Αρθρο του Μ. Καραγιάννη στην «Κ»: Το πολιτισμικό χάσμα και τα ελληνοτουρκικά

Αρθρο του Μ. Καραγιάννη στην «Κ»: Το πολιτισμικό χάσμα και τα ελληνοτουρκικά

Από όποια πλευρά και να το δει κανείς, η νίκη του Ταγίπ Ερντογάν είναι μια καλή είδηση για την ελληνική πλευρά.

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από όποια πλευρά και να το δει κανείς, η νίκη του Ταγίπ Ερντογάν είναι μια καλή είδηση για την ελληνική πλευρά. Τυχόν επικράτηση της αντιπολίτευσης θα άλλαζε άρδην το κλίμα στις τουρκοαμερικανικές και τουρκοευρωπαϊκές σχέσεις, όχι απαραίτητα προς όφελος της Αθήνας.

Ο Ερντογάν διαθέτει το πολιτικό κεφάλαιο να ξεκινήσει μια διαδικασία εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Κανείς δεν θα βρεθεί στη χώρα του να τον κατηγορήσει για υποχωρητικότητα ή ενδοτισμό. Αν, παρ’ ελπίδα, η Αγκυρα επιστρέψει στη στρατηγική της ελεγχόμενης στρατιωτικής έντασης, τότε η Αθήνα θα νομιμοποιείται να κάνει ό,τι χρειάζεται για την ανάσχεση του τουρκικού αναθεωρητισμού.

Σημασία έχει να προβούμε σε μια ιεράρχηση των εθνικών στόχων έναντι της γειτονικής χώρας. Πέρα από τον σεβασμό των υφιστάμενων συνόρων και τον τερματισμό των απειλών, τι πραγματικά θέλουμε από την Τουρκία; Πώς αντιμετωπίζεται μια χώρα 85 εκατομμυρίων που έχει μια από τις είκοσι μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο και διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις που επιχειρούν σε διαφορετικές περιοχές; Μια χώρα που έχει την αυτοπεποίθηση περιφερειακής δύναμης και ενστερνίζεται ένα επεκτατικό όραμα, που τη φέρνει αντιμέτωπη με την Ελλάδα.

Μια κυρίαρχη σχολή σκέψης υποστηρίζει ότι η Τουρκία πρέπει να παραμείνει κοντά στη Δύση, ώστε να υπάρχει περιθώριο άσκησης πίεσης στην Αγκυρα. Παρόλο που στη βάση της υπάρχει μια λογική υπόθεση εργασίας («η Τουρκία εκτός Δύσης θα είναι περισσότερο επικίνδυνη»), τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών καταδεικνύουν το μέλλον που έρχεται. Αρκεί να προσέξει κανείς τη νέα σύνθεση της τουρκικής μεγάλης εθνοσυνέλευσης: ο ισλαμοεθνικιστικός κυβερνητικός συνασπισμός (ΑΚΡ, ΜΗΡ και μικρότερα κόμματα) πήρε 336 έδρες, το εθνικιστικό Καλό Κόμμα της Μεράλ Ακσενέρ 43, το ισλαμιστικό κόμμα του Αχμέτ Νταβούτογλου 10, όπως και το επίσης ισλαμιστικό Κόμμα της Ευδαιμονίας. Συνολικά οι ισλαμιστικές και υπερεθνικιστικές δυνάμεις ελέγχουν σχεδόν 400 από τις 600 έδρες.

Η Τουρκία εξελίσσεται σε μια περισσότερο συντηρητική, θρησκευόμενη, εθνικιστική, ομοφοβική και ξενοφοβική κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο ότι η τουρκική ηγεσία συνεχώς μέμφεται «την αποικιοκρατία και την υποκρισία της Δύσης». Η λανθασμένη εκτίμηση αρκετών δυτικών ΜΜΕ περί νίκης του αλεβίτη πολιτικού Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου είναι ενδεικτική της έλλειψης κατανόησης που υπάρχει για την τουρκική κοινωνία. Αναλυτές και δημοσιολογούντες πίστεψαν ότι ο Ερντογάν θα έχανε τις εκλογές επειδή η πολιτική έπεται της οικονομίας. Αυτός ο δυτικοκεντρικός τρόπος σκέψης παραβλέπει τα ζητήματα ταυτότητας, που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη σημερινή Τουρκία.

Οσο η χώρα μας ενισχύει τις αποτρεπτικές της δυνατότητες και οικοδομεί ισχυρές συμμαχίες, τόσο πιο δύσκολο θα είναι για την Αγκυρα να προωθήσει τα σχέδιά της στην περιοχή.

Μια άλλη σχολή σκέψης, κάπως δυσάρεστη και απαισιόδοξη, αποδέχεται ότι η ∆ύση είναι πολύ δύσκολο να παρέμβει στις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό της Τουρκίας. Αν μπορούσε, θα το είχε κάνει ήδη. Η επανεκλογή του Ερντογάν εδραιώνει ένα καθεστώς που αποστρέφεται την κεμαλική εκκοσμίκευση και επιδιώκει την επιστροφή σε ένα ένδοξο παρελθόν. ∆εν πρόκειται απλά για εργαλειοποίηση της θρησκείας και της παράδοσης, αλλά για κάτι βαθύτερο. Το καθεστώς Ερντογάν στηρίζεται απροκάλυπτα σε μια συγκεκριμένη κοινότητα πολιτών που μοιράζεται κοινές αξίες και πεποιθήσεις. Αυτοί είναι οι ευσεβείς σουνίτες μουσουλμάνοι, που είχαν περιθωριοποιηθεί από το κεμαλικό καθεστώς. Ο φιλοερντογανικός ισλαμιστής στοχαστής Hayreddin Karaman έχει υποστηρίξει ότι «οι αξίες της πλειοψηφίας θα πρέπει να αποτελούν τη βάση της νομοθεσίας, με τις μειοψηφίες να απέχουν από τη χρήση ορισμένων από τις ελευθερίες τους». Με αυτή την Τουρκία θα έχουμε να κάνουμε από εδώ και πέρα. Πρακτικά σημαίνει ότι το πολιτισμικό χάσμα μεταξύ ∆ύσης και Τουρκίας θα μεγαλώνει συνεχώς.

Εντούτοις, η σύγκρουση ανάμεσα στην Ελλάδα και τη νέα Τουρκία δεν συνιστά νομοτελειακή εξέλιξη. Οσο η χώρα μας ενισχύει τις αποτρεπτικές της δυνατότητες και οικοδομεί ισχυρές συμμαχίες, τόσο πιο δύσκολο θα είναι για την Αγκυρα να προωθήσει τα σχέδιά της στην περιοχή. Δεν θα γίνουμε ξαφνικά φίλοι, ποτέ δεν ήμασταν πραγματικά.

Ωστόσο, εύλογα αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει διέξοδος από αυτή την κατάσταση. Η απάντηση είναι και ναι και όχι. Υπάρχουν διαφορές που δεν επιλύονται, επειδή ακουμπούν τον σκληρό πυρήνα της ελληνικής κυριαρχίας. Επομένως, εκεί η στάση μας πρέπει να είναι ξεκάθαρη και αταλάντευτη. Το άτυπο μορατόριουμ επισκέψεων σε ακριτικά νησιά δεν βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση.

Η Αθήνα οφείλει να επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά στο ζήτημα της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Βεβαίως με βάση το διεθνές δίκαιο, αλλά και με ειλικρινή διάθεση για συμβιβασμό. Αυτό το ενδεχόμενο πρέπει να αποδραματοποιηθεί στον δημόσιο διάλογο, αφού το ίδιο έπραξε η Αθήνα στην περίπτωση της Αιγύπτου. Να δώσουμε, λοιπόν, μια ευκαιρία στην Τουρκία να μας αποδείξει ότι μπορεί να γίνει ένας καλύτερος γείτονας. Μέχρι εκεί όμως και τίποτα περισσότερο.

Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader στη Διεθνή Ασφάλεια στο King’s College London. Το νέο του βιβλίο «Αποτροπή και Αμυνα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή