Το 2016, προτού πάρει ανάσα από την κρίση του ευρώ, την εκτόξευση ριζοσπαστικών αριστερών δυνάμεων στον ευρωπαϊκό Νότο και την ελληνική περιπέτεια, η Ευρωπαϊκή Ενωση μπήκε σε υπαρξιακή κρίση με το δίδυμο σοκ του Brexit και της εκλογής Τραμπ. Ωστόσο η επικράτηση του Εμανουέλ Μακρόν στις προεδρικές εκλογές της επόμενης χρονιάς επιβεβαίωσε ότι το πολιτικό Κέντρο, παρά την έντονη πίεση που υφίσταται από τις αντισυστημικές δυνάμεις, αντέχει στα μητροπολιτικά κέντρα της ηπειρωτικής Ευρώπης. Είτε με την κεντροδεξιά Αγκελα Μέρκελ είτε με τον σοσιαλδημοκράτη Ολαφ Σολτς στη γερμανική καγκελαρία, ο γαλλογερμανικός κινητήρας συνέχισε να δίνει τον τόνο της κανονικότητας στην πορεία της Ενωσης.
Η εποχή αυτή φαίνεται να οδεύει προς το τέλος της. Τη στιγμή που η Ευρώπη αντιμετωπίζει μείζονες προκλήσεις, με τον πόλεμο στην Ουκρανία σε κρίσιμη καμπή και το ενδεχόμενο επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ πάντα πιθανό, οι δύο ισχυρότερες χώρες της Ενωσης περιδινούνται σε επικίνδυνες πολιτικές κρίσεις. Η Γαλλία χρειάστηκε δύο μήνες ύστερα από τις βουλευτικές εκλογές που προκάλεσε ο Εμανουέλ Μακρόν, στο πιο ολέθριο σφάλμα της πολιτικής διαδρομής του, για να αναδείξει κυβέρνηση αμφίβολης βιωσιμότητας. Στη Γερμανία, ο εύθραυστος τρικομματικός συνασπισμός που κυβερνά τη χώρα δοκιμάζεται από επικίνδυνους τρανταγμούς ύστερα από την καταβαράθρωσή του στις εκλογές της περασμένης Κυριακής στα ανατολικά κρατίδια της Σαξονίας και της Θουριγγίας. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Αυτά που συνέβησαν στη Γαλλία ύστερα από τη λήξη της ολυμπιακής, πολιτικής εκεχειρίας υπερβαίνουν τη φαντασία οποιουδήποτε σεναριογράφου. Ο Εμανουέλ Μακρόν αρνήθηκε να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στη Λουσί Καστέ, παρότι προτεινόταν από το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP) της Αριστεράς, που αναδείχθηκε πρώτη δύναμη στη νέα Εθνοσυνέλευση. Το επιχείρημά του ήταν ότι μια κυβέρνηση Καστέ θα καταψηφιζόταν αυτόματα από το Κοινοβούλιο, μια και το NFP δεν διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία. Προφάσεις εν αμαρτίαις. Μήπως και η δική του παράταξη δεν κυβερνούσε από το 2022 τη Γαλλία χωρίς απόλυτη πλειοψηφία, χάρη στο γεγονός ότι η Ανυπότακτη Γαλλία (FI) του Ζαν-Λικ Μελανσόν και οι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς (Σοσιαλιστές, Πράσινοι, Κομμουνιστές) δεν διανοούνταν να συμπράξουν με την Ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν για να ρίξουν την κυβέρνηση; Επομένως, ο Γάλλος πρόεδρος εννοούσε ότι, σε αντίθεση με την Αριστερά, η παράταξή του θα ήταν έτοιμη να συμπράξει με τη Λεπέν προκειμένου να μην αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας το NFP.
Η συνέχεια υπήρξε τραγελαφική. Την περασμένη Κυριακή, ο Μακρόν έριξε στο τραπέζι την πρόταση για μια κυβέρνηση υπό τον σοσιαλιστή Μπερνάρ Καζνέβ, πρώην πρωθυπουργό επί προεδρίας Φρανσουά Ολάντ, σε μια προσπάθεια διάσπασης του αριστερού συνασπισμού. Ωστόσο, ούτε καν η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος δεν υποστήριξε αυτή τη λύση. Τη Δευτέρα, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας πρότεινε τον παγκοσμίως άγνωστο Τιερί Μποντέ, επικεφαλής ενός μηχανισμού παραγωγής βαρετών εισηγήσεων που κανείς δεν διαβάζει, ονόματι «Συμβούλιο Οικονομικών, Κοινωνικών και Περιβαλλοντικών Υποθέσεων». Και αυτή η προσπάθεια για κυβέρνηση υποτακτικών τεχνοκρατών έπεσε στο κενό. Την Τρίτη, ο μεγάλος ταχυδακτυλουργός έβγαλε από το καπέλο το κουνέλι που ακούει στο όνομα Ξαβιέ Μπερτράν και υπήρξε υπουργός επί Νικολά Σαρκοζί. Ούτε αυτή η προσπάθεια διεμβολισμού της Κεντροδεξιάς απέδωσε τίποτα, με αποτέλεσμα να μας προκύψει τελικά, την Πέμπτη, η ανάθεση της εντολής σχηματισμού κυβέρνησης στον Μισέλ Μπαρνιέ, υπουργό σε σειρά δεξιών κυβερνήσεων και εκπρόσωπο της Ε.Ε. στις διαπραγματεύσεις για το Brexit.
Τη στιγμή που η Ε.Ε. αντιμετωπίζει μείζονες προκλήσεις και με το ενδεχόμενο επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ πάντα πιθανό, το πολιτικό τοπίο σε Παρίσι και Βερολίνο είναι ομιχλώδες.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ο Εμανουέλ Μακρόν έχει καταφέρει να γελοιοποιήσει τη διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης και να αναγορεύσει την ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν σε διαιτητή του πολιτικού παιχνιδιού, όπως εύλογα του καταλόγιζε την Πέμπτη η εφημερίδα Le Monde. Η νέα κυβέρνηση του Μπαρνιέ προβλέπεται ασταθής, ανά πάσα στιγμή στο έλεος της Μαρίν Λεπέν, με ισχυρή πιθανότητα να καταρρεύσει στην πρώτη σοβαρή δοκιμασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κεντροδεξιός πρώην πρωθυπουργός του Μακρόν και νυν δήμαρχος Χάβρης, Εντουάρ Φιλίπ, ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα ότι θα είναι υποψήφιος στις επόμενες προεδρικές εκλογές «όποτε κι αν γίνουν», προεξοφλώντας ότι ο πρόεδρος της χώρας θα αναγκαστεί να παραιτηθεί προτού λήξει η θητεία του το 2027 και ότι είναι πιθανό να πάμε σε πρόωρες εκλογές την προσεχή άνοιξη.
Πολιτική θύελλα
Στη Γερμανία, το πολιτικό Κέντρο εμφανιζόταν μέχρι πρόσφατα ανθεκτικότερο στις πιέσεις της εθνικιστικής Δεξιάς και της αντισυστημικής Αριστεράς από ό,τι συνέβαινε στη Γαλλία. Ωστόσο, οι εκλογές της περασμένης Κυριακής έστειλαν εκκωφαντικά πολιτικά μηνύματα. Για πρώτη φορά η ακροδεξιά AfD αναδείχθηκε πρώτη δύναμη σε ένα γερμανικό κρατίδιο, εκείνο της Θουριγγίας, όπου το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα μπήκε για πρώτη φορά σε τοπική κυβέρνηση, το 1929. Κι αυτό ενώ ο επικεφαλής του στη Θουριγγία, Μπγερν Χέκε, δικάστηκε δύο φορές γιατί κραύγαζε σε δημόσιες συγκεντρώσεις του το σύνθημα των ταγμάτων εφόδου του Χίτλερ «Ολα για τη Γερμανία». Ενας άλλος προβεβλημένος αστέρας της AfD, ο Γεργκ Πρόφετ, εκλέχθηκε βουλευτής στην Ερφούρτη παρότι στις προεκλογικές συγκεντρώσεις πλαισιωνόταν από νεοναζί σωματοφύλακες και έλεγε ότι αισθάνεται ντροπή που υπάρχει στο κέντρο του Βερολίνου μνημείο του Ολοκαυτώματος και όχι μνημείο για τους Γερμανούς που σκοτώθηκαν από τους σαρωτικούς βομβαρδισμούς των Συμμάχων.
Δεύτερος μεγάλος κερδισμένος των εκλογών σε Σαξονία και Θουριγγία ήταν το νεοπαγές (ιδρύθηκε μόλις τον περασμένο Ιανουάριο) κόμμα της Ζάρα Βάγκενκνεχτ, BSW. Προερχόμενη από την κομμουνιστική τάση του αριστερού κόμματος Die Linke, η Βάγκενκνεχτ έλαβε το 15,8% στη Θουριγγία και το 11,8% στη Σαξονία με ένα ιδιόμορφο κράμα σοσιαλιστικών θέσεων στην οικονομία, εναντίωσης στο ΝΑΤΟ και συντηρητικών τοποθετήσεων στα ζητήματα της μετανάστευσης και της ασφάλειας.
Για τον κυβερνώντα συνασπισμό Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων – Φιλελευθέρων, τα εκλογικά αποτελέσματα υπήρξαν πραγματική πανωλεθρία. Το άθροισμα των τριών εταίρων έφτασε μόλις το 15,3% στη Σαξονία και καταποντίστηκε στο 10,3% στη Θουριγγία. Αυτό που μπορεί να περιμένει κανείς είναι ότι οι ήδη σοβαρές και διαρκείς διαμάχες στο εσωτερικό της κυβέρνησης θα φτάσουν σε σημείο παροξυσμού, καθώς καθένας από τους τρεις θα ετοιμάζεται για μια μάχη πολιτικής επιβίωσης στις εκλογές που, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα γίνουν σε ένα χρόνο από τώρα. Αρκετοί αναλυτές, ωστόσο, στοιχηματίζουν ότι ο Σολτς δεν θα αντέξει και θα υποχρεωθεί να πάει σε πρόωρες εκλογές αρκετά νωρίτερα. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις φέρνουν στην πρώτη θέση την Κεντροδεξιά (CDU – CSU) με 31%-32%, στη δεύτερη την AfD με 18%-19% και στην τρίτη το σοσιαλδημοκρατικό SPD με μόλις 15%. Μάχη για την τέταρτη θέση φαίνεται να δίνουν οι Πράσινοι και το κόμμα της Βάγκενκνεχτ, με ποσοστά κοντά στο 10%.
Μια εικόνα προοδευτικής συμπίεσης του Κέντρου και ανόδου των αντισυστημικών δυνάμεων στις δύο άκρες του πολιτικού φάσματος, που δεν προοιωνίζεται σταθερές κυβερνήσεις και προβλέψιμη τροχιά για την ισχυρότερη οικονομική δύναμη της Ενωσης.
Οικονομικά ναρκοπέδια και διλήμματα για την Ουκρανία
Στις 17 Αυγούστου, η γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung έκανε μια σημαντική αποκάλυψη βγάζοντας στη φόρα επιστολή του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ προς την υπουργό Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ (Πράσινοι) και τον υπουργό Αμυνας Μπόρις Πιστόριους σχετικά με τη βοήθεια προς την Ουκρανία. Κέρβερος της δημοσιονομικής πειθαρχίας, σε στυλ Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο ηγέτης των Ελευθέρων Δημοκρατών τούς ξεκαθάριζε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω χρηματοδότηση του ουκρανικού στρατού από τον κρατικό προϋπολογισμό και ότι, αν επιμένουν για πρόσθετη βοήθεια, θα πρέπει να εξασφαλίσουν από αλλού την κάλυψη των εξόδων.
Μία ημέρα νωρίτερα, οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι είχαν συμφωνήσει στο επίμαχο θέμα του κρατικού προϋπολογισμού ύστερα από μακρά περίοδο διαπάλης, που τους στοίχισε πολιτικά στα μάτια των ψηφοφόρων. Τα διλήμματα είναι δύσκολα, καθώς η Γερμανία, μέχρι πρότινος οικονομική ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ανάπτυξης, χωλαίνει χωρίς ορατή προοπτική ανάκαμψης στο εγγύς μέλλον. Το 2023 η οικονομία της συρρικνώθηκε κατά 0,3% και για το 2024 οι προβλέψεις μιλούν για γλίσχρα ανάπτυξη της τάξεως του 0,1%. Ο φιλελεύθερος τσάρος της οικονομίας απορρίπτει μετά βδελυγμίας σκέψεις των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων για ενδεχόμενη αναθεώρηση του αυτόματου «φρένου χρέους» που έχει ενσωματωθεί στο γερμανικό Σύνταγμα και πιέζει για σημαντικές περικοπές προκειμένου να τηρηθούν απαρεγκλίτως οι όροι του Συμφώνου Σταθερότητας.
Ακόμη πιο δύσκολη είναι η δημοσιονομική κατάσταση της Γαλλίας, όπου το χρέος έχει εκτοξευθεί στα 3 τρισ. ευρώ (πάνω από 110%) και το έλλειμμα έκλεισε την περασμένη χρονιά στο 5,5% με τάση περαιτέρω ανόδου. Ηδη ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας και ο απερχόμενος υπουργός Οικονομικών Μπρινό Λε Μερ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, ζητώντας από τους συναδέλφους του επείγουσες περικοπές δαπανών, της τάξεως των 30 δισ. ευρώ. Η άμμος στην κλεψύδρα εξαντλείται, καθώς η Γαλλία έχει περιθώριο λιγότερο των τριών εβδομάδων για να στείλει στην Ε.Ε. προτάσεις περικοπών για τον εξορθολογισμό των δημοσίων οικονομικών. Σε αυτό το φόντο, η νέα κυβέρνηση Μπαρνιέ είναι υποχρεωμένη να χαράξει πορεία σε ένα οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό ναρκοπέδιο.
Η Ουκρανία κινδυνεύει να αποτελέσει μια από τις παράπλευρες απώλειες της οικονομικής δυσπραγίας εκατέρωθεν του Ρήνου. Στη Γερμανία, η ακροδεξιά AfD και το αριστερής προέλευσης κόμμα της Ζάρα Βάγκενκνεχτ, μαζί με την Die Linke, που συγκλίνουν στη θέση για τερματισμό της βοήθειας στην Ουκρανία, συγκέντρωσαν στα δύο κρατίδια μεταξύ 50% και 60% των ψήφων. Ανάλογη είναι η κατάσταση στη Γαλλία, όπου η εναντίωση στην πολιτική του ΝΑΤΟ στο Ουκρανικό και στη συνέχιση της στρατιωτικής βοήθειας στο Κίεβο αποτελούν το μοναδικό σημείο σύγκλισης ανάμεσα στις παρατάξεις της Λεπέν και του Μελανσόν.