Κρίστοφερ Μίλερ στην «Κ»: Ο ακήρυκτος πόλεμος των μικροτσίπ

Κρίστοφερ Μίλερ στην «Κ»: Ο ακήρυκτος πόλεμος των μικροτσίπ

Πώς εξελίσσεται η κούρσα που απειλεί να «σβήσει» τον κόσμο

9' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Παγκόσμια οικονομική αναταραχή άνευ προηγουμένου θα προκληθεί εάν η Κίνα επιτεθεί στην Ταϊβάν και διακοπεί η παραγωγή ημιαγωγών στο νησί, σύμφωνα με τον Κρίστοφερ Μίλερ. Ο Μίλερ, επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Ιστορίας στη Σχολή Διπλωματίας Fletcher, είναι συγγραφέας του βιβλίου «Chip War: The Fight for the World’s Most Critical Technology» (Simon & Schuster, 2022), μια ιστορική αναδρομή στο πώς οι ημιαγωγοί άλλαξαν τον κόσμο αλλά και ανάλυση του ρόλου τους στον τεχνολογικό και στρατιωτικό ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας σήμερα. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κ» μίλησε για τη σημασία των μικροτσίπ στην οικονομία και στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς, για τις φιλοδοξίες της Κίνας για μεγαλύτερη αυτάρκεια, για την επαμφοτερίζουσα στάση της Ευρώπης και άλλα πολλά.

Η Ταϊβάν παράγει το 37% των μικροτσίπ στην παγκόσμια αγορά – και τη συντριπτική πλειονότητα (άνω του 90%) των πιο προηγμένων ημιαγωγών. «Αν γινόταν πόλεμος, η παραγωγή θα σταματούσε αμέσως», εξηγεί ο Μίλερ. «Για να λειτουργήσουν οι εγκαταστάσεις απαιτούνται τεράστιες εισαγωγές ενέργειας, υλικών αλλά και μηχανολογικού εξοπλισμού. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας μάθαμε ότι δεν είναι μόνο τα smartphones και οι προσωπικοί υπολογιστές που βασίζονται στα μικροτσίπ· είναι κάθε συσκευή με διακόπτη on/off: αυτοκίνητα, αεροπλάνα, πλυντήρια, φούρνοι μικροκυμάτων. Το σοκ για την παγκόσμια οικονομία θα ήταν τρομακτικό – το μεγαλύτερο για την παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή από την εποχή της Μεγάλης Υφεσης (τη δεκαετία του 1930)». Για κάποια χρόνια μετά, μάλιστα, τονίζει ο Μίλερ, η «πρόκληση θα ήταν η επιστροφή σε μη έξυπνες εκδοχές προϊόντων» (αυτοκινήτων, πλυντηρίων), τα οποία δεν θα είναι εξοπλισμένα με μικροτσίπ.

Οι οικονομικές συνέπειες μιας ανάφλεξης στην Ταϊβάν «θα ήταν εξαιρετικά επιβλαβείς και για την κινεζική οικονομία», αναφέρει ο Αμερικανός αναλυτής. «Στον βαθμό που θεωρούμε ότι η κινεζική ηγεσία λαμβάνει αποφάσεις κυρίως με βάση οικονομικά κριτήρια, αυτή η αλληλεξάρτηση θα μπορούσε να αποτελέσει μια εγγύηση ειρήνης. Θα έπρεπε όμως να το πιστεύουμε αυτό; Δεν είμαι σίγουρος. Οι ηγέτες της Κίνας γνωρίζουν ότι η κοινωνική σταθερότητα στη χώρα εξαρτάται από την οικονομική ανάπτυξη και την εύρεση θέσεων εργασίας για τα εκατομμύρια των εργαζομένων που εισρέουν κάθε χρόνο από την ύπαιθρο στις πόλεις. Από την άλλη, αν εστιάσει κανείς στη ρητορική του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά και στα στρατιωτικά συστήματα που έχει αποκτήσει η Κίνα, φαίνεται ότι πλέον η μακροχρόνια δέσμευση για την προσάρτηση της Ταϊβάν συνδυάζεται με πραγματικές δυνατότητες υλοποίησής της».

Είναι άφθονα τα ιστορικά παραδείγματα χωρών που έχουν εμπλακεί σε πολέμους με οικονομικά ολέθριες συνέπειες, παρατηρεί, «γιατί έδωσαν προτεραιότητες σε πολιτικές ή εθνικιστικές επιταγές έναντι του οικονομικού τους συμφέροντος». Το πιο πρόσφατο είναι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, σημειώνει.

Επιπλέον, «μπορεί υπό μια πιο αφηρημένη έννοια οι Ηνωμένες Πολιτείες να παραμένουν η πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Αλλά εάν ξεσπάσει κρίση στην Ταϊβάν, η γεωγραφία έχει σημασία. Τα άλματα προόδου που έχει πετύχει η Κίνα, συνεπώς, ενδέχεται να της δώσουν το πλεονέκτημα».

Κρίστοφερ Μίλερ στην «Κ»: Ο ακήρυκτος πόλεμος των μικροτσίπ-1
Ο Κρίστοφερ Μίλερ επισημαίνει τους κινδύνους από την πολιτική του Πεκίνου τόσο απέναντι στην Ταϊβάν όσο και στην απόκτηση τεχνογνωσίας σχετικά με τα μικροτσίπ.

«Πελάτης και ανταγωνιστής»

«Οι αμερικανικές –και όχι μόνον– εταιρείες του κλάδου των ημιαγωγών έχουν επιδείξει εφησυχασμό σχετικά με την Κίνα», παρατηρεί ο Μίλερ. «Το πρόβλημα, όπως το έθεσε αξιομνημόνευτα ο διευθύνων σύμβουλος μιας τέτοιας εταιρείας, είναι ότι η Κίνα είναι ταυτόχρονα ο μεγαλύτερος πελάτης και ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής τους. Οι αποφάσεις που πήραν να επενδύσουν εκεί μπορεί όλες ατομικά να δικαιολογούνται με βάση την επιχειρηματική λογική. Το συλλογικό αποτέλεσμα, όμως, ήταν να αποκτήσει η Κίνα σημαντική τεχνογνωσία και πρόσβαση σε πνευματική ιδιοκτησία, που μακροπρόθεσμα υποσκάπτει τη θέση των δυτικών εταιρειών».

Η Κίνα έχει ενισχύσει τη θέση στη διεθνή αγορά των ημιαγωγών σε σχέση με πριν από μία δεκαετία, αναφέρει ο Αμερικανός καθηγητής. «Είναι ένας τεράστιος καταναλωτής, αλλά ένας μεσαίου μεγέθους παραγωγός ημιαγωγών. Ειδικά στα τσιπ μνήμης, έχουν κάνει πολύ μεγάλα βήματα προσέγγισης με τις χώρες που παράγουν προϊόντα αιχμής. Σε άλλα πεδία, ωστόσο, παραμένει αρκετά πίσω – για παράδειγμα, δεν έχουν καθόλου παρουσία στην αγορά των πιο προηγμένων τσιπ. Η πρόοδός της, σε σχέση με τα κονδύλια που έχει δαπανήσει, δεν είναι εντυπωσιακή», λέει, χαρακτηρίζοντας το κινεζικό κράτος «μέτριο επενδυτή».

Αν γινόταν πόλεμος, η παραγωγή ημιαγωγών θα σταματούσε αμέσως. Το σοκ για την παγκόσμια οικονομία θα ήταν τρομακτικό – το μεγαλύτερο από την εποχή της Μεγάλης Υφεσης.

Ωστόσο, το κινεζικό καθεστώς «ενδιαφέρεται λιγότερο για την κερδοφορία των επενδύσεών του και περισσότερο για την αύξηση του μεριδίου αγοράς της Κίνας και τις επιταγές ασφαλείας (που συνδέονται με την προμήθεια ημιαγωγών)». Τα τελευταία δέκα χρόνια, υπογραμμίζει, «η ικανότητα της Κίνας να ασκεί πίεση και να επιβάλλει πολιτικές σε ξένες εταιρείες έχει αυξηθεί σημαντικά. Εχουμε δει, για παράδειγμα, πολλές περιπτώσεις όπου η κινεζική κυβέρνηση απαιτεί τη μεταβίβαση τεχνολογίας ως όρο για να επιτρέψει σε μια εταιρεία να έχει πρόσβαση στην κινεζική αγορά».

Παράλληλα, η αντιμεταναστευτική στροφή των Ρεπουμπλικανών και η αδυναμία πολιτικής συνεννόησης στην Ουάσιγκτον τείνουν να υπονομεύουν τα πάγια πλεονεκτήματα της χώρας ως πόλου έλξης για όσους δημιουργούν την τεχνολογία του αύριο. Οι ΗΠΑ «παραμένουν ο πιο ελκυστικός προορισμός για ερευνητές στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης», λέει ο Μίλερ. Παραδέχεται, πάντως, ότι υπάρχουν πολιτικά εμπόδια στη θέσπιση σωστών πολιτικών προσέλκυσης των καλύτερων μυαλών στην τεχνητή νοημοσύνη και σε άλλα πεδία αιχμής.

«Και τα δύο κόμματα υποστηρίζουν μέτρα για την αύξηση του αριθμού των μεταναστών υψηλής εξειδίκευσης που έρχονται στις ΗΠΑ. Οι Δημοκρατικοί, όμως, επιμένουν να θέτουν ως όρο να υπάρξει ταυτόχρονα ένα πρόγραμμα αμνηστίας για τους παράνομους μετανάστες που βρίσκονται ήδη στη χώρα – και οι Ρεπουμπλικανοί δεν το δέχονται αυτό».

Οι περιορισμοί

Σχετικά με τους περιορισμούς στις εξαγωγές μικροτσίπ και εργαλείων παρασκευής τους στην Κίνα, σημειώνει ότι «έχει υπάρξει σοβαρή δραστηριότητα τα τελευταία χρόνια, στις ΗΠΑ, στην Ολλανδία, στην Ιαπωνία – και με διαφορετικούς τρόπους στη Ν. Κορέα και στην Ταϊβάν». Πριν από την περίοδο αυτή, λέει, οι «έλεγχοι στις εξαγωγές ήταν υπερβολικά χαλαροί και δεν υπήρχε καθόλου επιβολή».

Στο εσωτερικό της Ε.Ε., όπως σχολιάζει, επικρατεί διχογνωμία: «Εχει πολλή δουλειά να κάνει ως θεσμός» στο θέμα αυτό. Η Ολλανδία, που είναι «ο πιο σημαντικός ευρωπαϊκός παίκτης» στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα των ημιαγωγών, «έχει σφίξει τους δικούς της ελέγχους σοβαρά. Πριν από δύο μήνες ανακοίνωσαν νέους περιορισμούς στις εξαγωγές προηγμένου εξοπλισμού παρασκευής μικροτσίπ στην Κίνα».

Πώς βλέπει την κινητοποίηση της Κομισιόν επί θητείας Φον ντερ Λάιεν για αύξηση του ευρωπαϊκού μεριδίου αγοράς στην παγκόσμια βιομηχανία των ημιαγωγών; «Υπάρχουν πολύ διαφορετικές απόψεις σε επίπεδο κρατών-μελών σχετικά με το ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες στον τομέα των ημιαγωγών. Οι βασικοί παίκτες –οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Ιταλοί και οι Ολλανδοί– δείχνουν να προωθούν μέτρα που δεν συνδέονται με τους ποσοτικούς στόχους που έθεσε η Κομισιόν (σ.σ.: αύξηση του μεριδίου αγοράς στην παραγωγή μικροτσίπ από 10% σε 20% έως το 2030), αλλά που στηρίζουν τη δική τους βιομηχανική παραγωγή».

«Τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχουν αυτοκινητοβιομηχανίες που πιέζουν ώστε να συγκεντρωθεί όλη η παραγωγή των ημιαγωγών που χρειάζονται στη χώρα ή στις χώρες όπου κατασκευάζουν τα αυτοκίνητά τους», σημειώνει ο Μίλερ. «Αυτό, βέβαια, δεν λύνει το υποκείμενο πρόβλημα. Οι ελλείψεις που προέκυψαν το 2021 δεν θα λύνονταν εάν είχε μεταφερθεί η παραγωγή ημιαγωγών στις ΗΠΑ ή στην Ευρώπη. Το πρόβλημα ήταν παγκόσμιο. Η απόπειρα επαναφοράς της παραγωγής (σ.σ.: reshoring στα αγγλικά), εάν επιχειρηθεί σε υπερβολικό βαθμό, απλά θα μειώσει την αποτελεσματικότητα της διεθνούς εφοδιαστικής αλυσίδας».

«Δεν ανησυχώ για την ασφάλεια εφοδιασμού από την Ιαπωνία, την Ευρώπη, την Κορέα ή τη Σιγκαπούρη», συνεχίζει ο καθηγητής της Σχολής Fletcher. «Δεν θα έπρεπε να προσπαθούμε να επαναφέρουμε την παραγωγή από αυτές τις χώρες. Αυτό που έχει νόημα είναι η μείωση της έκθεσης στα Στενά της Ταϊβάν, σε μια συγκυρία όπου η ικανότητα αποτροπής μας έναντι της Κίνας έχει μειωθεί». Υπό αυτό το πρίσμα, τονίζει, πρέπει να γίνει κατανοητή η επένδυση 40 δισ. δολαρίων της TSMC, του ταϊβανέζικου κολοσσού παραγωγής μικροτσίπ, σε νέες εγκαταστάσεις παραγωγής στην Αριζόνα των ΗΠΑ.

Το μέτωπο της Δύσης και ο στραγγαλισμός της Huawei

Πόσο ενωμένες είναι η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ στη διαχείριση των τεχνολογιών του μέλλοντος και στην αποτροπή της κυριαρχίας αυταρχικών κρατών σε νευραλγικούς τομείς; Σε τι βαθμό έχει καταφέρει το Πεκίνο να εκμεταλλευθεί τις ρωγμές στις θέσεις των δύο πλευρών;

«Από τη μία, έχω εκπλαγεί –μαζί με πολλούς άλλους αναλυτές– από την έκταση του πεδίου συμφωνίας μεταξύ της Ε.Ε., των ΗΠΑ, αλλά και της Ιαπωνίας, της Κορέας, της Αυστραλίας και άλλων, τόσο σχετικά με τον ρόλο της Κίνας όσο και για το τι πρέπει να γίνει σχετικά με αυτό. Αυτό θα φανεί και στο G7. Οι πολιτικές που θα υιοθετηθούν θα ήταν αδιανόητες πριν από πέντε χρόνια, ειδικά στην Ευρώπη (σ.σ.: στη Χιροσίμα την περασμένη Κυριακή οι ηγέτες της συμμαχίας των «7» καταδίκασαν τις πολιτικές «οικονομικού εξαναγκασμού» του Πεκίνου και δεσμεύθηκαν σε πολιτικές παράκαμψης της Κίνας στην εφοδιαστική αλυσίδα κρίσιμων ορυκτών αλλά και ημιαγωγών)».

Ο Μίλερ αναγνωρίζει ότι «υπάρχει μεγάλος όγκος θεμάτων όπου οι σύμμαχοι διαφωνούν», κάνοντας ειδική μνεία ξανά στην Ευρώπη και στις διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των κρατών-μελών, αλλά και στο εσωτερικό τους. «Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα αυτή τη στιγμή για το πώς θα εξελιχθεί η πολιτική της Ευρώπης απέναντι στην Κίνα».

Οι κυρώσεις στη Ρωσία

Στην ευρεία κινητοποίηση της δυτικής συμμαχίας κατά της Ρωσίας μετά την εισβολή στην Ουκρανία, ένα πεδίο στο οποίο έχουν εστιάσει οι κυρώσεις είναι οι εξαγωγές ημιαγωγών. Πόσο επιτυχημένη έχει υπάρξει η πολιτική αυτή; Πόσο έχει περιορίσει την αποτελεσματικότητα της ρωσικής πολεμικής μηχανής;

«Οπως και στα αυτοκίνητα, ο στρατιωτικός εξοπλισμός περιλαμβάνει ένα μικρό αριθμό προηγμένων ημιαγωγών και έναν μεγάλο αριθμό απλών μικροτσίπ που ελέγχουν πιο βασικές λειτουργίες. Αυτό που έχουμε δει από ρωσικά όπλα που έχουν πέσει στα χέρια των Ουκρανών είναι ότι είναι γεμάτα με τσιπ από την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Ταϊβάν, τα οποία η ρωσική κυβέρνηση τα έχει προμηθευτεί παρανόμως. Πολλά από αυτά είναι εξαιρετικά διαδεδομένα, υπάρχουν στις περισσότερες χώρες, υπάρχουν μέσα σε πλυντήρια και smartphones. Αρα είναι πολύ δύσκολο να περιορίσουμε την πρόσβαση των Ρώσων σε αυτά τα τσιπ. Αλλά υπάρχουν και πιο εξειδικευμένα τσιπ – π.χ. αισθητήρες που ελέγχουν συστήματα ραντάρ, που τους παράγουν λίγες εταιρείες. Σε αυτήν την κατηγορία υπάρχει μεγαλύτερη δυνατότητα να κοπεί η πρόσβαση των Ρώσων».

«Η Ιστορία δείχνει ότι πάντα, από την εποχή του τηλέγραφου, μια χώρα, όταν έχει πρόσβαση σε προηγμένες τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, τις χρησιμοποιεί για στρατιωτικούς σκοπούς και στις μυστικές υπηρεσίες. Αυτό ήταν που έκανε τις Ηνωμένες Πολιτείες τόσο νευρικές και τις οδήγησε στην απόφαση να περιορίσουν την ανάπτυξη της Huawei», απαντά ο Μίλερ σε σχετική ερώτηση της «Κ».

Θα μπορούσε η παρέμβαση να ήταν πιο στοχευμένη, θωρακίζοντας τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της από πιθανή κατασκοπεία μέσω των υποδομών της Huawei αλλά χωρίς να γονατίσουν την εταιρεία – η οποία είναι μια καινοτόμος, διεθνώς ανταγωνιστική επιχείρηση, όχι απλώς ένα όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος;

«Δεν θεωρώ ότι η εταιρεία έχει γονατίσει. Εχει αποκλειστεί σε μεγάλο βαθμό από την Ευρώπη και από τους συμμάχους των ΗΠΑ στην Απω Ανατολή και δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να προμηθεύεται ορισμένα είδη προηγμένου εξοπλισμού από τη Δύση. Εξακολουθεί, όμως, να πουλάει τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική, στη νοτιοανατολική Ασία, έχοντας αντικαταστήσει τις δυτικές εισαγωγές με άλλες, χαμηλότερης ποιότητας. Αρα θα έλεγα ότι η προσέγγιση των ΗΠΑ ήταν σε κάποιο βαθμό στοχευμένη – υπάρχουν μάλιστα Αμερικανοί αξιωματούχοι που θεωρούν ότι έπρεπε να είναι πιο επιθετική».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή