Το πρώτο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας

Το πρώτο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας

Στη Χαλκιδική έγινε το καθοριστικό βήμα για τον μετασχηματισμό της από αρχηγικό κόμμα σε κόμμα αρχών

6' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με την ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας τον Οκτώβριο του 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν αποσκοπούσε απλώς στη δημιουργία ενός πρόσκαιρου κομματικού φορέα. Αντίθετα είχε στόχο τη θεμελίωση ενός κόμματος αρχών, το οποίο δεν θα ήταν προσωποπαγές, αλλά θα βασιζόταν αφενός σε κοινές ιδεολογικές αντιλήψεις των μελών του, αφετέρου στην ύπαρξη σαφώς προσδιορισμένων συλλογικών διαδικασιών για τη λειτουργία του. «Η δύναμη ενός κόμματος», υπογράμμιζε ο Καραμανλής σε ομιλία που εκφώνησε στις 16 Μαρτίου 1977 ενώπιον της κοινοβουλευτικής ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, «στηρίζεται περισσότερο στη συνοχή και την ποιότητά του, παρά στους αριθμούς του. […] Για να υπάρξουν μακρόβια κόμματα δεν είναι αρκετοί οι οργανισμοί και τα καταστατικά. Πρέπει προπαντός να αποκτήσωμε την νοοτροπία της συλλογικής προσπαθείας».

Οι απόψεις αυτές του Καραμανλή δεν διατυπώνονταν τυχαία την άνοιξη του 1977, καθώς την ίδια περίοδο είχαν ήδη τεθεί σε κίνηση οι διεργασίες για τη σύγκληση του Προσυνεδρίου της Νέας Δημοκρατίας. Πράγματι, το Προσυνέδριο έλαβε χώρα στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής από τις 2 έως τις 4 Απριλίου. Η συμμετοχή ήταν εντυπωσιακή, καθώς πάνω από 2.000 άτομα έλαβαν μέρος στις εργασίες του. Στόχος ήταν η προετοιμασία του εδάφους για τη διεξαγωγή, σε ευθετότερο χρόνο, του πρώτου Συνεδρίου του κόμματος, όπου θα αποκρυσταλλώνονταν τόσο οι ιδεολογικές του αρχές όσο και η εσωτερική του οργάνωση. Ετσι, το Προσυνέδριο επικεντρώθηκε πρωτίστως στην επεξεργασία του καταστατικού και των κανονισμών των κομματικών οργανώσεων.

Το πρώτο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας-1
Φωτ. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

Βασικός ιδεολογικός άξονας ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός

Το πρώτο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας πραγματοποιήθηκε, κι αυτό στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής, δύο χρόνια αργότερα, στις 5-7 Μαΐου 1979. Είχε μεσολαβήσει η επικράτηση του κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1977, στις οποίες όμως, παρά την εξασφάλιση της απόλυτης πλειοψηφίας των εδρών, τα ποσοστά του ήταν αισθητά μειωμένα σε σύγκριση με το 1974. Παράλληλα, την εποχή της σύγκλησης του συνεδρίου είχαν ολοκληρωθεί με επιτυχία οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και αναμενόταν πλέον η υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης.
Το συνέδριο αποτελούσε μια μεγάλη καινοτομία όχι μόνο για τη Νέα Δημοκρατία, αλλά γενικά για την ελληνική πολιτική ζωή. Ηταν το πρώτο συνέδριο μη κομμουνιστικού ελληνικού κόμματος του οποίου οι συμμετέχοντες ήταν εκλεγμένοι από τα μέλη του κόμματος. Ανοιγε έτσι μια νέα εποχή για τη διεύρυνση της συμμετοχής της κομματικής βάσης σε διεργασίες που θα ασκούσαν καθοριστική επιρροή στη φυσιογνωμία, στην ιδεολογική συγκρότηση, στην εσωτερική διάρθρωση, αλλά και στην καθημερινή λειτουργία των κομμάτων. Συνοψίζοντας αυτές τις διαπιστώσεις, η «Καθημερινή» επισήμαινε την ανάγκη «αντικαταστάσεως των προσωποπαγών κομμάτων με κόμματα που θα έχουν άμεση και οργανική επαφή με το κοινωνικό σύνολο», έτσι ώστε να είναι σε θέση να βρουν, «σε συνεργασία μαζί του, τις καλύτερες δυνατές λύσεις στα κρίσιμα προβλήματα που θέτει η εθνική επιβίωση σαν ποιοτικό, και όχι μόνο ποσοτικό, μέγεθος». Στην ομιλία που εκφώνησε κατά την έναρξη των εργασιών του συνεδρίου, ο Καραμανλής αναφέρθηκε στην ιδιαίτερη σημασία του. Το συνέδριο, υποστήριξε, ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημοκρατική οργάνωση της Νέας Δημοκρατίας. Αυτού του είδους η οργάνωση, υπογράμμισε ο Καραμανλής, θεμελιωμένη πάνω στον απόλυτο σεβασμό της αρχής της πλειοψηφίας, αποτελούσε τη μοναδική εγγύηση για τη διατήρηση της συνοχής και την εξασφάλιση της μακροβιότητας του κόμματος, ανεξάρτητα από τις εναλλαγές των προσώπων στα ηγετικά κλιμάκιά του.

Παράλληλα, ο Καραμανλής προσδιόρισε τους άξονες της ιδεολογίας της Νέας Δημοκρατίας. Ο κυριότερος ήταν εκείνος που ο ιδρυτής του κόμματος περιέγραψε ως «ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό», τον οποίο τοποθετούσε «μεταξύ του παραδοσιακού φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού σοσιαλισμού»: από τη μια, προσήλωση στις αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς, από την άλλη, ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους για την άμβλυνση των ταξικών ανισοτήτων και την επιδίωξη του υψηλότερου δυνατού επιπέδου κοινωνικής δικαιοσύνης. «Αδέσμευτη από δογματισμούς και μεσσιανισμούς», εξηγούσε ο Καραμανλής, «η Νέα Δημοκρατία διατηρεί τη δυνατότητα να προσφεύγει στις προσφορότερες κάθε φορά λύσεις, ακόμη και στις πιο ριζοσπαστικές, που υπαγορεύονται από τα συμφέροντα του έθνους. Γι’ αυτό και δεν εντάσσεται στο ανεδαφικό και παραπλανητικό σχήμα Δεξιά – Κέντρο – Αριστερά». Οπως ήταν αναμενόμενο, οι εισηγήσεις του Καραμανλή έγιναν δεκτές από το συνέδριο. Το συνέδριο ενέκρινε το καταστατικό της Νέας Δημοκρατίας, εξέλιξη ιδιαίτερα σημαντική, καθώς πάνω σε αυτό θα εδράζονταν από εκεί και πέρα όλες οι κομματικές διαδικασίες. Ως βασικότερο όργανο αναγνωρίστηκε το ίδιο το Συνέδριο, το όποιο όφειλε να συγκαλείται κάθε δύο χρόνια. Το Συνέδριο θα είχε, μεταξύ άλλων, την αρμοδιότητα εκλογής των μελών της Διοικούσας Επιτροπής, η οποία θα αποτελούσε το ανώτατο συλλογικό διοικητικό όργανο του κόμματος. Αντιθέτως, η εκλογή του προέδρου του κόμματος επιφυλάχθηκε αποκλειστικά και μόνο για τα μέλη τής εκάστοτε Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Η Διοικούσα Επιτροπή θα είχε την εξουσία της εκλογής της Εκτελεστικής Επιτροπής, δηλαδή του ανώτατου συλλογικού εκτελεστικού οργάνου. Επικεφαλής της Διοικούσας Επιτροπής θα βρισκόταν ο γενικός διευθυντής της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος θα ήταν ο φυσικός προϊστάμενος όλων των διοικητικών υπηρεσιών της.

Το πρώτο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας-2
2.4.1977. Ο Καραμανλής μιλάει στο προσυνέδριο της Ν.Δ., το οποίο οργανώθηκε επίσης στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής.

Το πρώτο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας-3
Ο Καραμανλής στο προσυνέδριο της Χαλκιδικής. Το συνέδριο αποτελεί το κορυφαίο όργανο της Ν.Δ. και μέχρι σήμερα έχουν λάβει χώρα δεκατρία. Φωτ. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

Ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και συμβολικές αλλαγές

Στο πολιτικό περιβάλλον που είχε δημιουργηθεί μετά το 1974 ήταν προφανές ότι χρειάζονταν κομματικές στρατηγικές που θα ήταν προσαρμοσμένες στα νέα δεδομένα, τα οποία διέφεραν ριζικά από εκείνα που ίσχυαν στην προδικτατορική περίοδο. Η ανάγκη για ύπαρξη αποκεντρωμένων δομών διοίκησης αποτυπώθηκε στη δημιουργία επιμέρους οργανωτικών μονάδων σε επτά μείζονες περιφέρειες, οι οποίες κάλυπταν ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Αυτό το σχήμα εικαζόταν ότι θα  βοηθούσε στην αποτελεσματικότερη γεωγραφική εξακτίνωση του κόμματος και θα του επέτρεπε να συνδεθεί καλύτερα με τις τοπικές κοινωνίες. Οι μεταρρυθμίσεις που αποφασίστηκαν από το συνέδριο περιλάμβαναν και την επιλογή του εμβλήματος της Νέας Δημοκρατίας, αντί της φωτογραφίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή η οποία είχε χρησιμοποιηθεί στην προμετωπίδα των ψηφοδελτίων των προηγούμενων εκλογικών αναμετρήσεων. Το έμβλημα που προκρίθηκε αποτελούνταν από τα αρχικά γράμματα του κόμματος (Ν και Δ), τα οποία τοποθετούνταν εκατέρωθεν ενός χεριού που κρατούσε έναν αναμμένο πυρσό. Τη σημειολογία της επιλογής εξήγησε από το βήμα του συνεδρίου ο Κωστής Στεφανόπουλος: «Το χέρι απεικονίζει την αποφασιστικότητα του κόμματος και η φλόγα την ακτινοβολία της ιδεολογίας, η οποία φωτίζει την πορεία της Νέας Δημοκρατίας, χάριν, πάντοτε, του εθνικού συμφέροντος».

Το πρώτο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας-4

Η αλλαγή του εμβλήματος μπορούσε επίσης να ερμηνευθεί και ως ακόμη μια  προσπάθεια στο –κάθε άλλο παρά αμελητέο– επίπεδο των συμβολισμών να αμβλυνθεί ο αρχηγικός χαρακτήρας της Νέας Δημοκρατίας, η οποία παρέμενε άμεσα συνυφασμένη με το πρόσωπο του ιδρυτή της. Από την άλλη, το συνέδριο δημιούργησε το περιβάλλον μέσα στο οποίο εκδηλώθηκε η πρώτη οργανωμένη πρωτοβουλία εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Επρόκειτο για τη λεγόμενη Κίνηση της Βόλβης, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν κυρίως κομματικά στελέχη της νεότερης γενιάς. Με δημόσιες παρεμβάσεις τους κατήγγειλαν ότι το συνέδριο δεν αποτελούσε πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση του γνήσιου εκδημοκρατισμού του τρόπου λειτουργίας της Νέας Δημοκρατίας, αλλά ότι αντίθετα αντανακλούσε  τους κατεστημένους κομματικούς μηχανισμούς, οι οποίοι επιδίωκαν να χειραγωγήσουν τις αποφάσεις που θα λαμβάνονταν κατά τη διάρκεια των εργασιών του. Ακόμη και η Κίνηση της Βόλβης, πάντως, δεν αμφισβητούσε την πρωτοκαθεδρία του Καραμανλή. Απεναντίας, τα μέλη της επισήμαναν με έμφαση το μεγάλο κενό που θα προέκυπτε στη Νέα Δημοκρατία όταν κάποια στιγμή ο Καραμανλής αποφάσιζε να αποχωρήσει από την ηγεσία της. Εκείνο που ίσως δεν μπορούσαν να προβλέψουν ήταν ότι αυτή η αποχώρηση θα γινόταν ακριβώς έναν χρόνο αργότερα, όταν ο Καραμανλής εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τον Γεώργιο Ράλλη, που επικράτησε στη μάχη με τον Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, να τον διαδέχεται στην ηγεσία του κόμματος.
 
* Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Το βιβλίο του «1974: Μεταπολίτευση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

 

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή