Στις ΗΠΑ, οι γιατροί συστήνουν τακτικά προσυμπτωματικό έλεγχο για τον καρκίνο του προστάτη σε άτομα ηλικίας 50 έως 69 ετών. Ωστόσο υπάρχουν πλέον δεδομένα που υποδηλώνουν ότι ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να ξεκινάει δέκα χρόνια νωρίτερα στους άνδρες της μαύρης φυλής, καθώς ο κίνδυνος εκδήλωσης της νόσου και θανάτου είναι υψηλότερος σε αυτή την πληθυσμιακή ομάδα. Ο εμβολιασμός για τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) έχει φανεί ότι δεν είναι εργαλείο πρόληψης του καρκίνου για όλες τις γυναίκες. Και αυτό διότι η συχνότητα ορισμένων στελεχών HPV υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, τα οποία δεν καλύπτονται από τα τρέχοντα εμβόλια, ποικίλλει ανάλογα με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της κάθε γυναίκας. Αυτά είναι μερικά παραδείγματα που δείχνουν πως μία καλή ανάγνωση του «προφίλ» του ατόμου από τον γιατρό αλλά και η αναγνώριση των γενετικών, μοριακών και περιβαλλοντικών παραγόντων κινδύνου για ανάπτυξη καρκίνου θα μπορεί στο άμεσο μέλλον να οδηγήσει στην εξατομικευμένη πρόληψη (μοριακή πρόληψη) του καρκίνου που μαζί με την ιατρική ακριβείας και την εξατομικευμένη θεραπεία ασθενών που έχει ξεκινήσει να εφαρμόζεται, θα αλλάξει τα δεδομένα στην αντιμετώπιση της νόσου.
Οπως αναφέρουν οι γιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (παθολόγος, καθηγήτρια Θεραπευτικής – Επιδημιολογίας – Προληπτικής Ιατρικής), δρ Μαρία Καπαρέλου (παθολόγος – ογκολόγος) και Θάνος Δημόπουλος (καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας και διευθυντής της κλινικής), «η πρόληψη του καρκίνου και η έγκαιρη ανίχνευση μέσω του προσυμπτωματικού ελέγχου δεν είναι απλώς επιθυμητές ατομικές επιλογές, αλλά απαραίτητες ενέργειες για όλο το κοινωνικό σύνολο». Σε άρθρο τους με αφορμή την ενθάρρυνση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ESMO) στους ογκολόγους να παρακολουθούν τα νέα δεδομένα στην πρόληψη, οι γιατροί σημειώνουν ότι η παγκόσμια επίπτωση του καρκίνου προβλέπεται να αυξηθεί φτάνοντας σε πάνω από 35 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις το 2050, ως αποτέλεσμα τόσο της γήρανσης και της αύξησης του πληθυσμού, όσο και των αλλαγών στην έκθεση των ανθρώπων σε παράγοντες κινδύνου. Η δε προσπάθεια αναχαίτισης αυτής της αύξησης είναι θέμα προστασίας των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης και πρόσβασης των ασθενών σε φροντίδα υψηλής ποιότητας.
«Το κάπνισμα, το αλκοόλ και η παχυσαρκία που είναι βασικοί παράγοντες του τρόπου ζωής, καθώς και η ατμοσφαιρική ρύπανση, αποτελούν σημαντικό περιβαλλοντικό μοχλό ανάπτυξης καρκίνου. Αν και δεν μπορούν να αποφευχθούν όλοι οι καρκίνοι, χάρη στις καινοτόμες τεχνολογίες που αναδύονται αυτή τη στιγμή, οι περισσότεροι θα μπορούσαν να διαγνωστούν νωρίτερα στο μέλλον», αναφέρουν οι γιατροί. Φέρνουν ως παράδειγμα το αιματολογικό τεστ ανίχνευσης καρκίνου, τεστ βιοδεικτών με τη χρήση δειγμάτων αίματος ή σάλιου και την τεχνητή νοημοσύνη στην ιατρική απεικόνιση, που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη δευτερογενή πρόληψη για τη μείωση της θνησιμότητας από καρκίνο.
Οπως επισημαίνουν, «η κατανόησή μας για τις κυτταρικές διεργασίες που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του καρκίνου σημειώνει μεγάλη πρόοδο και τα διαφορετικά μοριακά προφίλ καθοδηγούν τώρα τις θεραπευτικές επιλογές μας. Σε επόμενο στάδιο, οι μηχανισμοί της καρκινογένεσης που προκαλούνται από διάφορους περιβαλλοντικούς ή γενετικούς παράγοντες θα μπορούν να μας οδηγήσουν σε πιο εξατομικευμένες μορφές πρόληψης (μοριακή πρόληψη). Η δυνατότητα ενσωμάτωσης μοριακών γνώσεων και προφίλ διαστρωμάτωσης κινδύνου για να επιτραπεί ένας ακριβέστερος προσδιορισμός των ατόμων σε κίνδυνο, σε συνδυασμό με την τεχνολογική καινοτομία στον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου, δημιουργεί επί του παρόντος υψηλές προσδοκίες για πιο αποτελεσματικές και οικονομικά αποδοτικές στρατηγικές πρόληψης».