Ποια είναι η αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος στο Βρανδεμβούργο;
Δυστυχώς, μετά τις ευρωεκλογές τον Ιούνιο και τις εκλογές στα κρατίδια της Θουριγγίας και της Σαξονίας πριν από τρεις εβδομάδες, οι μεγάλοι νικητές στο Βρανδεμβούργο –παρά την πύρρειο νίκη των Σοσιαλδημοκρατών (SPD)– είναι ξανά η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και το κόμμα της Σάρα Βάγκενκνεχτ (BSW). Μετά το νέο εκλογικό σοκ ακολουθεί ο πραγματικός τρόμος: η αντίδραση του κυβερνητικού συνασπισμού, του «Φωτεινού σηματοδότη» στο Βερολίνο, που απαρτίζεται από τους Πράσινους, τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP) και το SPD του Ολαφ Σολτς. Ενώ η ηγεσία του SPD θέλει αμέσως να εξηγήσει με μεγαλύτερη σαφήνεια την πολιτική της, οι Πράσινοι αρκούνται στις οικολογικές αλλαγές και τη συνέχιση της πολιτικής τους, σε συνδυασμό με κατηγορίες εις βάρος όσων ψηφοφόρων ψήφισαν φασιστικά κόμματα. Αντιθέτως το FDP τάσσεται υπέρ της «επίλυσης των προβλημάτων». Ποια προβλήματα εννοούν και ποιες λύσεις, παραμένει ασαφές. Αυτή η στάση δεν πρόκειται να βοηθήσει στην ενίσχυση του δημοκρατικού Κέντρου στα ανατολικά κρατίδια. Το αντίστροφο μάλλον.
Γιατί έχουν τόση απήχηση στα ανατολικογερμανικά κρατίδια τα δύο αυτά κόμματα, η AfD και το BSW;
Στους περισσότερους ψηφοφόρους είναι προφανώς αδιάφορο πως η AfD έχει επισήμως καταταγεί ως ακροδεξιό κόμμα – από τη δική της οπτική γωνία είναι ο μοναδικός τρόπος να αντιταχθεί αποτελεσματικά στην τρέχουσα πολιτική. Πολλοί από αυτούς τους ψηφοφόρους είναι θυμωμένοι που δεν γίνεται τίποτα, ότι οι ανεπιθύμητες από τους ίδιους αλλαγές αντικαθίστανται από τη διαχείριση της κατάρρευσης και άδειες, συμβολικές ομιλίες. Αν δεν υπάρξει τα επόμενα πέντε χρόνια μια συστηματική πολιτική αλλαγή στα κρατίδια αυτά, τότε θα γίνει ειδικά η AfD το κυρίαρχο πολιτικό κόμμα.
Πώς θα μπορούσαν να ενισχυθούν τα κόμματα του δημοκρατικού Κέντρου; Είναι σωστή η σημερινή απάντηση της κυβέρνησης του «Φωτεινού σηματοδότη» να λάβει αυστηρότερα μέτρα κατά της παράτυπης μετανάστευσης, προκειμένου να αποδυναμωθεί η απήχηση της AfD;
Αν παρατηρήσετε τα τοπικά χαρακτηριστικά στα οποία υπερτερούν AfD και BSW, καθίσταται σαφές ότι δεν πρόκειται μόνο για το ζήτημα της μετανάστευσης. Υπάρχουν πολλοί περισσότεροι παράγοντες που συνδέονται με την ευρεία απήχηση των δύο κομμάτων σε συγκεκριμένες περιφέρειες. Ενας από τους σημαντικότερους είναι η δημογραφική και οικονομική ανάπτυξη. Οι λαϊκιστές είναι ισχυροί σε περιοχές που χαρακτηρίζονται είτε από γήρανση είτε από χαμηλό ποσοστό αποφοίτων λυκείου, καθώς και από χαμηλό μέσο εισόδημα, δηλαδή σε περιοχές με περιορισμένες οικονομικές προοπτικές. Ο ισχυρισμός λοιπόν ότι όσοι μένουν πίσω από το τρένο της παγκοσμιοποίησης ψηφίζουν λαϊκιστές είναι απλουστευτικός. Είναι κυρίως περιοχές με αρνητικά δομικά χαρακτηριστικά, στις οποίες ανθούν οι λαϊκιστές.
Ποια πολιτικά μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν;
Είναι ξεκάθαρο ότι η εξατομικευμένη κοινωνική πολιτική, αυτό δηλαδή που κάνει το SPD στην κυβέρνηση του «Φωτεινού σηματοδότη» –αύξηση του κατώτατου μισθού και επιδόματα– δεν αποτελεί αποτελεσματική απάντηση στις δομικές προκλήσεις. Η πολιτική πρέπει να προσπαθεί να περιορίσει, έστω μεσοπρόθεσμα, τις αρνητικές συνέπειες αυτών των δομικών προβλημάτων στις πληγείσες περιοχές. Τρεις πολιτικές προτάσεις θα μπορούσε κανείς να εξάγει: επενδύσεις, επενδύσεις και επενδύσεις. Πρώτον: επενδύσεις σε σχολεία και πανεπιστήμια. Σε αυτό εντάσσεται ο υλικός εξοπλισμός αλλά και η κατάρτιση των εκπαιδευτικών. Η καλή παιδεία είναι η καλύτερη ασπίδα απέναντι στην οικονομική ανασφάλεια. Οι καλά εκπαιδευμένοι εργαζόμενοι είναι πάντα ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες. Τα καλά πανεπιστήμια προσελκύουν νέους ανθρώπους και συμβάλλουν στην αντιστροφή αρνητικών δημογραφικών εξελίξεων. Δεύτερον: επενδύσεις στις αστικές συγκοινωνίες. Η καλή διασύνδεση μέσω ΜΜΜ είναι σοβαρό κριτήριο με το οποίο αποφασίζουν οι άνθρωποι πού θα μετακομίσουν. Τρίτον: επενδύσεις στις τοπικές δημόσιες υποδομές, δηλαδή εκτός από τα προαναφερθέντα σχολεία, αστυνομικά τμήματα, νοσοκομεία, υπηρεσίες πολιτών, πάρκα και πισίνες. Η δημιουργία δημόσιου χώρου που γίνεται αντιληπτός ως ασφαλής, αποδυναμώνει τις αιτίες που σχετίζονται με τις εκλογικές επιτυχίες της AfD. Μη γελιέστε: οι υποδομές διαλύθηκαν κυρίως σε περιοχές που χαρακτηρίστηκαν από σοβαρή μετανάστευση, παρά την παροχή κονδυλίων από τη Δύση στην Ανατολή τα τελευταία 35 χρόνια. Ειδικά αυτές οι αποφάσεις τροφοδότησαν την οργή των ψηφοφόρων που έμειναν πίσω. Αν αυτά τα πολιτικά μέτρα δρομολογηθούν από τα κόμματα του δημοκρατικού Κέντρου (και όχι την AfD), τότε θα μεταφραστούν και σε κέρδη στην κάλπη.
Πώς μπορούν να χρηματοδοτηθούν αυτά τα μέτρα, τη στιγμή που ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ τάσσεται κατά της δημιουργίας νέου χρέους;
Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να χρηματοδοτηθούν αυτά τα μέτρα. Εκτός από τις αυξήσεις φόρων έχει διατυπωθεί το αίτημα για περιορισμό των καταναλωτικών δαπανών, που αυξάνονται διαρκώς τα τελευταία 20 χρόνια προς όφελος της αύξησης τέτοιου είδους επενδύσεων, οι οποίες στον αντίποδα έχουν «παγώσει». Αν δεν καταφέρουν να συμφωνήσουν τα κυβερνητικά κόμματα, τότε θα παραχθούν νέα χρέη. Σ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει τα δημοκρατικά κόμματα να δώσουν την ευκαιρία αναστολής του φρένου χρέους, όταν πρόκειται για τέτοιες επενδύσεις. Μια τέτοια απόφαση προϋποθέτει πλειοψηφία δύο τρίτων στην Μπούντεσταγκ. Πόσο γρήγορα εξανεμίζεται αυτή η πλειοψηφία, το ζήσαμε μόλις στη Θουριγγία, στο Βρανδεμβούργο και στη Σαξονία. Το καλό νέο είναι πως η Γερμανία είναι μια από τις λιγότερο χρεωμένες χώρες και αντέχει να ανεβάσει το χρέος της. Αν αμφιβάλλουν οι οπαδοί του «φρένου χρέους», θα πρέπει να έχουν στον νου τους ότι μια λαϊκιστική ή και φασιστική κυβέρνηση θα στοιχίσει στη χώρα πολύ ακριβά.
* O κ. Aλέξανδρος Κρητικός είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Πότσνταμ και διευθυντής έρευνας στο Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW).