Ενα μεσημέρι Παρασκευής, λίγο πριν από τα περυσινά Χριστούγεννα, ο επικεφαλής της νομικής ομάδας της Google, Κεντ Ουόκερ, κάλεσε τέσσερις υφισταμένους του και κατέστρεψε έτσι το Σαββατοκύριακό τους.
Η ομάδα εργαζόταν στο κτίριο SL1001, ένα κτίσμα με γαλάζια γυάλινη πρόσοψη, που δεν πρόδιδε ότι στεγάζει δεκάδες δικηγόρους, υπαλλήλους μίας εκ των ισχυροτέρων εταιρειών στον πλανήτη. Ολοι αυτοί εργάζονταν για εβδομάδες, προετοιμάζοντας συνάντηση ανώτατων στελεχών, που θα συζητούσαν την ασφάλεια των προϊόντων της Google. Εκείνο το απόγευμα, ο Ουόκερ ενημέρωσε την ομάδα του ότι η ατζέντα της σύσκεψης είχε αλλάξει και ότι θα έπρεπε να περάσουν τις επόμενες ημέρες ετοιμάζοντας καινούργια σλάιντς και γραφήματα.
Στην πραγματικότητα, αυτό που είχε αλλάξει ήταν η ίδια η πολιτική της εταιρείας, και όλα αυτά σε διάστημα μόλις εννέα ημερών. Ο επικεφαλής της Google, Σουντάρ Πιτσάι, είχε αποφασίσει να προετοιμάσει και να παρουσιάσει σειρά προϊόντων βασισμένων στην τεχνητή νοημοσύνη. Ο Πιτσάι στράφηκε στον Ουόκερ, τον νομικό σύμβουλο στον οποίο η εταιρεία είχε αναθέσει την υπεράσπισή της σε μεγάλη υπόθεση ενώπιον της ομοσπονδιακής δικαιοσύνης για τη σύσταση καρτέλ, καλώντας τον να εγκαταλείψει την παραδοσιακή του καχυποψία και να πείσει την ομάδα ανώτατων στελεχών της Google, γνωστή ως Συμβούλιο Επιθεώρησης Προηγμένης Τεχνολογίας, να ακολουθήσει τις εντολές του.
Επρόκειτο για διάταγμα και τα διατάγματα δεν αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο στην Google. Η εταιρεία αντιμετώπιζε, όμως, πραγματική κρίση και το επιχειρηματικό της μοντέλο έμοιαζε να απειλείται.
Την κινητοποίηση του Πιτσάι και της υπόλοιπης Σίλικον Βάλεϊ είχε προκαλέσει η εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT, η οποία είχε κυκλοφορήσει στις 30 Νοεμβρίου 2022 από τη μικρή εταιρεία OpenAI. Η εφαρμογή κέντρισε αμέσως την περιέργεια εκατομμυρίων ανθρώπων, που πίστευαν μέχρι τότε ότι η τεχνητή νοημοσύνη ήταν αποκύημα της επιστημονικής φαντασίας, έως ότου αρχίσουν να παίζουν με τις δυνατότητες του ChatGPT.
Στα αρχηγεία της Google, ο Πιτσάι άρχισε και αυτός να παίζει με το ChatGPT. Οι ικανότητές του, όμως, δεν τον εντυπωσίασαν. Η Google σχεδίαζε τη δική της τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης και για τον λόγο αυτό ο Πιτσάι εστίασε στα μειονεκτήματα του ChatGPT, όπως η ροπή της εφαρμογής στη μεροληψία. Αυτό που τον εξέπληξε περισσότερο ήταν ότι η OpenAI είχε αποφασίσει να δώσει στην κυκλοφορία την εφαρμογή της και ότι οι καταναλωτές την υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Αν η OpenAI μπορούσε να το κάνει, γιατί όχι και η Google;
«Εφηβικές» ανησυχίες
Στην εφηβεία της τεχνητής νοημοσύνης, στον ένα χρόνο δηλαδή στη διάρκεια του οποίου η νέα τεχνολογία μεταπήδησε από το εργαστήριο στο σαλόνι, πολλοί εξέφρασαν ανησυχίες για την ικανότητα των μποτς να συνθέτουν ελκυστικά email για τραπεζικές απάτες, να διασπείρουν παραπληροφόρηση ή για μαθητές που θα δημιουργούσαν με αυτά αψεγάδιαστες εργασίες. Οι Κασσάνδρες μιλούσαν ακόμη και για το τέλος της ανθρωπότητας εξαιτίας της ανεξέλεγκτης τεχνητής νοημοσύνης.
Για τα αφεντικά της Σίλικον Βάλεϊ, η απόφαση της μετατροπής της τεχνητής νοημοσύνης σε προσοδοφόρο δραστηριότητα εμφανίσθηκε ως αναγκαιότητα. Για να κερδίσουν, όμως, σε αυτό το παιχνίδι, χρειάζονταν ένα προϊόν.
Το πρωινό της Δευτέρας 12 Δεκεμβρίου, η ομάδα των νομικών πραγματοποίησε τη νέα της παρουσίαση. Οι περισσότεροι παριστάμενοι συνδέθηκαν μέσω βίντεο. Ο Ουόκερ ξεκίνησε τη σύσκεψη ανακοινώνοντας ότι η Google προχωρούσε με το σχέδιο ανάπτυξης μποτ συζήτησης και της χρήσης τεχνητής νοημοσύνης στο υπολογιστικό νέφος της εταιρείας, τη μηχανή αναζήτησης και άλλα προϊόντα της. «Γιατί ανησυχείτε; Συνταχθείτε πίσω από τη στρατηγική μας», είπε ο Ουόκερ, σύμφωνα με την υπεύθυνη καινοτομίας, Τζεν Τζενάι.
Ο Ουόκερ εξήγησε ότι η νέα τεχνολογία θα συνοδευόταν από προστατευτικά μέτρα, αλλά η έγκρισή της θα γινόταν με επείγουσες διαδικασίες. Αυτή ήταν η προσέγγιση της «πράσινης λωρίδας», είπε ο Ουόκερ. Οι κίνδυνοι απεικονίζονταν με χρωματικούς κωδικούς. Το μπλε σήμαινε κινδύνους, όπου «η επέμβαση θα ήταν απαραίτητη». Κίνδυνοι οι οποίοι χαρακτηρίζονταν «ελεγχόμενοι με ελάχιστη παρέμβαση» χρωματίσθηκαν με πορτοκαλί.
Σε γράφημα, με τίτλο «Μίσος και τοξικότητα», το σχέδιο καλούσε σε «περιορισμό των στερεοτύπων, της τοξικότητας και της ρητορικής μίσους στο παραγόμενο αποτέλεσμα». Ενα κεφάλαιο ρωτούσε: «Τι μας λείπει προκειμένου να επισπεύσουμε την έγκριση;».
Ολα τα στελέχη δεν συμφώνησαν με το σχέδιο. «Οι απαιτήσεις μου είναι υψηλότερες από ό,τι συνήθως. Ολα αυτά πρέπει να εξετασθούν προσεκτικά», είπε στέλεχος του υπολογιστικού νέφους, σύμφωνα με όσα θυμάται η κ. Τζενάι.
Τελικά, τα στελέχη έφθασαν σε συμβιβασμό. Η κυκλοφορία των νέων προϊόντων θα καθυστερούσε, ενώ η νέα τεχνολογία δεν θα απεκαλείτο «προϊόν». Για την Google, η υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης θα ήταν ένα πείραμα, το οποίο δεν ήταν ανάγκη να είναι τέλειο.
«Τώρα η ταχύτητα είναι τώρα σημαντικότερη από ποτέ. Θα ήταν ολέθριο σφάλμα να ανησυχούμε για πράγματα που μπορούν να διορθωθούν αργότερα», έγραψε σε επιστολή του προς τους εργαζομένους της Microsoft ο Σαν Σκιλάτσι, ανώτατο στέλεχος της εταιρείας.
Οσα εκτυλίχθηκαν στην Google επαναλήφθηκαν σε άλλες εταιρείες τεχνολογίας αιχμής, μετά την κυκλοφορία του ChatGTP στα τέλη του 2022. Ολες οι εταιρείες πειραματίζονταν με την τεχνητή νοημοσύνη και συγκεκριμένα με τα συστήματα AI που αναγνωρίζουν ήχους, παράγουν εικόνες και συζητούν σαν άνθρωποι. Την τεχνολογία αυτή επινόησε ο πανεπιστημιακός Τζέφρι Χίντον, ο οποίος είχε εργασθεί στη Microsoft και βρισκόταν πια στην Google. Οι εταιρείες είχαν καθυστερήσει, όμως, εξαιτίας φόβων για δυσλειτουργία ή αυτονόμηση των chatbots και το οικονομικό και νομικό χάος που αυτό θα σήμαινε.
Η τομή
Μετά την κυκλοφορία του ChatGPT, τίποτε από όλα αυτά δεν είχε πια νόημα. Το πρώτο «ένστικτο» του χώρου τέθηκε σε λειτουργία, κάνοντας τις εταιρείες να επιθυμούν να είναι οι πρώτες, οι μεγαλύτερες ή οι πλουσιότερες –ιδανικά και τα τρία μαζί– παρασύροντας τους επικεφαλής της Σίλικον Βάλεϊ και τους υφισταμένους τους.
Μέσα σε δώδεκα μήνες, η Σίλικον Βάλεϊ υπέστη μεταμόρφωση. Η τεχνητή νοημοσύνη μετατράπηκε σε αγαθό, με χρηστική αξία για ιδιώτες και επιχειρήσεις. Οι ανησυχίες για την ασφάλεια και για το ενδεχόμενο οι μηχανές να στραφούν κατά των δημιουργών τους παραμερίσθηκαν, έστω και προσωρινά.
Στη Meta, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ, ο οποίος είχε διακηρύξει κάποτε ότι ο ψηφιακός εικονικός κόσμος του metaverse ήταν το μέλλον, αναδιοργάνωσε τμήματα της εταιρείας προκειμένου να εντάξει την τεχνητή νοημοσύνη στα σχέδιά του.
Ο Ιλον Μασκ, ο δισεκατομμυριούχος συνιδρυτής της OpenAI, που εγκατέλειψε την εταιρεία θυμωμένος με τους συνεταίρους του, δεσμεύθηκε να δημιουργήσει τη δική του εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης, την οποία ονόμασε X.AI.
Ο Σατία Ναντέλα, επικεφαλής της Microsoft, είχε επενδύσει στην τεχνητή νοημοσύνη πριν από τρία χρόνια, ενώ επιτάχυνε τα σχέδια ένταξης της νέας τεχνολογίας στα προϊόντα της εταιρείας. «Η ταχύτητα είναι τώρα σημαντικότερη από ποτέ. Θα ήταν ολέθριο σφάλμα να ανησυχούμε τώρα για πράγματα που μπορούν να διορθωθούν αργότερα», έγραψε σε επιστολή του προς τους εργαζομένους ο Σαν Σκιλάτσι, ανώτατο στέλεχος της Microsoft.
Η εταιρεία του Ζούκερμπεργκ είχε εγκαινιάσει το δικό της chatbot, μήνες πριν από την OpenAI. Το BlanderBot, όμως, αποδείχθηκε δεινή αποτυχία. Η εφαρμογή, που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2022, ήταν σχεδιασμένη για να συζητάει με τους χρήστες. Οι απαντήσεις της σε ερωτήματα έδιναν, όμως, ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Σύμφωνα με το μποτ της Meta, ο Τραμπ ήταν ακόμη πρόεδρος και ο Μπάιντεν είχε χάσει τις εκλογές του 2020. Ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ ήταν «τρομακτικός», σύμφωνα με το BlenderBot.
Δύο εβδομάδες πριν από την κυκλοφορία του ChatGPT, η Meta παρουσίασε την εφαρμογή Galactica. Σχεδιασμένη για επιστημονική έρευνα, η εφαρμογή ήταν ικανή να γράφει σε δευτερόλεπτα ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις ή να λύνει μαθηματικά προβλήματα. Κάποιος ζήτησε από την Galactica να γράψει ερευνητική εργασία για την ιστορία των αρκούδων στο Διάστημα, πράγμα που η εφαρμογή έκανε αμέσως. Τρεις ημέρες αργότερα, η Galactica έπαυε να λειτουργεί.
Το μυαλό του Ζούκερμπεργκ βρισκόταν, όμως, αλλού. Είχε περάσει έναν ολόκληρο χρόνο αλλάζοντας τη στρατηγική της εταιρείας προς όφελος του ψηφιακού κόσμου του metaverse, δίνοντας έμφαση στην εικονική και ενισχυμένη πραγματικότητα. Το ChatGPT κατάφερε, όμως, να του αποσπάσει την προσοχή. Ο επικεφαλής της ομάδας τεχνητής νοημοσύνης της Meta, Γιαν ΛεΚούν, ταξίδεψε στο Σαν Φρανσίσκο από τη Νέα Υόρκη για σύσκεψη ρουτίνας στα αρχηγεία της εταιρείας. Ο ΛεΚούν ήταν και καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, πέρα από στέλεχος της Meta. Μόλις είχε τιμηθεί με βραβείο Τούρινγκ, το Νομπέλ της πληροφορικής, για το έργο του.
«Ξεχάστε το Facebook»
Στη σύσκεψη αυτή, ο ΛεΚούν προειδοποίησε τον Ζούκερμπεργκ λέγοντας ότι η Meta θα έπρεπε να προωθήσει τη δημιουργία βοηθού τεχνητής νοημοσύνης, ο οποίος θα μπορεί να χειρίζεται το Διαδίκτυο για λογαριασμό του χρήστη. Ιστοσελίδες, όπως του Facebook και του Instagram, θα εξαφανίζονταν. Η τεχνητή νοημοσύνη ήταν το μέλλον, είπε ο Γάλλος πανεπιστημιακός.
Ο Ζούκερμπεργκ δεν είπε τίποτα, αλλά άκουγε προσεκτικά. Η τεχνητή νοημοσύνη λειτουργεί στο παρασκήνιο σε πολλές εφαρμογές της Meta. Ο Ζούκερμπεργκ ήθελε, όμως, να δείξει στον κόσμο ότι αναγνωρίζει την ισχύ της τεχνολογίας αυτής. Ο ΛεΚούν υποστήριζε ανέκαθεν ότι ο κώδικας του μποτ της εταιρείας έπρεπε να είναι προσβάσιμος σε όλους, προσελκύοντας έτσι αμέτρητους ερευνητές και δημιουργούς στην τεχνολογία της εταιρείας του Ζούκερμπεργκ. Αυτό θα επέτρεπε στην εταιρεία να καλύψει τη διαφορά από τους ανταγωνιστές της και θα βοηθούσε στην ταχύτερη εξέλιξη του λογισμικού. Θα άφηνε, όμως, τον κάθε ένα να παρεμβαίνει στην τεχνολογία, με απρόβλεπτα κίνητρα και συνέπειες.
Στο δείπνο εκείνο το βράδυ, ο Ζούκερμπεργκ πλησίασε τον ΛεΚούν και του είπε: «Σκέφτομαι όσα είπατε και πιστεύω ότι έχετε δίκιο». Στο Παρίσι, ο ΛεΚούν είχε αναπτύξει chatbot με τεχνητή νοημοσύνη, το οποίο σχεδίαζε να προσφέρει χωρίς χρηματικό αντίτιμο στους χρήστες. Η εφαρμογή ονομάσθηκε Genesis. Οταν, όμως, η ομάδα του ΛεΚούν ζήτησε άδεια κυκλοφορίας της εφαρμογής, η νομική υπηρεσία της Meta εξέφρασε αντιρρήσεις.
Η νομική ομάδα εξεπλάγη. Πώς ήταν δυνατόν όλοι να ξέχασαν τα δύσκολα επτά τελευταία χρόνια του Facebook; Υπενθύμισαν στον Ζούκερμπεργκ τον σάλο που είχε προκληθεί γύρω από τη διασπορά ρητορικής μίσους και παραπληροφόρησης στις πλατφόρμες της Meta και τα προβλήματα που αυτό είχε δημιουργήσει στην εικόνα της πλατφόρμας στο Κογκρέσο και τα ΜΜΕ μετά τις εκλογές του 2016.
Η Τζένιφερ Νιούστεντ, νομική σύμβουλος της Meta, είπε στον Ζούκερμπεργκ ότι ο ανοικτός κώδικας των εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να βάλει πάλι την εταιρεία στο στόχαστρο των ρυθμιστικών αρχών. Ο Ζάκερμπεργκ αποφάσισε να συνεχίσει με το σχέδιο του ΛεΚούν, προσφέροντας την εφαρμογή σε ανοικτό λογισμικό.
Λίγες ημέρες αργότερα, ο Ζούκερμπεργκ έλαβε επιστολή από δύο γερουσιαστές, οι οποίοι απαιτούσαν απαντήσεις από τη Meta. Η επιστολή χαρακτήριζε την προσέγγιση του Ζούκερμπεργκ παρακινδυνευμένη, συγκρίνοντάς την με την «υπεύθυνη» στάση της OpenAI, που απέκρυψε τον κώδικα από τους χρήστες.
Η διελκυστίνδα των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας για την επινόηση της πιο αξιόπιστης εφαρμογής τεχνητής νοημοσύνης οδηγεί νομοτελειακά στην υιοθέτηση της καινοτομίας αυτής και στην εξάπλωσή της σε κάθε καταναλωτή, παρά τους κινδύνους που εμπεριέχει.