίση” και μετά σταμάτησε. Εγώ λέω ότι σταμάτησε γιατί φοβόταν μήπως διαρρεύσουν αυτά που έγραφε.

Ετσι ξεκίνησε ο πόλεμος, διότι ο Ζαχάροφ (έμπορος όπλων) δούλεψε καλά με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά όταν τελείωσε ο πόλεμος δεν είχε πια δουλειά και είχε προγραμματίσει επόμενος πόλεμος να είναι ο ελληνοτουρκικός, οπότε με τις εφημερίδες που έβγαζε και με διάφορα μέσα ξεκίνησε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο».

Ο ρόλος των μεγάλων δυνάμεων και η ανάμειξή τους με την κατάρρευση του μετώπου σκιαγραφείται από τον Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκη με ανάλυση των περίπλοκων συνθηκών που επικρατούσαν, όπου τα συμφέροντα καθοδηγούσαν τη στήριξή τους είτε προς την ελληνική είτε προς την τουρκική πλευρά. Η προέλαση του Κεμάλ συνεχίστηκε με τη στήριξη και της νεοϊδρυθείσας Σοβιετικής Ενώσεως και τη σιωπηρή έγκριση δυτικών χωρών, ενώ –όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης– περνούσαν γαλλικά και ιταλικά πλοία φορτωμένα με όπλα μέσα από τα ελληνικά χωρικά ύδατα και πήγαιναν και τα φυλάγανε στην Τουρκία.

Τα γεγονότα της σφαγής των Ελλήνων στη Σμύρνη καταδεικνύουν την απροθυμία των ξένων ηγετών και των αξιωματούχων να στηρίξουν τις ελληνικές δυνάμεις, ενώ η Ελλάδα στάθηκε αδύναμη μπροστά στη μεγάλη καταστροφή.

Ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης περιγράφει: «Η αγγλική κυβέρνηση δεν ήθελε να εξαρτάται από τα διάφορα συμφέροντα, αλλά και το Κομμουνιστικό Κόμμα, οι ξένες επιχειρήσεις δεν ήθελαν τους Ελληνες, διότι οι Ελληνες ήταν πιο έξυπνοι και είχαν και τα παράλια και επομένως το εμπόριο ήταν στα χέρια τους, ενώ οι άλλοι ήρθαν από μέσα και τους εμπόδιζαν. Μάλιστα στη φωτιά της Σμύρνης συμμετείχε και η κοινότητα των Φραγκολεβαντίνων, δηλαδή των Ευρωπαίων που είχαν εγκατασταθεί στη Μικρά Ασία και είχαν κάνει επιχειρήσεις και βοήθησαν στην πυρκαγιά για να ζητήσουν ασφάλιστρα από τις εταιρείες στις οποίες ήταν ασφαλισμένοι.

Τα συμμαχικά πλοία δεν επέτρεπαν τη μαζική αποχώρηση των Μικρασιατών. Η εντολή της αγγλικής κυβέρνησης ήταν να μην ξεκινήσει αλυσίδα. Δεν ήθελαν να ξεκινήσει μια ομάδα από χίλιους Ελληνες να μπει πάνω στο πλοίο και να τους πάει στην Αθήνα, διότι αυτό θα ήταν μία πράξη εναντίον των Τούρκων, αλλά το να ανέβει ένας πνιγμένος επάνω σε ένα πλοίο δεν ήταν αυτής της κατηγορίας πράξη. Μάλιστα φάνηκε πως δεν υπήρχαν ξεκάθαρες εντολές.

Σε μια περίπτωση αμερικανικού πλοίου, έλεγε ο αξιωματικός, “μα για να κατεβάσω βάρκα πρέπει να πάρω διαταγή”. Στενοκεφαλιά, “σου δίνω εγώ διαταγή”, είπε ένας Αμερικανός φιλάνθρωπος, ο Ασα Τζένινγκς, ο οποίος βοηθούσε κάθε έναν που βρισκόταν σε ανάγκη. Ελεγε, “σου δίνω εγώ διαταγή, κατέβασε τη βάρκα” και την κατέβασε ο Αμερικανός».

Το στρατοδικείο

Η εθνική τραγωδία και ο ξεριζωμός των Ελλήνων Μικρασιατών ήταν η κατακλείδα του ονείρου μεγεθύνσεως του ελληνικού έθνους. Οι πρωταίτιοι της καταστροφής οδηγήθηκαν από την επαναστατική επιτροπή Γονατά – Πλαστήρα – Παπανδρέου σε έκτακτο στρατοδικείο, γνωστή και ως Δίκη των Εξι και καταδικάστηκαν σε θάνατο – εκτελέστηκαν στο Γουδί. Η δίκη εξυπηρετούσε το κοινό περί δικαίου αίσθημα και ιστορικά αξιολογήθηκε ως αίτιο πολιτικής ανέλιξης της νέας ηγεσίας, σύμφωνα με τον Πρωτοπαπαδάκη.

«Ο Πλαστήρας, που είχε εγκαταλείψει το μέτωπο, έκανε το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου (1922), αλλά δεν έγινε ο ίδιος πρωθυπουργός. Αυτός στεκόταν στο περιθώριο και έδινε τις διαταγές και όλοι τον παρακαλούσαν να μη γίνει η εκτέλεση, αλλά είπε πως δεν μπορούσε να μην προχωρήσει, καθώς είχε δώσει υποσχέσεις.

Στην εκτέλεση οι νεκροί ήταν επτά, διότι στη στρατιωτική ομάδα που ήταν να πυροβολήσει τον Πρωτοπαπαδάκη ήταν ένας βαφτισιμιός του από το Πόρτο Χέλι. Αλλοι λένε ότι έπαθε καρδιακή προσβολή, άλλοι πως αρνήθηκε να πυροβολήσει και γι’ αυτό τον σκότωσαν ως λιποτάκτη.

Ενας άλλος άνδρας, από τη Νάξο, ζήτησε να μη συμπεριληφθεί, αλλά του είπαν πως αυτό είναι στρατιωτική διαταγή και αν δεν συμμετάσχει θα περάσει από στρατοδικείο και φοβήθηκε».

Η ιστορία του πρωθυπουργού Πρωτοπαπαδάκη, ενός εκ των θυμάτων της μικρασιατικής περιπέτειας και του εθνικού διχασμού του περασμένου αιώνα, ολοκληρώθηκε 88 χρόνια αργότερα, όταν το 2010 έπειτα από προσφυγή του εγγονού του στον Αρειο Πάγο εκδόθηκε ακυρωτικό βούλευμα της απόφασης του στρατοδικείου, κλείνοντας τον φάκελο με την παύση της ποινικής διώξεως.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή