Στην ιστορία των εθνών υπάρχουν ορισμένες κρίσιμες στιγμές που ορίζουν μια μεγάλης σημασίας εξέλιξη. Η Ελλάδα της δεκαετίας του 1970, η οποία έκανε το μεγάλο άλμα προς την πλήρη ένταξη στον ανεπτυγμένο κόσμο, έζησε περισσότερες από μία τέτοιες στιγμές. Η πρώτη ήταν η επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Αθήνα, το βράδυ της 23ης προς 24η Ιουλίου 1974, με την οποία ξεκινούσε η αποκατάσταση της δημοκρατίας και η οργάνωσή της σε εντελώς νέες βάσεις. Η δεύτερη ήταν το βράδυ της 28ης Μαΐου 1979, όταν υπεγράφη στο Ζάππειο η Συνθήκη Προσχωρήσεως της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, που επισημοποιούσε την ένταξη στο ευρωπαϊκό υποσύστημα της Δύσης. Οπως τόνιζε η «Καθημερινή» της 29ης Μαΐου, «Η χθεσινή ημέρα σημείωσε καμπή στην ιστορία του σύγχρονου ελληνισμού».
Το 1974 και το 1979 συν-δέονταν οργανικά. Ηταν σαφές –το είχε έντονα τονίσει και στις διεθνείς επαφές της η κυβέρνηση Καραμανλή– ότι η εδραίωση της δημοκρατίας, όσο και εάν αποτελούσε εσωτερική διαδικασία, δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί και να θωρακιστεί παρά μόνον με την ένταξη στην οικογένεια των μεγάλων ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Και αντίστοιχα, η ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ήταν αδιανόητη χωρίς την εδραίωση της δημοκρατίας στο εσωτερικό. Υπό αυτή την έννοια, οι δύο στιγμές –Μεταπολίτευση και προσχώρηση στις Κοινότητες–, με χρονική απόσταση μόλις πέντε ετών μεταξύ τους, εκπροσωπούσαν έναν πυκνό ιστορικό χρόνο που άλλαξε ριζικά το ιστορικό μονοπάτι της Ελλάδας.
Η εκπλήρωση ενός ονείρου αιώνων, του νέου Ελληνισμού
Οι μεταγενέστερες γενιές ίσως και να συνήθισαν να θεωρούν την ένταξη στην Ευρώπη περίπου δεδομένη, αλλά είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ήταν ένα γεγονός που εκπλήρωνε πολύ παλιές αναζητήσεις και αγώνες του έθνους – κυριολεκτικά, αναζητήσεις αιώνων. Η ένταξη στην «Ευρώπη» (αν και εκείνη ήταν πολύ διαφορετική τότε) είχε τεθεί ως βασικός στόχος του Ελληνισμού τουλάχιστον από την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, τον 18ο αιώνα. Η ίδια η διακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, από την Α΄ Εθνοσυνέλευση τον Ιανουάριο του 1822, τόνισε ότι η Ελληνική Επανάσταση είχε ως κύριο στόχο της την ένταξη στην Ευρώπη: «Από τοιαύτας αρχάς των φυσικών δικαίων ορμώμενοι και θέλοντες να εξομοιωθώμεν με τους λοιπούς συναδέλφους μας Ευρωπαίους χριστιανούς, εκινήσαμεν τον πόλεμον κατά των Τούρκων».
Η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού κράτους ήταν ο στόχος των διαδοχικών ηγεσιών της νεότερης Ελλάδας, από τον Καποδίστρια και τον Οθωνα στον Γεώργιο Α΄ (που ήθελε να συγκροτήσει ένα «πρότυπον βασίλειον εν τη Ανατολή»), στον Χαρίλαο Τρικούπη που προσπάθησε να εντάξει τη χώρα στη Βιομηχανική Επανάσταση, έως τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος το 1929-30 αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα τη γαλλική πρόταση για τη δημιουργία «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης». Αλλά η επίτευξη αυτού του στόχου ήταν δύσκολη υπόθεση, κυρίως λόγω της οικονομικής υπανάπτυξης της χώρας, η οποία συχνά χρεοκοπούσε ή αντιμετωπιζόταν από τις δυτικές δυνάμεις ως σφαίρα επιρροής παρά ως εταίρος. Αυτή η κατάρα της υπανάπτυξης εξορκίστηκε στην τριακονταετία από το 1950 έως το 1980. Μετά τη σταθεροποίηση της οικονομίας το 1952 ήρθε η είσοδος στην εποχή της ανάπτυξης το 1953 χάρη στη συνολική μεταρρύθμιση του Σπύρου Μαρκεζίνη. Ακολούθησε η εποχή της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, η οποία, κατά τη θαυμάσια έκφραση του μεγαλύτερου ιστορικού των νεότερων χρόνων, Ουίλιαμ Μακ Νιλ, επέφερε τη «μεταμόρφωση της Ελλάδας» μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και αποτέλεσε τη στέρεη βάση για την εδραίωση της δημοκρατίας και την ένταξη στην Ευρώπη. Εκείνη η οικονομική ανάπτυξη, βέβαια, σημειώθηκε σε μια χώρα που αντιμετώπιζε πολλαπλά βάρη –πέρα από τη φτώχεια της, τις συνέπειες δύο διχασμών–, αλλά άλλαξε τις παραμέτρους της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος, και δημιούργησε τις κοινωνικές προϋποθέσεις για τη συγκρότηση της εδραιωμένης δημοκρατίας και την πλήρη ένταξη στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1970.
Ηταν, πάντως, μοναδικό το φαινόμενο σε μια ευρωπαϊκή χώρα και οι τρεις αυτοί στόχοι –ανάπτυξη, δημοκρατία, Ευρώπη– να εκπληρωθούν από το ίδιο πολιτικό επιτελείο, αυτό του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το 1955-63 και το 1974-80. Στις 28 Μαΐου 1979 ήταν ο Καραμανλής που, ως οικοδεσπότης, υποδέχθηκε την ηγεσία των «εννέα» –πρώτος μεταξύ τους ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν– για να ολοκληρωθεί αυτή η μεγάλη πορεία.
Η ομιλία του Κων. Καραμανλή στην τελετή στο Ζάππειο
Η Συνθήκη υπεγράφη από τρεις Ελληνες ιθύνοντες, τον Καραμανλή, τον υπουργό Εξωτερικών Γεώργιο Ράλλη και τον υπουργό Ανευ Χαρτοφυλακίου αρμόδιο για θέματα ΕΟΚ, Γεώργιο Κοντογεώργη. Μαζί τους, όμως, είχαν αγωνιστεί για το αποτέλεσμα αυτό πολλοί ακόμη: για να αναφερθούν μόνον ορισμένοι, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, Πρόεδρος της Δημοκρατίας πλέον, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, ο Ξενοφών Ζολώτας, ο Ιωάννης Πεσμαζόγλου, αλλά και ο Παναγής Παπαληγούρας, ο μεγάλος απών εκείνων των ημερών που είχε λίγο πριν αποχωρήσει από την πολιτική χτυπημένος από την αρρώστια. Και μαζί τους πολλοί άλλοι, από θέσεις ευθύνης ή απλά στελέχη του κράτους και απλοί πολίτες, που είχαν στηρίξει την πολύπλευρη προσπάθεια εκείνων των δεκαετιών. Από την πλευρά των Κοινοτήτων, ο πρόεδρος της Επιτροπής Ρόι Τζένκινς και ηγέτες των κρατών-μελών, μεταξύ τους οι πρωθυπουργοί της Ιταλίας Τζούλιο Αντρεότι, του Βελγίου Βίλφιντ Μαρτένς, του Λουξεμβούργου Γκαστόν Τορν, ο αντικαγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ και οι υπουργοί Εξωτερικών των περισσότερων χωρών της Ενωσης. Εκείνο το βράδυ η καρδιά της Ευρώπης χτυπούσε στην Αθήνα.
Μετά την υπογραφή, ο Καραμανλής εκφώνησε μία από τις πιο βαρυσήμαντες ομιλίες του. Ηταν ενδεικτικό το καλωσόρισμά του στους Ευρωπαίους ηγέτες «για την παρουσία σας στη χώρα μου, που γίνεται από σήμερα και δική σας χώρα». Επισήμανε την ιστορική αποστολή της Ενωσης: «Ο απομονωτισμός, τα δασμολογικά τείχη και η ανέφικτη αυτάρκεια είναι ιστορικά ξεπερασμένα στάδια οικονομικής και πολιτικής δράσεως και αποτελούν παθητική αντιμετώπιση των γεγονότων […] Η αντιμετώπιση των δυσχερειών δεν θα επιτευχθεί με τον ανταγωνιστικό απομονωτισμό, αλλά αντίθετα με την επιτάχυνση των διαδικασιών της ενοποιήσεως». Μίλησε για την «ταύτιση των πεπρωμένων» της Ελλάδας και της Ευρώπης, και απέδωσε τιμή στους «απώτερους και εγγύτερους σκαπανείς της ευρωπαϊκής ιδέας». Η μνεία των «πατέρων της Ευρώπης», οι οποίοι δεν ζούσαν πλέον (ο Ζαν Μονέ είχε πεθάνει πριν από λίγους μήνες), έδινε έμφαση στο ιστορικό βάθος της προσπάθειας που ολοκληρωνόταν, τόσο από την πλευρά της Ευρώπης όσο και από την πλευρά της Ελλάδας. Αναφέρθηκε στη δομική σχέση του ελληνικού πολιτισμού με την Ευρώπη και υπογράμμισε ότι και η χώρα του φιλοδοξούσε να συμβάλει στην ενοποίηση. Τόνισε επιπλέον ότι «στα πλαίσια της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης εμπεδώνεται για όλα τα μέρη η εθνική ανεξαρτησία, κατοχυρώνονται οι δημοκρατικές ελευθερίες, επιταχύνεται η οικονομική ανάπτυξη και γίνεται με τη συνεργασία όλων κοινός καρπός η κοινωνική και οικονομική πρόοδος». Δεν εκπλήσσει, βέβαια, το ότι δεν παρέλειψε να κάνει και μια προσωπική αναφορά στη συγκίνηση που ο ίδιος αισθανόταν για το μεγάλο γεγονός. Είχε άλλωστε τόσο πολύ αγωνιστεί γι’ αυτό, σε αντίξοες συνθήκες.
Η διαδικασία που ξεκίνησε την 28η Μαΐου 1979 δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί
Στο δείπνο που παρέθεσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά την υπογραφή της Συνθήκης ο Καραμανλής αναφέρθηκε στις αντιρρήσεις που είχε αντιμετωπίσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 όταν επιδίωξε τη Σύνδεση με την ΕΟΚ, ειδικά στις αμφιβολίες που είχαν διατυπωθεί για την ικανότητα της χώρας να μετάσχει. Τότε ήταν που είπε μια φράση που έμελλε επίσης να μείνει στη μνήμη: «Τους είπα τότε ότι θα τους ρίξω στη θάλασσα, με τη βεβαιότητα ότι για να μην πνιγούν, θα μάθουν να κολυμπούν». Και τόνισε στους ξένους καλεσμένους του την περηφάνια του Νέου Ελληνισμού: «Πάντως, μπορώ να σας βεβαιώσω ότι, για να έχουμε την κατανόησή σας, δεν θα επικαλούμεθα τον αρχαίο πολιτισμό μας. Γιατί δεν θέλουμε να σας φέρομε στην ανάγκη να μας πείτε αυτό που είπε ο Καίσαρας πριν 2.000 χρόνια στους Αθηναίους: “Ως πότε η δόξα των προγόνων σας θα καλύπτει τα σφάλματα τα δικά σας;”».
Σε απάντηση, ο Ζισκάρ στην αντιφώνησή του είπε, στα ελληνικά, μια άλλη περίφημη φράση: «Είμαστε όλοι, στη γλώσσα μας και στους μηχανισμούς της σκέψεώς μας, παιδιά του ελληνικού πολιτισμού. Η Ευρώπη ξαναβρίσκει την Ελλάδα». Αξίζει πάντως να αναρωτηθούμε εάν ως λαός εκπληρώσαμε πλήρως αυτή την υπόσχεση, καθώς και τη «δέσμευση» του Καραμανλή, στην ομιλία του μετά την υπογραφή, ότι η Ελλάδα αντιλαμβανόταν πως οι προσπάθειές της έπρεπε να συνεχιστούν και θα «επιχειρήσουμε τις διαρθρωτικές μεταβολές και τους θεσμικούς εκσυγχρονισμούς που θα διευκολύνουν την πορεία μας».
Οι μεγάλες εξελίξεις δεν είναι, τελικά, μόνον στιγμές που περνούν. Είναι κομβικά σημεία στη διάρκεια μεγάλων διαδικασιών. Το 1974, η άφιξη του Καραμανλή δεν αρκούσε: απαιτείτο να έχει συνέχεια στο πεδίο της πολιτικής πράξης και δημιουργίας. Το ίδιο συνέβη και με την ένταξη στις Κοινότητες. Δεν ήταν το τέλος, αλλά μια νέα αρχή που απαιτούσε νέες προσπάθειες. Ας παραδεχθούμε ότι οι επιδόσεις μας μετά το 1979-81 δεν ήταν κακές, αλλά δεν ήταν και οι καλύτερες. Είχαμε ελλείμματα στην ευρωπαϊκή μας προσαρμογή, όπως φάνηκε και κατά την οικονομική και κοινωνική κρίση της δεκαετίας του 2010. Από αυτή την άποψη, η διαδικασία που ξεκίνησε το βράδυ της 28ης Μαΐου 1979 δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Είναι η ευθύνη της δικής μας γενιάς, του 2022, να το επιτύχουμε αυτό.
* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, γενικός γραμματέας
του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.